Αποτελεί μια φωτεινή πλευρά της ζωής με διαρκή ενέργεια και μπορεί να επιτυγχάνει σε κάθε τι με το οποίο καταπιάνεται.
Η Νεφέλη Μαϊστράλη είναι μια πολύ ταλαντούχα ηθοποιός, η οποία μπορεί παράλληλα να γράφει θεατρικά κείμενα, να τραγουδάει, να χορεύει, όπως κάνει στον «Τρελαντώνη», όπου υποδύεται την Πηνελόπη Δέλτα σε μικρή ηλικία, αλλά και να βρίσκεται μια ανάσα από το πτυχίο της στη νομική.
Με ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση του χιούμορ η Νεφέλη, είναι από τους συνομιλητές εκείνους που μπορούν να σου φτιάχνουν το κέφι.και έχει έφεση στο γράψιμο, όπως φαίνεται και από τις μεγάλες σε έκταση απαντήσεις!
Εκτός όλων των άλλων μας μίλησε και για την εμπειρία της ως Εστιάδα – φύλακας του αγγείου με το οποίο άναψε η ολυμπιακή φλόγα με προορισμό το Λονδίνο.
* H σκέψη να γίνω ηθοποιός μου είχε περάσει απ’ το μυαλό σε πολύ νεαρή ηλικία – βλ. σχολικές παραστάσεις, γιορτές, κ.λ.π. Μετά καταπιάστηκα με την θεωρία και ξεχάστηκα. Ε, και στο πρώτο έτος της νομικής, πάνω σε μια κρίση ανίας και υπαρξιακής αγωνίας, είπα να δοκιμάσω την πράξη και σιγά-σιγά, ξαναθυμήθηκα…
* Όταν μπήκα στη σχολή, η ζωή μου άλλαξε πρώτα απ’ όλα πρακτικά. Πριν, τις ώρες που δεν κοιμόμουν, καταπιανόμουν με διάφορα. Από τότε που ξεκίνησε το πρώτο έτος στο Ωδείο Αθηνών, όταν δεν κοιμόμουν, ήμουν εκεί, δεδομένου ότι τα μαθήματα ήταν από τις 10 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Άρα, σίγουρα κάτι άλλαξε. Δεν έχω πλήρη εποπτεία αυτού γιατί ακόμα στη φάση των αλλαγών βρίσκομαι και, μεταξύ μας, πάντα έτσι εύχομαι να’ ναι. Tη νομική δεν την αντιπαθώ αλλά ούτε και τη συμπαθώ. Τη σέβομαι, καταλαβαίνω γιατί υπάρχει και γιατί αποφάσισα να τη γνωρίσω, αλλά οι σχέσεις από συνοικέσιο θέλουν πολλές υποχωρήσεις για να στεριώσουν και ακόμη δεν μου έχει προκύψει η ανάγκη να τις κάνω. Το πτυχίο περισσότερο ως εκκρεμότητα το αντιμετωπίζω, παρά ως επαγγελματικό εισιτήριο για κάτι άλλο. Ωστόσο, το διάβασμα για εξεταστικές κατά καιρούς μ’ έχει γειώσει αρκετά σε σχέση με τα του θεάτρου. Άρα χρήσιμο!
* Τι θα ήταν τα σουτζουκάκια χωρίς κύμινο; Μπιφτέκια σκέτα. Κάπως έτσι νομίζω ότι συμβαίνει και με την υποκριτική. Θα μπορούσα/με, ανάλογα με το μέγεθος της ανάγκης, να κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά. Αυτό που συμβαίνει με το θέατρο είναι ότι ενώ πρόκειται για μια κανονική δουλειά με ωράριο, απαιτήσεις και τα σχετικά, για να την κάνεις, χρησιμοποιείς εργαλεία που δεν συνηθίζονται σε μια κανονική δουλειά. Δύο στοιχεία με συγκινούν πολύ: Η διαστολή της στιγμής και η ανάγκη του να μην παίρνεις τον εαυτό σου και πολύ στα σοβαρά, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι. Και τα δύο βοηθούν να καταλάβεις περισσότερο εσένα και τον κόσμο που σε περιβάλλει.
* Τα παιδιά έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό που τα κάνει να είναι το πιο λειτουργικό και ταυτόχρονα το πιο δύσκολο κοινό: Ερχόμενα στο θέατρο είναι απολύτως διαθέσιμα και “ζεσταμένα” για να ακούσουν μια ιστορία και θα σου δώσουν περισσότερες από μια ευκαιρίες για να τους την πεις. Ωστόσο, αν δεν τους την πεις, δεν διστάζουν να το δείξουν με οποιονδήποτε τρόπο. Είναι πολύ ωραία η αίσθηση όταν νιώθεις ότι ζείτε μαζί αυτό που συμβαίνει επί σκηνής…Σ’ αυτήν τη διαστολή του χρόνου που είπαμε παραπάνω έχεις συμμάχους!! Και άρα μπορείς ν’ ανακαλύψεις κάτι περισσότερο από αυτό που ανακάλυψες εχθές μόνος ή μαζί με δυο, τρεις άλλους. Το να ξυπνάς το πρωί για να πας να παίξεις για παιδιά σίγουρα σε σηκώνει απ’ το κρεβάτι με περισσότερο κέφι και διάθεση. Μόνο να τ’ ακούσεις πριν ξεκινήσει η παράσταση…Μελίσσι!!
* Ο “Τρελαντώνης” είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο της Πηνελόπης Δέλτα. Έχει καταγράψει το καλοκαίρι του 1881 που πέρασε με τα αδέρφια της στη Καστέλλα στο σπίτι των θείων τους, απουσία των γονιών τους. Ο Αντώνης, ο μεγαλύτερος αδερφός της, μετά από αυτές τις διακοπές μπήκε εσωτερικός σε σχολείο στην Αθήνα ενώ εκείνη και τ’ αδέρφια της γύρισαν πίσω στην Αλεξάνδρεια. Από τη βιογραφία της συμπεραίνεται ότι εκείνο το καλοκαίρι (αυτή σε ηλικία 8 και ο Αντώνης σε ηλικία 9 ετών) βίωσε για πρώτη φορά ως παιδί τον αποχωρισμό και ίσως την εγκατάλειψη-συναισθήματα που θα τη συνοδεύουν μέχρι και το τέλος της, αφού η σχέση με τον αδερφό της δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Καταγράφοντας τις σκανταλιές του Αντώνη και αναγορεύοντάς τον σε ήρωα, κρατάει ζωντανή μια πολύ ευχάριστη ανάμνηση των παιδικών της χρόνων. Έτσι, χαρίζει στα παιδιά ένα βιβλίο που μιλάει τη γλώσσα τους και ίσως, καταπραϋνει και η ίδια τις πληγές που προέκυψαν κατά την ενηλικίωσή της.
* Το μεγαλύτερο κλειδί για τον ρόλο της Πουλουδιάς (όπως αναφέρει τον εαυτό της σε νεαρή ηλικία) το δίνει το ίδιο το κείμενο του Τρελαντώνη, μεσα από τις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους και με τους “μεγάλους”. Το περαιτέρω ψάξιμο βοήθησε στην κατανόηση της εποχής και του κλίματος (μεγαλοαστική οικογένεια ομογενών – 1900) καθώς και στην απόδοση ορισμένων κομματιών από τις “Ενθυμήσεις” της Δέλτα που διατρέχουν την παράσταση, ως δραματουργικός σκελετός περισσότερο. Η ιδέα τόσο της σκηνοθέτιδας-χορογράφου Σ.Σπυράτου, όσο και του Σ.Πασχάλη (που έκανε την μεταγραφή-δραματουργική επεξεργασία) έχει ως κεντρικό άξονα το ρήμα “ Θυμάμαι”. Γι’ αυτό και πέρα από τη θεωρητική γνώση ενός ιστορικού προσώπου, μεγάλη σημασία είχε να θυμηθούμε εμείς, οι ηθοποιοί της παράστασης την παιδική μας ηλικία και να τολμήσουμε να την ξαναζήσουμε επί σκηνής.
* Πρόκειται για παράσταση μουσικοχορευτική, αρά, το να τραγουδάμε και να χορεύουμε είναι μέσα στο παιχνίδι! Ωστόσο, η δουλειά του τραγουδιστή ή του χορευτή αντίστοιχα είναι κάτι άλλο, όχι πολύ μακρινό, αλλά διαφορετικό. Μπορεί τόσο ένας ηθοποιός, όσο και ένας τραγουδιστής να λένε το ίδιο τραγούδι, αλλά ο καθένας θα το προσεγγίσει από άλλη οπτική και ίσως, να έχει και διαφορετικό στόχο. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ ν’ ασχοληθώ αμιγώς με τη μουσική, αλλά ακόμη κι αν προκύψει, μάλλον ως ηθοποιός θα το προσεγγίσω, γιατί η επαφή μου με το τραγούδι προκύπτει από τη σχέση μου με το θέατρο έτσι κι αλλιώς.
* Προσπαθώ γενικά να μη λειτουργώ με στεγανά, διαχωρίζοντας τους χώρους και τις δουλειές -καλή τηλεόραση, κακή τηλεόραση, ποιοτικό θέατρο, μη ποιοτικό θέατρο, κ.λ.π. Θα έκανα κάτι που θα με αφορούσε για κάποιο λόγο, τη συγκεκριμένη στιγμή. Εξάλλου, απ’ όλα κάτι παίρνεις, το θέμα είναι αν, στη φάση που βρίσκεσαι, αυτό που παίρνεις, είναι αυτό που θέλεις και χρειάζεσαι.
* Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελά…”. Φροντίζω να μην κάνω μακρινά μελλοντικά σχέδια, γιατί συχνά χάνω αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα.
* Όπως όλα, έτσι και η κρίση, έχει τα καλά της και τα άσχημα της, στα οποία δεν χρειάζεται να αναφερθώ γιατί τ’ ακούμε συνέχεια και τα έχουμε εμπεδώσει. Το καλό σε αυτή την περίοδο είναι ότι η απώλεια της αίσθησης ασφάλειας και προστασίας μας έχει δώσει ταυτόχρονα περισσότερη ελευθερία και λιγότερες ενοχές. Παλιότερα, το να κάνεις θέατρο, αφήνοντας τη σίγουρη δουλειά ενός μηχανικού ή ενός δικηγόρου, ήταν επαναστατική πράξη.
* Τώρα, ό,τι δουλειά και να επιλέξεις, οι πιθανότητες να ζήσεις από αυτήν είναι οι ίδιες για όλους, οπότε επαναστατείς μόνο και μόνο δουλεύοντας πάνω σε αυτό που θες και αντιστεκόμενος στην παραλυτική κατάθλιψη που πάει κι έρχεται στις μέρες μας. Συνηθίζουμε να λέμε ότι σε τέτοιες περιόδους κρίσεως του παλιού και επιλογής του καινούριου, το θέατρο μπορεί να εμπνεύσει ίσως περισσότερο απ’ ότι σε μια περίοδο απόλυτης ευδαιμονίας που δεν ξέρω και αν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία. Μένει να το δούμε!
* Σχετικά με τη συγγραφή υπάρχουν διάφορες ιδέες που τρέχουν στο κεφάλι μου και ίσως κάποια στιγμή να υλοποιηθούν. Με τον γραπτό λόγο νιώθω κάπως οικεία. Ωστόσο, όπως όλα, χρειάζεται αφοσίωση και κάτι συγκεκριμένο που θα σε κινητοποιήσει προς ένα πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.
* Νομίζω ότι ένα πολύ βασικό ερώτημα είναι το πώς μπορεί ένα κείμενο να ξεφύγει από το πλαίσιο της εσωτερικής κατανάλωσης και να αποκτήσει μια κάποια καθολικότητα, ώστε, να μπορεί να διατηρήσει την εκκίνησή του από το προσωπικό και ταυτόχρονα, να αφορά και άλλους, πέρα από τον γράφοντα και τον στενό, οικογενειακό του κύκλο. Ίσως, το να παίρνει κανείς απόσταση από τα πράγματα και να ξεφεύγει από την κατάσταση του “εν θερμώ” μπορεί σε πρώτη φάση να βοηθήσει. Δεν ξέρω, και εγώ είμαι στη φάση που το ψάχνω…
* Το 2008, η χορογράφος και δασκάλα χορού στη δραματική του ωδείου, Άρτεμις Ιγνατίου, ανέλαβε την διοργάνωση της Αφής της Φλόγας των Ολυμπιακών Αγώνων, στη θέση της Χόρς. Θέλησε να ανανεώσει την ομάδα των ιερειών, παίρνοντας νέα άτομα για την τελετή του Πεκίνο. Μέσα σε αυτά τα άτομα ήμουν και εγώ. Από το 2008 εως και το 2010 συμμετείχα ως ιέρεια και από το 2010 εως και τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου (2012), ως Εστιάδα-φύλακας του αγγείου που έχει ανάψει από τη φλόγα.
* Η συμμετοχή σε μια τέτοιου είδους διοργάνωση είναι κάτι εντελώς ιδιαίτερο, δεν πρόκειται ακριβώς για παράσταση. Καλείσαι να εμπνευστείς πάνω στην ιδέα του Ολυμπισμού που αν και για τον καθένα σημαίνει κάτι διαφορετικό, εμείς ως ομάδα συμφωνούμε πάνω σε κάτι κοινό και κατόπιν, κινούμαστε στους ρυθμούς αυτής της συμφωνίας. Πέρα από τις αφές που γίνονται στο Παναθηναϊκό στάδιο και κάνουμε πρόβες στην Αθήνα, όταν πρόκειται για μεγάλη αθλητική διοργάνωση, πάμε όλη η ομάδα στην Ολυμπία για επτά ημέρες, μένουμε στην Ακαδημία και κάνουμε πρόβες στον αρχαιολογικό χώρο, κάτω υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.
* Μου έρχονται τώρα στο νου στιγμές που είναι δύσκολο να περιγράψω τη μαγεία τους, γιατί αφήνουμε εντελώς την καθημερινότητά μας και ζούμε σε μια άλλη πραγματικότητα-σαν να μας δίνεται η ευκαιρία να “ αδειάσουμε” το μυαλό μας και να κουρδιστούμε όλοι μαζί πάνω στη σημασία αυτού που πρόκειται να κάνουμε. Εκεί είναι που ανακαλύπτουμε εκ νέου κάθε φορά τους λόγους που βρισκόμαστε εδώ, καθώς η συμβολική αξία του ανάματος της ολυμπιακής φλόγας ξεπερνά την εμπορευματικό χαρακτήρα των σύγχρονών αγώνων και παραπέμπει στην φιλοσοφία της γέννησής τους- την ειρήνη, την αλληλεγγύη, το ευ αγωνίζεσθαι, το κάλλος. Όσο ιδεαλιστικό κι αν ακούγεται (ή διαβάζεται..), αν βρεθεί κανείς στην Ολυμπία, κατά την διάρκεια της τελετής και είναι ανοιχτός στις συγκινήσεις, νομίζω θα καταλάβει αυτό για το οποίο μιλώ.
* Από τότε που καταπιάστηκα με την υποκριτική μέχει και σήμερα (δεν μιλάμε και για δεκάδες χρόνια η αλήθεια είναι) η σχέση μας έχει περάσει από διάφορες φάσεις. Τα χρόνια των σπουδών ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που ονομάζουμε “ μπαίνω στην αγορά εργασίας”- π.χ. Μέχρι πρότινος, δεν είχα συμμετάσχει ποτέ σε μια παραγωγή σεζόν, δηλ. δεν είχε τύχει να παίζω το ίδιο έργο ξανά και ξανά για 6, 7 ή και περισσότερους μήνες, στοιχείο πολύ σημαντικό για να καταλάβει κανείς τη δουλειά του ηθοποιού, πέρα από το δημιουργικό κομμάτι των προβών.
* Τώρα που το ζω, το κέρδος είναι τεράστιο, γιατί ανακαλύπτω μια οπτική αυτής της επιλογής μου που μόνο με την εμπειρία μπορούσα να την προσεγγίσω. Νιώθω ότι αδίκως αγχωνόμουν, καθώς η τριβή μ’ έναν ρόλο σου δίνει περισσότερες ευκαιρίες να τον προσεγγίσεις από πολλές διαφορετικές οπτικές και να περάσετε χεράκι-χεράκι τον καιρό που θα παίζετε, ανακαλύπτοντας κάτι καινούργιο, έστω και ελάχιστο, σε κάθε παράσταση. Αυτό είναι ένα από τα βασικά που απολαμβάνω σε αυτή τη δουλειά, ότι τίποτα ποτέ δεν είναι το ίδιο, καμία παράσταση δεν είναι ίδια…Υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας του ζωντανού και του απρόσμενου-ή τουλάχιστον, εύχομαι να υπάρχει σε κάθε παράσταση!
* Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα – αυτή ξέρουμε, αυτή εμπιστευόμαστε! Πήγα σχολείο στη Πλάκα που δεν το λες και άσχημη όψη της πόλης, οπότε μ’ εκείνα και με τ’ άλλα την αγάπησα. Ιδιαίτερα αγαπώ το ότι συνδυάζει βουνό και θάλασσα, χρώματα κι αρώματα, δόμηση χωρίς καμιά λογική, ζωή άνευ ωραρίου, κόσμο απ’ όλο τον κόσμο…(Από αύριο ανοίγω μεσιτικό γραφείο και πουλάω οικόπεδα στην Αττική!).
* Προφανώς, τα παραπάνω, σε υπερβολική δόση, μπορούν να γίνουν αρνητικά. Ιδιαίτερα αυτό με την κίνηση και την άναρχη δόμηση μπορούν να μου τσακίσουν την όποια αισιοδοξία μπορεί να τρέφω γι’ αυτή τη πόλη! Α! Ναι, μ’ ενοχλεί ότι σε πολλά μέρη δεν υπάρχει καμία πρόνοια για πεζούς. Κυκλοφορώ πολύ με τα πόδια τελευταία, σε απίθανα μέρη και η κατάσταση είναι εκνευριστική. Ωστόσο, αυτό με το μετρό, τραμ, ηλεκτρικό κ.λ.π. είναι στα μεγάλα + της πόλης και μπορείς να πας οπουδήποτε, όντως!
* Αυτό που μου αρέσει στο Αll4fun είναι η ευρεία θεματική του – σε σχέση με άλλα σάιτ πολιτιστικού περιεχομένου – καθώς και το πώς επιλέγει να διαχειριστεί αυτή τη θεματική. Είναι πολύ χρήσιμο, σ’ αυτή τη δύσκολη φάση που ζούμε, να τροφοδοτούμαστε με προτάσεις για ποιοτικό ελεύθερο χρόνο και αυτές οι προτάσεις να είναι όντως προσιτές στο κοινό…
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 2/1/2012