Είναι ο πρώτος αφροαμερικανός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Εξελέγη στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008 και ανέλαβε καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου του 2009.
Ήδη, λίγους μόλις μήνες μετά την εκλογή του, θα μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά, ότι ο άνθρωπος αυτός θα μείνει στην ιστορία, αφού από το πρώτο λεπτό δημοσιότητας, ο Barack Obama, τάραξε τα νερά της, πλέον συντηρητικής κοινωνίας της Αμερικής. Ο λόγος του προκαλούσε κάθε φορά αίσθηση, η στάση του μια περίεργη οικειότητα και το ύφος του ήταν σαν να έλεγε πως «όλα θα πάνε καλά». Δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας και ανακούφισης, και εμφύσησε στο κουρασμένο κοινό από λόγια και υποσχέσεις, πως ακόμα και σήμερα, ίσως, κάπου εδώ, στον κόσμο που ζούμε, που μας απογοητεύει με την σκληρότητα, τη μαυρίλα και τη διαφθορά του, υπάρχει ευκαιρία μια ελπίδα για κάτι καλύτερο.
Η παρουσία του Obama και η καταλληλότητά του ως προέδρου της Αμερικής, αμφισβητήθηκε πολλάκις. Οι οπαδοί του, από την άλλη, αυξάνονταν μέρα με την ημέρα. Η λατρεία προς το πρόσωπό του και τα δάκρυα στα μάτια των ανθρώπων που παρακολούθησαν τις ομιλίες του, παρομοιάστηκαν από πολιτικούς του αντιπάλους με τις εκδηλώσεις λατρείας σε ποπ είδωλα και σταρς του Χόλιγουντ.
Το θέμα είναι ότι ο Barack Obama, έδωσε έναν άλλο παλμό στο τούνελ της πολιτικής πραγματικότητας των ΗΠΑ, με απλότητα και χωρίς αυτή την ξύλινη ή λαϊκίστικη γλώσσα, που λίγο θέλει να σε κάνει έξω φρενών. Έκανε ανθρώπους όλων των ηλικιακών ομάδων να έρθουν πιο κοντά στα πολιτικά πράγματα και να δουν το μέλλον τους με άλλη ματιά. Επιτέλους κάποιος μας εκπλήσσει ευχάριστα. Μέχρι στιγμής μπορούμε να πούμε ότι ο κύριος Obama, τα πάει καλά. Και μας αρέσει!
Ποιος είναι ο Barack Obama;
Ο Barack Hussein Obama (Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα) γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1961 στην Χονολουλού. Ο πατέρα του, Barack Obama, ο πρεσβύτερος, ήταν Κενυάτης και η μητέρα του, An Dunham, λευκή Αμερικανίδα. Οι γονείς του γνωρίστηκαν το 1960, όταν ήταν φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης. Το ζεύγος παντρεύτηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1961 και έξι μήνες μετά έφεραν στον κόσμο τον μικρό Barack. Τα περισσότερα χρόνια της παιδικής του ηλικίας τα πέρασε στην γενέτειρά του, Χονολουλού. Η απόφαση του πατέρα του Barack, να συνεχίσει τις σπουδές του για διδακτορικό στα οικονομικά στο Harvard, ήταν η αιτία του χρόνια χωρισμού των γονιών του. Ο Barack ήταν μόλις δύο ετών. Ο πατέρας Obama επέστρεψε στην Κένυα για να εργαστεί ως οικονομολόγος για την κυβέρνηση και ο χωρισμός οριστικοποιήθηκε το 1964, ενώ η νεαρή An Dunham ξαναπαντρεύτηκε. Όταν ο Barack Obama ήταν έξι χρονών, μετακόμισε στη Τζακάρτα μαζί με την μητέρα του και τον Ινδονήσιο πατριό του, Lolo Soetoro. Ο πατέρας του Obama, αν και αλληλογραφούσε συχνά μαζί του, είδε τον γιο του μονάχα μια φορά ακόμα πριν πεθάνει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα το 1982.
Τα εφηβικά χρόνια, οι σπουδές και οι διακρίσεις
Ο Obama έμεινε μαζί με τον πατριό του και τη μητέρα του σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Ινδονησία μέχρι τα δέκα του χρόνια και φοίτησε σε δημόσια σχολεία όπως το Δημόσιο Σχολείο του Besuki και το Σχολείο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Την εποχή εκείνη η οικογένεια απέκτησε και ένα νεότερο μέλος, τη μικρή ετεροθαλή αδελφή του Barack, τη Maya. Στη συνέχεια, μετακόμισε στη Χονολουλού για να μείνει με τους γονείς της μητέρας του, τη Madelyn και τον Stanley Armour Dunham, όπου και συνέχισε τις σχολικές του σπουδές στο σχολείο του Punahou, στο οποίο ήταν ο ένας μεταξύ τριών εγχρώμων μαθητών. Στα εφηβικά αυτά χρόνια ο Obama, όπως μαρτυρούν οι συμμαθητές του, ήταν ιδιαίτερα ώριμος για την ηλικία του. Ο ίδιος έχει αναφέρει πως το ζήτημα των διαφορετικών χρωμάτων που είχαν οι γονείς του, τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Ήταν μια δύσκολη περίοδος στη ζωή του. Έφτασε στο σημείο να κάνει χρήση αλκοόλ, μαριχουάνας και κοκαΐνης ώστε να πάψει να σκέφτεται το ποιος είναι. Η χρήση αυτών των ουσιών στην εφηβική του ηλικία ήταν, όπως ο ίδιος ομολόγησε στο «Πολιτικό Φόρουμ για την Προεδρία» στις 16 Αυγούστου του 2008, η «μεγαλύτερή ηθική του αποτυχία». Αυτή η εφηβική εποχή και η βίωσή της στο διαπολιτισμικό περιβάλλον της Χαβάης, που διακατεχόταν από ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού, βοήθησαν τον Obama να χτίσει τις βάσεις για τις αξίες που τον χαρακτηρίζουν μέχρι και σήμερα.
Το 1979, τελειώνει το σχολείο με τιμητική διάκριση και συνεχίζει για δύο χρόνια τις σπουδές του στο Δυτικοευρωπαϊκό Κολέγιο του Los Angeles, ενώ μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Columbia στη Νέα Υόρκη, αποφοιτώντας το 1983 με πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες και εξειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις.
Εργάστηκε για δύο χρόνια στον τομέα των διεθνών σχέσεων (BIC – Business International Corporation και NYPIRG New York Public Interest Research Group) και μετακόμισε στο Σικάγο το 1985. Εκεί προσλήφθηκε ως διευθυντής στο Σχέδιο Ανάπτυξης Κοινωνιών (Developing Communities Project – DCP), μια κοινωνική οργάνωση για τη βοήθεια ατόμων με χαμηλά εισοδήματα που είχε εκκλησιαστική βάση και περιλάμβανε οκτώ καθολικές ενορίες. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1988 πετυχαίνοντας μεγάλη ανάπτυξη στην οργάνωση και από πλευράς εσόδων αλλά και από πλευράς προσωπικού. Εργάστηκε, επίσης, την εποχή εκείνη ως σύμβουλος και εκπαιδευτής σε ένα ινστιτούτο κοινωνικής οργάνωσης.
Στα μέσα του 1988 έκανε την πρώτη του επίσκεψη στην Ευρώπη και ταξίδεψε στην Κένυα όπου γνώρισε για πρώτη φορά πολλούς συγγενείς από την πλευρά του φυσικού του πατέρα-μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής του.
Την ίδια χρονιά έκανε αίτηση και έγινε δεκτός για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή του Harvard, μια από τις τρεις σημαντικότερες νομικές σχολές των Ηνωμένων Πολιτειών. Τον Φεβρουάριο του 1990, στο τέλος του πρώτου έτους των σπουδών του, έγινε ο πρώτος αφροαμερικάνος συντάκτης του περιοδικού Harvard Law Review και τον επόμενο χρόνο έγινε και πρόεδρος του περιοδικού. Το 1991 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Harvard αποκτώντας διδακτορικό στις Νομικές Επιστήμες και την τιμητική διάκριση «Magna Cum Laude» (η διάκριση αυτή Latin Honor συνίσταται σε μια λατινική φράση που υποδηλώνει το επίπεδο της ακαδημαϊκής διάκρισης που κατορθώνεται μέσα από μια ακαδημαϊκή βαθμίδα. Υπάρχουν τρεις τέτοιες διακρίσεις που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης, με την «Summa Cum Laude» να είναι η υψηλότερη και σπανιότερη, η οποία ακολουθείται από την «Magna Cum Laude» που είναι επίσης ιδιαίτερα σπάνια και τέλος την χαμηλότερη εκ των τριών διακρίσεων, την «Cum Laude». Οι διακρίσεις αυτές μεταφράζονται ως: με υψηλότατο έπαινο, με μέγα έπαινο, με έπαινο).
Μετά την αποφοίτησή του, του προσφέρθηκε εργασία με υψηλότατες αποδοχές από μεγάλες νομικές εταιρίες του Μανχάταν, αλλά επέλεξε να εργαστεί ως νομικός σε μια μικρή εταιρία που ασχολούταν με το αστικό δίκαιο, επιστρέφοντας έτσι στο Σικάγο. Οι οικονομικές αποδοχές του ήταν μέτριες και ασχολούνταν με υποθέσεις που αφορούσαν σε διακρίσεις που γινόντουσαν στην εξασφάλιση εργασίας και κατοικίας σε φτωχούς και ασήμαντους ανθρώπους. Δίδασκε επίσης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Εργάστηκε συνολικά για 12 χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγο, διδάσκοντας Συνταγματικό Δίκαιο. Από το 1992 μέχρι το 1996 είχε τον βαθμό του Λέκτορα, μετά απέκτησε το βαθμό senior μέχρι και το 2004.
Η γνωριμία με την Michelle και η ενασχόληση με την πολιτική
Είχε όμως και έναν ακόμα λόγο για να επιστρέψει εκεί. Αυτή τη φορά είχε να κάνει με την προσωπική του ζωή. Την εποχή που σπούδαζε νομική στο Harvard, είχε αναλάβει μια θερινή εργασία σε μια δικηγορική εταιρία στο Σικάγο. Η δικηγόρος που ανέλαβε να τον καθοδηγήσει, επίσης απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Harvard, ήταν η Michelle Robinson που το 1992 θα γινόταν η σύζυγός του. Η Michelle καταγόταν από μια οικογένεια της εργατικής τάξης και είχε σπουδάσει αρχικά στο πανεπιστήμιο του Princeton ακολουθώντας τον αδελφό της που είχε ήδη γραφτεί εκεί λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών του στο μπάσκετ.
Το Σικάγο ήταν τέλος, ο τόπος που θα έδινε στον Barack Obama την ευκαιρία να ξεκινήσει μια καριέρα στην πολιτική, εφόσον μεταξύ των ασχολιών του εργάστηκε σε ένα γραφείο καταχώρησης νέγρων ψηφοφόρων για τον Bill Clinton, βοηθώντας έτσι την προεδρική του καμπάνια για τις εκλογές του 1992.
Το 1995 ο Obama, ολοκλήρωσε τη συγγραφή ενός βιβλίου σχετικά με τις σχέσεις των φυλών, για το οποίο είχε υπογράψει εκδοτικό συμβόλαιο νωρίτερα, όταν η ανάθεση σ’ αυτόν της προεδρίας του Harvard Law Review τον έφερε στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Αν και αρχικά σχεδίαζε να ολοκληρώσει το βιβλίο σε έναν χρόνο, του πήρε αρκετά περισσότερα και το σύγγραμμα κατέληξε να έχει αυτοβιογραφικό ύφος. Δημοσιεύτηκε το 1995 με τον τίτλο «Εικόνες του Πατέρα μου: Η ιστορία ενός γένους και μιας κληρονομιάς» (Dreams from My Father: A Story of Race and Inheritance) και η ακουστική έκδοσή του κέρδισε το βραβείο Grammy. Τον ίδιο χρόνο, η μητέρα του που από το 1994 είχε επιστρέψει στη Χαβάη, πέθανε από καρκίνο στις ωοθήκες.
Το 1996 έβαλε υποψηφιότητα με τους Δημοκρατικούς για να εργαστεί στη Γερουσία της Πολιτείας του Illinois και εκλέχθηκε. Τα χρόνια αυτά συνεργάστηκε με Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους στον σχεδιασμό της νομοθεσίας για τις ηθικές αρχές και επέκτεινε τις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης για τους φτωχούς, καθώς επίσης αγωνίστηκε για την εγκαθίδρυση ενός λογαριασμού που θα συνέβαλλε στην φοροαπαλλαγή σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Εκλέχθηκε ξανά στη Γερουσία του Illinois το 1998, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1999, γεννήθηκε η πρώτη του κόρη, η Malia. Το 2001 γεννήθηκε και η δεύτερή του κόρη, η Sasha.
Τη χρονιά αυτή, μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Obama αντιτέθηκε στις πιέσεις που ασκούσε ο Πρόεδρος George W. Bush για πόλεμο με το Ιράκ. Στην ομιλία του αναφορικά με την απόφαση που θα εξουσιοδοτούσε τη χρήση βίας εναντίον του Ιράκ, στην Federal Plaza του Σικάγο τον Οκτώβριο του 2002, ο Barack Obama έλεγε: «Δεν είμαι αντίθετος με όλους τους πολέμους. Είμαι αντίθετος με τους βουβούς πολέμους. Αυτό στο οποίο αντιτίθεμαι, είναι η κυνική προσπάθεια των Richard Perle και Paul Wolfowitz και άλλων πολεμιστών του Σαββατοκύριακου και της πολυθρόνας σ’ αυτήν την κυβέρνηση, να προωθήσουν τις ιδεολογικές τους ατζέντες στον δικό μας λαιμό, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το κόστος σε απώλειες ανθρώπινων ζωών και στην ταλαιπωρία που πρόκειται να δημιουργηθεί.»
«Είναι κακός τύπος» έλεγε ο Obama αναφερόμενος στον ιρακινό δικτάτορα Saddam Hussein. «Ο κόσμος και οι πολίτες του Ιράκ θα ήταν καλύτερα χωρίς αυτόν. Αλλά γνωρίζω επίσης ότι ο Saddam δεν αποτελεί κάποια επικείμενη και άμεση απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή για τους γείτονές του, ότι η ιρακινή οικονομία είναι ένα χάος, ότι ο ιρακινός στρατός είναι ένα κλάσμα της παλαιότερης ισχύος του και πως σε συμφωνία με τη διεθνή κοινότητα μπορεί να συγκρατηθεί, όπως όλοι οι ασήμαντοι δικτάτορες, μέχρι που θα εξαφανιστεί στην τεφροδόχο της ιστορίας. Γνωρίζω πως ακόμα και ένας επιτυχής πόλεμος εναντίον του Ιράκ θα απαιτούσε την απασχόληση των Ηνωμένων Πολιτειών για ακαθόριστο χρόνο, με ακαθόριστο κόστος και ακαθόριστες συνέπειες. Γνωρίζω πως μια εισβολή στο Ιράκ χωρίς μια ξεκάθαρη λογική εξήγηση και χωρίς ισχυρή διεθνή υποστήριξη θα καταφέρει μονάχα να αναζωπυρώσει τις φλόγες της Μέσης Ανατολής και να ενθαρρύνει για τα χειρότερα, παρά για τα καλύτερα, να ωθήσει τον αραβικό κόσμο και να ενδυναμώσει την στρατολόγηση της al-Qaeda.»
Ο πρώτος αφροαμερικανός πρόεδρος
Ο πόλεμος με το Ιράκ ξεκίνησε τελικά το 2003 και ο Obama αποφάσισε να βάλει υποψηφιότητα για τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις εκλογές του 2004 κέρδισε την έδρα του Illinois με 52 τοις εκατό και στις 4 Ιανουαρίου του 2005 ο Barack Obama έγινε ο πέμπτος αφροαμερικάνος Γερουσιαστής στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τον Φλεβάρη του 2007 ο Obama ξεσήκωσε τον διεθνή τύπο όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του με τους Δημοκρατικούς για την προεδρία της Αμερικής. Μετά από μια μεγάλη εκλογική μάχη που έδωσε με την πρώην πρώτη κυρία και νυν Γερουσιαστή της Νέας Υόρκης, Hillary Rodham Clinton, κέρδισε στις 3 Ιουνίου του 2008 την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών για την προεδρία της Αμερικής. Πέντε μήνες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου του 2008, θα κέρδιζε στη μάχη των εκλογών τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων John McCain. Το 2008, επίσης, ανακηρύχθηκε και «Πρόσωπο της Χρονιάς» από το περιοδικό Time.
Στις 20 Ιανουαρίου του 2009, ημέρα της ορκωμοσίας του, έγινε και επίσημα ο 44ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο πρώτος αφροαμερικάνος Πρόεδρος της Αμερικής και, επιτέλους, ένα σύμβολο ελπίδας για ολόκληρο τον πλανήτη. Και η αλήθεια είναι, ότι η ελπίδα είναι ανάγκη και δικαίωμα όλων.
Στη χώρα μας, μάλιστα, ο ίδιος ο Αλέκος Αλαβάνος, όπως και άλλα στελέχη κομμάτων, έχουν πλέξει, με την ανάλογη επιχειρηματολογία, το εγκώμιο του αφροαμερικανού προέδρου, για την ειλικρίνεια με την οποία μιλάει για την πολιτική που ασκεί και τον σωστό χειρισμό ειδικά σε θέματα οικονομικών που «καίνε» ολόκληρο τον κόσμο. Εμείς από την πλευρά μας, με όλα τα στραβά και ανάποδα που συμβαίνουν στη χώρα μας, ας μην σταματήσουμε όσο μπορούμε να αισιοδοξούμε και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Ο Barack Obama είναι, πραγματικά, «too good to be true». Ας ελπίσουμε να παραμείνει και good και true.
Της Έλενας Αρώνη