14.5 C
Athens
Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου, 2025

8 ½: Μια διαλεκτική ονείρου και πραγματικότητας σε ασπρόμαυρο φόντο

Πρόκειται για το 8 ½ του Fellini, μια κινηματογραφική φαντασμαγορία σε ασπρόμαυρο φόντο που σχοινοβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό με μια αρμονία που οικονομεί κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο: τη διαλεκτική μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου.

Ο σεναριακός πυρήνας της ταινίας είναι απλός. Κεντρική φιγούρα είναι ο Γκουίντο, διάσημος Ιταλός σκηνοθέτης ο οποίος διέρχεται μια κρίση τόσο υπαρξιακή όσο και επαγγελματική. Για την ακρίβεια, τα δύο αυτά στοιχεία διαπλέκονται αριστοτεχνικά σε τέτοια κλίμακα ώστε να γίνονται αδιαχώριστα, διαμορφώνοντας τη σκηνοθετική διεπαφή πραγματικότητας και ονείρου.

Τα πρόσωπα που διανθίζουν το βιωματικό/εμπειρικό πεδίο του Γκουίντο γονιμοποιούν την κινηματογραφική του φαντασία αλλά και το αντίστροφο: η «δημιουργική αδεία» από επαγγελματικό εργαλείο αναδεικνύεται σε άλλοθι συμπεριφορικής αυθαιρεσίας ασυμβίβαστης με φυσικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς σε βαθμό που τελικά τους καταργεί, εξ ου και η καταλυτική λειτουργία της ονειροπόλησης σαν σκηνοθετικό εύρημα.

Η εξέλιξη της πλοκής ξεδιπλώνει το καθηλωτικό αδιέξοδο του πρωταγωνιστή που δεν είναι άλλο από την εσωτερική του αδυναμία να αναμετρηθεί με τις δύο θεμελιώδεις εκφάνσεις της ύπαρξής του. Η μία είναι η κινηματογραφική, με τη μορφή ενός έργου που είναι υποχρεωμένος να διεκπεραιώσει. Η άλλη είναι η προσωπική, όπως εκδηλώνεται από την επιδίωξη μιας «γεμάτης» ζωής η οποία ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ικανοποίηση του ερωτικού ενστίκτου όπως υποδηλώνεται από την αρχετυπική κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου (μητέρα, σύζυγος, ερωμένη, πρωταγωνίστρια). Εν τέλει, το σκηνοθετικό τέλμα που αποτελεί μοτίβο του έργου αντικατοπτρίζει στο σημειολογικό πεδίο την αδυναμία του ανθρώπου να γίνει σκηνοθέτης της προσωπικής του ευτυχίας, προσπάθεια που μπορεί να αποβεί εξαντλητική προτού αυτός συμβιβαστεί με το λυτρωτικό συμπέρασμα ότι η επιτυχία μιας τέτοιας επιδίωξης είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη. Αυτό είναι το νοηματικό αδιέξοδο που επικοινωνείται συνειρμικά στον θεατή μεταμφιέζοντας έτσι μια προβληματική συνυφασμένη με την πιο διαχρονική ανθρώπινη αγωνία.

mastrogianni2.png

Η ταινία κινείται στις παρυφές πραγματικότητας και ονείρου χωρίς ποτέ να ξεφεύγει αποφασιστικά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, κεντρίζοντας τη διάνοια του θεατή ο οποίος/α αμφιταλαντεύεται αναφορικά με το ποιες από τις σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο μυαλό του Γκουίντο και ποιες εκτός. Το καλλιτεχνικό εύρημα που νομιμοποιεί την ώσμωση πραγματικότητας και φαντασίας είναι η λανθάνουσα ληθαργική κατάσταση του πρωταγωνιστή ο οποίος βρίσκεται σε καθεστώς αδιάλειπτης ονειροβασίας (“έξυπνον – ενύπνιον”). Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι το όνειρο, σαν προϊόν συγγραφικής επίνοιας, είναι κάθε άλλο από καινοφανές. Ο λειτουργικός του ρόλος είναι όμως αποφασιστικός: απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις από τα περιοριστικά δεσμά μιας φυσικής τάξης πραγμάτων η οποία δυναστεύει τη φαντασία επιβάλλοντας συμβατικές νόρμες έκφρασης ή και εξαντλώντας την ικανότητα αντίληψης σε μια χρηστική επιφάνεια. Το σημείο επαφής πραγματικού και φανταστικού γίνεται ο χώρος όπου καταλύεται η βαρυτική επίδραση των αισθητικών cliché, ασυμβίβαστων με την καλλιτεχνική πρωτοπορία, αλλά ποτέ σε βαθμό που να ακυρώνονται οι λογικές δομές που απαιτούνται προκειμένου να επικοινωνηθείτο καλλιτεχνικό μήνυμα, κάτι που ο χώρος του υπεραισθητού καθιστά μνημειωδώς δύσκολο. Ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα προϋποθέτει ισορροπία μορφής και νοήματος. Έτσι, παρά τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει, το σεναριακό εύρημα της ονειροπόλησης εγκυμονεί ένα σημαντικό κίνδυνο: την απώλεια του μέτρου, δηλαδή την κατάχρηση των εκφραστικών δυνατοτήτων σε βαθμό που να υπονομεύεται η νοηματική δομή που διατρέχει το έργο. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η σκηνοθετική μαεστρία του Fellini, ήτοι στη επίτευξη της σωστής ισορροπίας μεταξύ πραγματικού και φανταστικού σε βαθμό που να διατηρείται η επιθυμητή αληθοφάνεια που αποτελεί προϋπόθεση για να συντελεστεί η μέθεξη από την πλευρά του κοινού.

Ας εξετάσουμε προσεχτικότερα μερικά από τα αισθητικά σχήματα που αξιοποιούνται με αξιοθαύμαστη σκηνοθετική μαεστρία από τον Fellini όπως διαπλέκονται με τις βασικές θεματικές του έργου, δηλαδή το ρόλο της γυναίκας/θηλυκού, την πάροδο του χρόνου και την αναζήτηση νοήματος στη ζωή και την τέχνη. Οι εικόνες που κατακλύζουν το μυαλό του Γκουίντο είναι άλλοτε αναδρομές σε παλαιότερα βιώματα (π.χ. παιδική ηλικία) και άλλοτε φανταστικές συνθέσεις σε παρόντα χρόνο. Διατρέχοντας ανεμπόδιστα διαφορετικές ηλικιακές περιόδους η σκηνοθεσία παραπέμπει πειστικά σε μια κατάσταση δυναμικής ονειροπόλησης ενώ παράλληλα καλλιεργεί το αίσθημα μιας αχρονικότητας, δηλαδή μιας απεμπόλησης των δεσμών του χρόνου. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από τη χρήση του ασπρόμαυρου ως κυρίαρχου χρωματικού συνδυασμού, αμβλύνοντας έτσι τις ηλικιακές διαβαθμίσεις των ανθρώπινων μορφών αλλά και διευκολύνοντας τη διαλεκτική του πραγματικού με το φανταστικό. Αισθητικός οδηγός στα σχήματα και την τυπολογία των παραστάσεων είναι μάλλον μια αρχετυπική θεωρία συμβόλων (Jung) παρά ένα είδος κριτικής παράνοιας (Νταλί) ή ένας καθαρά παθητικός αυτοματισμός, ανεξάντλητος και χωρίς όριο, κατά το σουρεαλιστικό πρότυπο του Αντρέ Μπρετόν. Ξεκάθαρες αναφορές σε αρχέγονα ένστικτα και αρχετυπικές μορφές που διαδραματίζουν ρυθμιστικό ρόλο στον ανθρώπινο βίο αποτελούν η παρουσία του καθολικού κλήρου που παραπέμπει στην κυριαρχία (καταπίεση) του θρησκευτικού ενστίκτου (κανόνων), το θηλυκό στοιχείο σαν ενσάρκωση του μυστηρίου της ύπαρξης αλλά και σκοτεινών σεξουαλικών επιθυμιών που ενεργοποιούν και ταυτόχρονα δυναστεύουν τον άνθρωπο, το μαστίγιο σαν φυσική προέκταση του ανδρικού φαλλού και ως εκ τούτου σύμβολο επιβολής και εξουσίας, το σκηνοθετικό πλατό με τα διαστημόπλοια σαν αντικατοπτρισμός ενός άψυχου τεχνολογικού οράματος που επιχειρεί μάταια να νοηματοδοτήσει το υπαρξιακό κενό της σύγχρονης ζωής, η πενταμελής μπάντα που συγκοπαδιάζει (όπως ακριβώς οι ανθρώπινες αισθήσεις σταχυολογούν τις προσλαμβάνουσες εμπειρίες1 ) τον περιοδεύων θίασο από ανθρώπινες φιγούρες που συνθέτουν την προσωπική Νέκυια του πρωταγωνιστή, είναι μερικά αισθητικά σχήματα με ξεκάθαρη συνειρμική στόχευση.

Ο καταιγισμός ερωτήσεων που κατακλύζουν τον Γκουίντο από το αταυτοποίητο πλήθος που τον καταδιώκει ακατάπαυστα σχηματοποιεί αριστοτεχνικά την ένταση της εσωτερικής του σύγκρουσης ενώ μοιάζει να αποτελεί το νοερό αντίλαλο από την ασταμάτητη ροή ερωτημάτων που τροφοδοτεί τον άνθρωπο η ίδια του η εμπειρία. Μη μπορώντας να απαντήσει, ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί το βαθμό υπαρξιακής του αδυναμίας απέναντι στην προσπάθεια να εξιχνιάσει το μυστήριο της ζωής. Η ζωή, όπως και το μωσαϊκό από ανθρώπινες μορφές που την διανθίζουν, μοιάζει με τεράστιο τσίρκο το οποίο ο Γκουίντο μάταια προσπαθεί να σκηνοθετήσει διανέμοντας ρόλους σύμφωνα με τις ατομικές του προτιμήσεις αφού αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με το ανεξιχνίαστο υπαρξιακό βάθος του έτερου συν-ανθρώπου όπως επικαιροποιείται από τις γυναίκες της ζωής του. Το τρελό γαϊτανάκιπαρέλαση στην τελική σκηνή σηματοδοτεί τον λυτρωτικό συμβιβασμό με την ιδέα ότι η ζωή αποτελεί ένα ανεξάντλητο αλλά και αξεδιάλυτο τσίρκο από χαρακτήρες που συναπαρτίζουν το πολύπλοκο κάδρο της εξωτερικής αλλά και εσωτερικής του ζωής στο οποίο, ενδεχομένως, δεν θα μπορέσει ποτέ να επιβάλλει εξολοκλήρου την προσωπική του βούληση.

mastrogianni3.png

Η σκηνή με το χαρέμι αποτυπώνει την αρχετυπική αγωνία του αρσενικού να συμβιβάσει τους διαφορετικούς γυναικείους ρόλους με τους οποίους θα πρέπει αναγκαστικά να αναμετρηθεί στην πορεία ενηλικίωσής του. Η α-χρονικότητα της σκηνοθετικής σύλληψης συνοψίζεται στην συγκέντρωση όλων των σημαντικών γυναικών που έχουν εντυπωθεί στη μνήμη του πρωταγωνιστή σε ένα στρεβλωτικά συμβιβαστικό πλαίσιο («χαρέμι») το οποίο παραπέμπει σε μια «νηπιακού» τύπου (απλουστευτική) διευθέτηση της σχέσης του με τις γυναίκες σε μια βάση υποτέλειας, δηλαδή με όρους εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Για παράδειγμα, στο φανταστικό περιβάλλον του μυαλού του οι γυναικείες μορφές που έχουν εξαντλήσει τη χρηστικότητα/λειτουργικό τους ρόλο και ως εκ τούτου συνυφαίνονται με το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου εξοβελίζονται στη αθέατη περιοχή του ασυνείδητου. Αυτή όμως η άνιση/άδικη μεταχείριση δεν αργεί να κυοφορήσει μια εσωτερική σύγκρουση η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή ανταρσίας, υπενθυμίζοντας το ανεκπλήρωτο των υποσυνείδητων επιθυμιών όταν αυτές έρχονται σε ρήξη με την φυσική τάξη. Το μαστίγιο υποδηλώνει την ακροτελεύτια προσπάθεια επιβολής της προσωπικής βούλησης πάνω στην εξωτερική πραγματικότητα.

Ο ρόλος της γυναίκας παρουσιάζει μια εμβληματική αμφισημία που διαβαθμίζεται ανάμεσα στην λυτρωτική μύηση στην τέχνη της αγάπης (π.χ. αγγελική μορφή της ιδανικής πρωταγωνίστριας όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της Κλαούντια) και τη Νέμεση μιας οριοθετημένης-συμβιβασμένης πραγματικότητας που αντικατοπτρίζεται στη σύζυγό του (Λουίζα). Το ένα άκρο αυτού το πολωτικού συμπλέγματος σχηματοποιείται ξεκάθαρα από το ταξίδι στις πηγές της ζωής με οδηγό την Κλαούντια η οποία αποτελεί τον αισθητικό συγκερασμό παιδικής αθωότητας και θηλυκού κάλλους στην κλίμακα του θαυμάσιου (εξ ου και απραγματοποίητου) που λειτουργεί απελευθερωτικά αφού είναι ικανό να ξορκίσει την ακόρεστη σεξουαλική επιθυμία του αρσενικού. Από την άλλη, οι συνεχείς συγκρούσεις με τη Λουίζα είναι απότοκος της κρυφής (εσωτερικής και εξωτερικής) διαδρομής του πρωταγωνιστή η οποία αναγκαστικά διευρύνει το επικοινωνιακό χάσμα μεταξύ των δύο συζύγων (π.χ. στερεοτυπική σκηνή τσακωμού στο κρεβάτι). Οι σχέσεις του με τη γυναίκα-σύζυγο αποκαθίστανται μόνο αφότου ο Γκουίντο κατορθώσει να αυτο-ψυχαναλυθεί παραδεχόμενος δημόσια το υπαρξιακό και καλλιτεχνικό του αδιέξοδο οπότε και καταλήγουν να συνοδοιπορούν πιασμένοι χέρι χέρι προκειμένου να ενσωματωθούν από κοινού στο τελικό χορευτικό γαϊτανάκι. Σε εμφανή αντιδιαστολή με την σκηνή στο χαρέμι, η τελευταία σκήνη παρουσιάζει την ψυχολογικά «ενηλικιωμένη» εκδοχή του πρωταγωνιστή ο οποίος πλέον συμφιλιώνεται με όλους όσους διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στο έργο της ζωής του.

mastrogianni4.png

Άλλος θεματικός άξονας του έργου είναι ο προβληματισμός αναφορικά με την ύπαρξη νοήματος σαν προϋπόθεση καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και όσον αφορά την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Ο πρωταγωνιστής αισθάνεται ακινητοποιημένος από τη συνειδητοποίηση/φόβο ότι δεν έχει πλέον τίποτα σημαντικό να επικοινωνήσει δηλαδή ότι η υπαρξιακή του χρεωκοπία τον έχει οδηγήσει σε επαγγελματικό τέλμα. Σε ένα παράλληλο ερμηνευτικό πεδίο, οι επισημάνσεις του κριτικού Daumier ότι η καλλιτεχνική του σύλληψη στερείται βαθύτερου ενοποιητικού νοήματος αποτελούν ουσιαστικά υπενθύμιση ότι η ίδια του η ζωή μοιάζει με ασύνδετο συνονθύλευμα από εμπειρίες και παραστάσεις που δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού στερούνται κάποιου σκοπού. Το δημιουργικό κενό γίνεται καταλύτης μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας στην οποία ο πρωταγωνιστής υποβάλλει τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να αντισταθμίσει την απουσία έμπνευσης αλλά και να αποκρυπτογραφήσει τις αιτίες της. Οι παραινέσεις-κριτική που του απευθύνει ο Daumier μοιάζουν με έναν κατασκευασμένο ονειρικό απόηχο από το ίδιο του το υποσυνείδητό το οποίο καταδικάζει την καλλιτεχνική αμετροέπεια ακόμα και με πρόσχημα την σκηνοθετική πρωτοπορία (π.χ. το εντυπωσιακό πλατό με το διαστημόπλοιο). Εδώ ο Fellini γίνεται αφοριστικός. Στο βαθμό που ένα καλλιτέχνημα δεν εμφορείται από βαθύτερο νόημα έτσι ώστε να αξίζει να εξωτερικευτεί δεν έχει λόγο ύπαρξης, συνεπώς δεν δικαιούται να αφήσει οποιαδήποτε αποτύπωμα στο χρόνο. Ακρογωνιαίος λίθος της εν λόγω συλλογιστικής είναι η αναφορά στο λευκό περιθώριο/σελίδα του Μαλαρμέ σαν μέθοδος επιστροφής σε μια λυτρωτική ενδοσκόπηση αλλά και σε μια καλλιτεχνική απλότητα που τον επαναφέρει στις αισθητικές του καταβολές, δηλαδή στη δημιουργική ορμητικότητα μιας «παιδικής» ελαφρότητας όπως συμβολίζεται στο πρόσωπο του μικρού φλαουτίστα που κυριαρχεί στην καταληκτική σκηνή.

Τελικά η «λύση» στο δραματικό καλλιτεχνικό-προσωπικό αδιέξοδο που αποτελεί τον θεματικό πυλώνα του 8½ αποδίδεται μέσα από μια σκηνοθετική ενορχήστρωση που αγγίζει αισθητικά την κλίμακα του μεγαλειώδους. Η «ενήλικη» εκδοχή του Γκουίντο εγκαταλείπει το σκηνοθετικό ανοσιούργημα με το οποίο προσπαθούσε απεγνωσμένα να μεταμφιέσει το υπαρξιακό του κενό εν είδει δημόσιας εξομολόγησης και έτσι εξοικειώνεται με το ανθρώπινο μέτρο, δηλαδή τη λυτρωτική συνειδητοποίηση ότι είναι ενδεχομένως αδύνατο να σκηνοθετήσει τη ζωή του όπως θα το επιθυμούσε. Με αυτό τον τρόπο συμβιβάζεται όχι μόνο με την έλλειψη ελέγχου αλλά και με την ακόμα πιο παραλυτική ιδέα απουσίας νοήματος από την ανθρώπινη ζωή κάτι το οποίο τον επαναφέρει στην «παιδική» εκδοχή του εαυτού του2 , δηλαδή σε μια αντίληψη απαλλαγμένη από το βάρος των τραυματικών εμπειριών-συμβιβασμών-επιδιώξεων μιας ασφυκτικής ενήλικης πραγματικότητας που τελικά παγιδεύει το άτομο σε έναν αποδομητικό εναγκαλισμό. Ο λευκοφορεμένος μικρός τυμπανιστής που εμφανίζεται να χοροστατεί επικεφαλής μιας μπάντας από παλιάτσους συμβολίζει την χαμένη παιδικότητα του σκηνοθέτη η οποία πλέον αναλαμβάνει να (ξανά)καθοδηγήσει την προοπτική του. Έτσι συμφιλιώνεται με όλα τα πρόσωπα που πλέον έχουν μεταστοιχειωθεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης του, τα οποία πιασμένα χέρι-χέρι, υπό το δαιμονικό μουσικό κρεσέντο του Νίνο Ρώτα, παρελαύνουν σε ένα ξέφρενο, χαοτικό, εικαστικό γαϊτανάκι, επιτυγχάνοντας μια φανταστική πυκνότητα χρόνου την οποία μόνο το ανθρώπινο μυαλό σε κατάσταση ονειροπόλησης μπορεί να υλοποιήσει. Ο συμβολισμός της συμφιλίωσης υπογραμμίζεται από το «εξαγνισμένο» κατάλευκο παρουσιαστικό του ανθρώπινου διάκοσμου που κυριαρχεί στο μαυσωλείο του μυαλού του Γκουίντο. Ο Fellini πέτυχε έτσι μια αξιοθαύμαστη σκηνοθετική νίκη: Μπόρεσε να ξορκίσει καλλιτεχνικά μια από της πιο διαχρονικές ανθρώπινες αγωνίες ισορροπώντας μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, αναγνωρίζοντας στην ίδια την δημιουργική αναμέτρηση με την έλλειψη νοήματος και το χάος την απελευθερωτική συνθήκη τόσο στο καλλιτεχνικό όσο και στο υπαρξιακό του αδιέξοδο. Βασική προϋπόθεση αναδεικνύεται η επιστροφή σε μια «παιδικότητα» που δεν παραπέμπει σε ελαφρότητα αλλά στο βάθος μιας φιλοσοφημένης ανακωχής με όλες τις αντικρουόμενες-αντιφατικές επιθυμίες που γεννά ο «ενήλικος» βίος. Η αυλαία πέφτει, το γαϊτανάκι των αναμνήσεων ολοκληρώνει την φρενήρη διαδρομή του, τα φώτα σιγά σιγά σβήνουν και στο κέντρο της σκηνής απομένει ο πενταμελής «χορός» από τους οργανοπαίχτες-παλιάτσους που ένας μετά τον άλλον εγκαταλείπουν το ονειρικό σκηνικό με τελευταίο τον προεξάρχων λευκοντυμένο μικρό φλαουτίστα, δηλαδή την «καθαρμένη» ψυχή του Γκουίντο-Fellini.

Δημήτρης Βάγιας (divagias@gmail.com)

Αθήνα, Ιούλιος 2021 

  •  “I am part of all that I have met” κατά τον Α. Τέννυσον.
  • Στην τελευταία σκηνή το «παιδί» Γκουίντο ενσαρκώνεται από έναν μικρό φλαουτίστα ντυμένο στα λευκά ενώ στις πρότερες αναμνήσεις το ίδιο παιδί παρουσιαζόταν ντυμένο στα μαύρα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα