Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (Robert De Niro) είναι ηθοποιός με πολυσύνθετο ταλέντο και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς του. Η συνεργασία του με τον Μάρτιν Σκορσέζε σημάδεψε την ιστορία της μεγάλης οθόνης με ταινίες, όπως «Ο Ταξιτζής» και το «Οργισμένο Είδωλο». Στην αρχή της καριέρας του ερμήνευσε πειστικά βίαιους και βάναυσους χαρακτήρες και αργότερα στην ωριμότητά του κωμικούς ρόλους γεροπαράξενων ανδρών, που μάλλον υποσκάπτουν τη φήμη του ως ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ο Ρόμπερτ Άντονι Ντε Νίρο τζούνιορ γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1943 στη Νέα Υόρκη στους κόλπους μιας καλλιτεχνικής οικογένειας. Ήταν ο μοναχογιός δύο ζωγράφων, του ιταλικής καταγωγής Ρόμπερτ Ντε Νίρο και της ιρλανδικής καταγωγής Βιρτζίνια Άντμιραλ. Ο νεαρός Ρόμπερτ εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δραματικής τέχνης στη φημισμένη σχολή της Στέλλας Άντλερ, απόφοιτοι της οποίας υπήρξαν κατά περιόδους ο Μάρλον Μπράντο, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο Μπενίσιο ντελ Τόρο και η Σάλμα Χάγιεκ.
Έπαιξε σε πειραματικούς θιάσους και σε περιφερειακά θέατρα του Μπρόντγουεϊ, προτού εμφανιστεί στον κινηματογράφο με την ταινία «Γκρίτινγκς» («Greetings», 1968), που σκηνοθέτησε ο Μπράιαν ντε Πάλμα. Έπαιξε μικρούς και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε αρκετές ασήμαντες ταινίες προτού επαινεθεί από την κριτική για το ρόλο του στο αθλητικό δράμα του Τζον Χάνκοκ «Bang the Drum Slowly» (1973).
Η χρονιά εκείνη ξεκίνησε με μία από τις μεγάλες συνεργασίες ηθοποιού – σκηνοθέτη στην ιστορία του κινηματογράφου, πρωταγωνιστώντας στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Κακόφημοι δρόμοι» («Mean Streets»). Εντυπωσιασμένος από την ερμηνεία του, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα του προσέφερε το ρόλο του Βίτο Κορλεόνε στην ταινία του «Νονός Νο2» («The Godfather, Part II», 1974). Η ερμηνεία του ήταν και πάλι εντυπωσιακή και του απέφερε ένα Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου, ενώ τον ανέδειξε σε διεθνή αστέρα πρώτου μεγέθους.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο επικό «1900» (1976), ο Ηλίας Καζάν στην ταινία «O τελευταίος των μεγιστάνων» («The Last Tycoon», 1976), που ήταν το κύκνειο άσμα του σπουδαίου ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη και ο Μάικλ Τσίμινο στο πολεμικό δράμα «Ο Ελαφοκυνηγός» («The Deer Hunter», 1978). Αλλά ήταν η συμμετοχή τους στις ταινίες του Σκορσέζε για τις οποίες ο Ντε Νίρο απέκτησε φήμη και κύρος ως ηθοποιός με τις μοναδικές ερμηνείες του σκοτεινών και επίφοβων χαρακτήρων.
Το δεύτερο βραβείο Όσκαρ
Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για το ρόλο του μοναχικού και βίαιου Τράβις Μπρικλ στην ταινία «Ο Ταξιτζής» («The Taxi Driver», 1976) και κέρδισε το Όσκαρ για την απεικόνιση του μποξέρ Τζέικ Λα Μότα στην ταινία «Οργισμένο Είδωλο» («Raging Bull», 1980). Γνωστός για την ενδελεχή προετοιμασία των ρόλων του, πέρασε εβδομάδες οδηγώντας ταξί στη Νέα Υόρκη, πριν από τα γυρίσματα του «Ταξιτζή» κι «έβαλε» περισσότερα από 25 κιλά για να ερμηνεύσει τον Τζέικ Λα Μότα. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 είχε αναγνωρισθεί ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του.
Τη δεκαετία του ‘80 πρωταγωνίστησε σε σημαντικές ταινίες, που όμως απέτυχαν εμπορικά. Στη μαύρη κωμωδία του Μάρτιν Σκορσέζε «Βασιλιάς για μια νύχτα» («The King of Comedy», 1983) κέρδισε τον έπαινο της κριτικής, όπως και στο γκανγκστερικό έπος του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στην Αμερική» («Once upon a time in America», 1984) και την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Μπραζίλ» («Brazil», 1985).
Ο Ντε Νίρο έπαιξε επίσης σε πιο συμβατικές ταινίες εκείνη την περίοδο, όπως οι «Καυτές» Μαρτυρίες» («True Confessions», 1981), «Μια Αγάπη Γεννιέται» («Falling in Love», 1984), «Η Αποστολή» («The Mission», 1986) και «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987) στην εκδοχή του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Αποκάλυψε και πάλι το κωμικό του ταλέντο στην ταινία «Ο Διώκτης του Μεσονυχτίου» («Midnight Run», 1988) και κέρδισε μερικές από τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του για την απεικόνιση ενός κατατονικού ασθενούς στο δράμα της Πένι Μάρσαλ «Ξυπνήματα» («Awakenings», 1990).
«Τα Καλά Παιδιά»,«Καζίνο» και ακόμη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ
Την ίδια χρονιά ξανασυνάντησε τον Σκορσέζε στο γκανγκστερικό «Τα Καλά Παιδιά» («GoodFellas»), για το οποίο οι περισσότεροι κριτικοί συμφώνησαν ότι ο Σκορσέζε και ο Ντε Νίρο ξαναβρήκαν τη φόρμα τους, όπως και στις ταινίες που ακολούθησαν, «Ακρωτήρι του Φόβου» («Cape Fear», 1991), όπου ο Ντε Νίρο ήταν υποψήφιος για Όσκαρ και «Καζίνο» («Casino», 1995).
Το 2008 ο Ντε Νίρο έπαιξε ξανά με τον Πατσίνο στο αστυνομικό δράμα «Ου Φονεύσεις» («Righteous Kill») και τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στη δραμεντί «Είναι όλοι του καλά» («Everybody’s Fine»), υποδυόμενος ένα χήρο που ανακαλύπτει διάφορες αλήθειες για τα ενήλικα παιδιά του. Αργότερα έπαιξε δεύτερους ρόλους στα θρίλερ «Machete» (2010) και «Απόλυτη Ευφυΐα» («Limitless», 2011), την ταινία δράσης «Killer Elite» (2011) και τη ρομαντική κωμωδία «New Year’s Eve» (2011).
Το 2012 ο Ντε Νίρο πρωταγωνίστησε ως άπορος συγγραφέας που επανασυνδέεται με τον γιο του στο δράμα «Άλλη μια νύχτα» («Being Flynn») και τον ίδιο χρόνο έπαιξε έναν ακόμη πατρικό ρόλο στη δραμεντί «Οδηγός Αισιοδοξίας» («Silver Linings Playbook»), για τον οποίο ήταν υποψήφιος για Όσκαρ ύστερα από περίπου είκοσι χρόνια.
Το 2013 πρωταγωνίστησε στην κωμική περιπέτεια του Λικ Μπεσόν «Επικίνδυνη Οικογένεια» («The Family»), στην οποία υποδύθηκε ένα γκάνγκστερ που έγινε πληροφοριοδότης και η οικογένεια του οποίου μετακόμισε στη Γαλλία σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τους Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Ντάγκλας και Κέβιν Κλάιν στην κωμωδία «Last Vegas» και με τον Σιλβέστερ Σταλόνε σε άλλη μία κωμωδία με φόντο το χώρο της πυγμαχίας και τίτλο «Επιστροφή στο ρινγκ» («Grudge Match»).
Το 2018 ήταν συχνά φιλοξενούμενος στην τηλεοπτική σατιρική εκπομπή «Saturday Night Live», όπου υποδυόταν τον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μίλερ, που ερευνούσε τα σκάνδαλα του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το 2019 έπαιξε σε δύο σημαντικές ταινίες: στη μεγάλη επιτυχία της χρονιάς, το ψυχολογικό θρίλερ του Τοντ Φίλιπς «Joker» με την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ και το γκανγκστερικό δράμα του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ιρλανδός» («The Irishman»), όπου ήταν υποψήφιος ως συμπαραγωγός για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Η σκηνοθετική καριέρα και το κινηματογραφικό φεστιβάλ Tribeca
Εκτός από την υποκριτική, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο σκηνοθέτησε επίσης πολλές ταινίες. Το 1993 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τις «Ιστορίες του Μπρονξ» («A Bronx Tale»), μία ταινία για τη Μαφία τοποθετημένη στη δεκαετία του ‘60. Το 2006 σκηνοθέτησε το πολιτικό θρίλερ «Ο Καθοδηγητής» («The Good Shepherd»), ο οποίος επικεντρώνεται στην ίδρυση της CIA και τους συμβιβασμούς που έκανε ένας πράκτορας κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Το 1989 ίδρυσε την εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών TriBeCa Productions και το 2002 το κινηματογραφικό φεστιβάλ Tribeca στην ομώνυμη συνοικία του Μανχάταν.