Ο δημόσιος λόγος του Νικόλα Ανδρουλάκη και οι κουβέντες του στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης με γοητεύουν ιδιαιτέρως. Ειδικά τα μακροσκελή κείμενα, που συνήθως κρύβουν αλήθειες, είτε φανερώνουν μια πιο αισιόδοξη ματιά, είμαι μια ματιά πιο πεσιμιστική. Οπότε ήταν λογικό πως θα μου άρεσε και η συνέντευξη του.
Και επειδή είναι χειμαρρώδης και πολυπράγμων, κάνοντας ταυτόχρονα πολλά πράγματα μαζί, οι μεγάλοι πρόλογοι περισσεύουν. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο Νικόλας μίλησε στο All4fun εκτός από την επανάληψη της Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ και για τα επόμενα σχέδια του.
Στις αρχές Νοεμβρίου ανεβάζει το “Κύριος και Κυρία Λοτ”, που έγραψε η στενή πλέον του συνεργάτης Αντιγόνη Σταυροπούλου, ενώ στις αρχές του 2019 θα ξεκινήσουν οι “Κούκλες” – βασισμένες στο Κουκλόσπιτο – στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αποκαλύπτοντας μας και τις 5 από τις 6 ηθοποιούς τους, που θα υποδυθούν τις “Κούκλες”
* Παιδάκι έλεγα ότι θέλω να γίνω καπετάνιος ή οδηγός μπουλντόζας «με μύτη». Λίγο αργότερα οδηγός στη φόρμουλα 1. Τα κλασικά δηλαδή. Ήδη από το γυμνάσιο όμως με ονειρευόμουν σκηνοθέτη κινηματογράφου. Ήμουν από αυτά τα παιδιά που έβλεπαν τρεις ταινίες στη σειρά το βράδυ του Σαββάτου. Και παράλληλα ο βλάκας που έκανε τους άλλους να γελούν, με αυτοσχέδιο stand-up comedy, πολύ πριν μάθω ότι υπάρχει αυτός ο όρος.

* Όλα αυτά έκαναν ζυμώσεις στο υποσυνείδητο και κάπου εκεί στα 21 εξερράγη το σύστημα, άφησα σε άνω τέλεια τις σπουδές στο πανεπιστήμιο και κατέληξα στη δραματική σχολή. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Στα τριάντα, εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ ότι κάθε άλλο επάγγελμα που έχω σπουδάσει ή ασκήσει ως τώρα το προσέγγιζα σαν ρόλο. Όποτε κατέληξα να γράφω, να παίζω και να σκηνοθετώ ρόλους. Καλύτερα έτσι πιστεύω. Θα δείξει.
* Η δουλειά μας είναι οι άνθρωποι. Τα σώψυχα και η συμπεριφορική τους. Κι είναι ωραίο πράμα η ψυχαναλυτική μελέτη που απαιτείται -ταυτόχρονα- με την ανεπιτήδευτη προσέγγιση της έννοιας «παίζω». Όπως κάνουν τα παιδιά. Με τις δύσκολες αρετές ανάγκη, οικονομία, έκπληξη και συγκίνηση να είναι το στοίχημα για τον ίδιο τον δημιουργό πρωτίστως, οπως μας έλεγε πέρυσι ο φωτισμένος δραματουργός Νίκος Φλέσσας στο Εθνικό. Αυτά κι η ηδονή να φτιάχνεις όμορφα ψέματα για να πεις άσχημες αλήθειες. Δηλαδή αλήθειες δίχως σχήμα. Ως να το συμπληρώσει κάθε θεατής προσωπικά.
* Με ρωτάς πώς αντιμετωπίζουμε στον χώρο την κρίση. Εννοείς μια περίοδο με το κόστος των εισιτηρίων στην τιμή ενός κοκτέιλ, τους παραγωγούς απόλυτους άρχοντες, την ασυνέπεια αυταπόδεικτη πραγματικότητα, το ρεπερτόριο των περισσότερων θεάτρων να εναλλάσσεται με υστερία, πριν προλάβει μια παράσταση να βρει τον ρυθμό και το κοινό της και με την ετεροαπασχόληση ως αυτονόητη οδό επιβίωσης για τους περισσότερους καλλιτέχνες; Αν εννοείς αυτά θα σου απαντήσω επι προσωπικού και όχι γενικά γιατί θα ήταν μεγαλοστομία. Φέτος θα καταπιαστώ με πέντε παραστάσεις ως το καλοκαίρι. Δουλεύω 12-14 ώρες τη μέρα και -αναγκαστικά- το έχω βαφτίσει «αγροτικό» μέχρι να καταφέρουμε κάτι να αλλάξει. Αν όχι για εμάς, για τις επόμενες γενιές. Αν νιώθω για κάτι περήφανος είναι που αντιστέκομαι στην εύκολη δημοσιότητα που θα έφερνε εύκολο χαρτζιλίκι σε παραγωγές που δεν εκφράζουν, είτε την αισθητική μου είτε την παιδεία μου.
* Κάθε τοπικιστική προσέγγιση βρίσκει τοίχο. Το ίδιο που ισχύει για μια γειτονιά, σε κλίμακα, μπορεί να επηρεάσει μια ήπειρο. Η τέχνη είναι -προτίστως- ψυχαγωγία, κυριολεκτικά, με την ετυμολογία της λέξης. Απλώς σε μια εποχή που μπορείς να βλέπεις νέτφλιξ με 10 ευρώ τον μήνα θεωρώ υποχρέωση των Ελλήνων καλλιτεχνών να προσφέρουν στον συνάνθρωπο τους μια εμπειρία ελάχιστα πιο κοντά στην ανάγκη για μετατόπιση. Εκεί παίζει ρόλο η χώρα, η πόλη, η εποχή, όλα. Με το ρίσκο φυσικά να μην αρέσει το αποτέλεσμα.

* Δυστυχώς η τροχοπέδη του «σουξέ» έχει επεκταθεί από τις τηλεοπτικές δημοσκοπήσεις ως το θέατρο. Κι αν δεν πουλάς, κατεβαίνεις. Κι ο φόβος αυτός οδηγεί σε αλυσιδωτή αντίδραση. Άξιοι και καταξιωμένοι καλλιτέχνες αναγκάζονται να έχουν σκοπό «ωραίες παραστάσεις» με «ωραίες ερμηνείες» για «ωραίες κριτικές» και «ωραία βραβεία» για να συνεχίζουν να έχουν δουλειά και αναγνώριση. Και δεν πειράζει. Απλώς αυτό ενδέχεται να είναι ταχύκαυστο καύσιμο. Γι’ αυτό θαυμάζω όσους υπηρετούν ένα καλλιτεχνικό όραμα. Με ρίσκο να πάει άπατο. Από τους Αρχαίους Τραγικούς μέχρι τον Λαρς Φον Τρίερ, η τέχνη πήγε μπροστά τολμώντας να αμφισβητηθεί. Το ίδιο ισχύει στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία, παντού.

* Η Λένα Κιτσοπούλου πρεσβεύει στην πράξη όσα ανέφερα πριν. Είναι μια τολμηρή, συγκρουσιακή, δημιουργός με προσωπικό μονοπάτι αληθινό. Από τα ρεμπετάδικα ως τη Στέγη. Κι εμένα μου μίλα μέχρι μέσα. Πέρυσι της ζήτησα να μεταγράψω τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. σχεδόν από την αρχή. Να κάνω την ηρωίδα άντρα, να αποδομήσω το κείμενο στα πρωτογενή του υλικά και να το συνθέσω από την αρχή. Και η τυπισσα μου είπε ακομπλεξάριστα «τέλεια ιδέα, κάνε ό,τι θέλεις». Κι αυτό έκανα. Από την πραγματικότητα του 2008 το έφερα στο 2018 και μετέτρεψα τη γραμμική αφήγηση σε θεατρικό κυβισμό δραματουργικά. Επειδή έτσι πιστεύω ότι είναι, στ’ αλήθεια, η κόλαση ενός μυαλού.
* Και -με την Αντιγόνη Σταυροπούλου συνοδοιπόρο- σε κουφό ρόλο, αντί του βουβού που έπαιζε η Λένα με τη Μαρία Πρωτόπαππα, κάθε βράδυ τολμούμε ένα ερμηνευτικό πείραμα που θεωρώ αχρείαστο να αναλύσω ενδελεχώς. Ας πούμε απλώς ότι με το σώμα και την ανάσα οδηγούς, βουτούμε σε συνειρμικούς μονολόγους και διαλόγους που αναβλύζουν από το συλλογικό και ατομικό ασυνείδητο, συνθέτοντας κάθε φορά μια διαφορετική αποτύπωση του αφηγήματος. Το αποτέλεσμα είναι μια ψυχεδελική κωμωδία, αρκετά πρωτόγνωρη και για εμένα τον ίδιο. Και έτσι μόνο θα ήθελα να είναι αυτό το έργο. Κάποιοι θεατές μπερδεύονται και αποστασιοποιούνται και είναι λογικό. Κάποιοι άλλοι γελούν ακατάπαυστα. Κάποιοι βαριανασαίνουν και δακρύζουν. Κάποιοι φεύγουν με οργή και κάποιοι έχουν έρθει δύο και τρεις φορές.

* Η επιτυχία για εμένα δεν είναι ότι γεμίζουμε το υπόγειο. Η επιτυχία είναι ότι το γεμίζουμε με μια παράσταση που δεν προσπαθεί «να αρέσει». Είναι μια τίμια θεατρική εμπειρία που ξεκίνα από τις σκάλες και τελειώνει στις πίσω σκάλες, μέσα από τις τουαλέτες. Είναι μια παράσταση πραγματικότητας των αισθήσεων, στον φυσικό τους χώρο. Είναι ένα παιχνίδι μυαλού. Είναι μια κάθοδος στον Άδη. Κι ό,τι κρατήσει καθένας. Μια πράσινη σελίδα χαρτί με τα πιο ακρογωνιαία στιχάκια της Λένας δίνουμε ως προγραμμα, δωρεάν φυσικά, σε όλους. Αυτές τις λίγες λέξεις αρκεί να πάρουν φεύγοντας μαζί τους. Με αυτά ως οδηγό η παράσταση αυτή θα μπορούσε να τροφοδοτείται από όσα συμβαίνουν κάθε μέρα γύρω μας και να παίζεται για πάντα, κάθε βράδυ διαφορετική μα στην ουσία της ίδια. Απλώς θα την κατεβάσουμε σε δυο βδομαδες. Kill your babies λένε οι σοφοί γέροντες. Πρώτος νομίζω το είχε πει ο Κρόνος.
* Γιατί θα έλεγα σε κάποιον να έρθει να μας δει; Στα χώρεσα κάπως στην προηγούμενη ερώτηση τα βασικά. Η φετινή Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. 2 γράφτηκε από την αρχή. Με κωδική ονομασία Εκδικήτρια -έτσι λέγεται το φέρι μποτ που μεταφέρει στην κόλαση τους απανταχού θρασύδειλους και τους αδικοχαμένους, όλους μαζί, ανακατους. Ουσιαστικά βρίσκουμε τον ήρωα ένα χρόνο μετά. Όπως συμβαίνει χρονικά στ’ αλήθεια με το δεύτερο ανέβασμα φέτος. Ο θεατής να έρθει επειδή έχει νόστιμα ποτά στο Bios. Οτιδήποτε άλλο είναι υποκειμενικό.

* Με την Αντιγόνη γνωριστήκαμε στο στούντιο νέων συγγραφέων του Εθνικού και καταλήξαμε «διπλανοί» όπως το λέει εκείνη και «συνοδοιπόροι» όπως το λέω εγώ. Άβυσσος δημιουργική. Μια φιλία που έδεσε το καλοκαίρι στην αλησμόνητη εμπειρία του Θερινού Μαντείου του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, με βασικούς δασκάλους τους Μαρμαρινό, Καραθάνο και Κακάλα. Πλέον είμαστε και επίσημα συμμορίτες, αφού η Αντιγόνη είναι συνιδρυτικό μέλος της «καλλιτεχνικής συμμορίας» Ντουέντε. Μιας συμμορίας με τη βούλα του νόμου και στόχο γενναίες συνεργασίες, θεατρικές και όχι μόνο.
* Στις 10 Νοέμβρη ξεκινά ένα μεταμεσονύκτιο ταξίδι από τη Βενετία ως το Γκάζι. Ανεβάζουμε στο Tempus Verum – Εν Αθήναις το έργο «Κύριος και Κυρία Λοτ» που έγραψε πέρυσι η Αντιγόνη στο στούντιο του Εθνικού. Εγώ μασκαρεύομαι ιππότης. Ο Σερ Λάνσελοτ. Ο γνωστός. Κι εκείνη νεκρή νύφη. Η Λαίδη του Σαλότ. Και σα Λοτ θα βιώνουμε έναν τολμηρό και αδικοχαμένο έρωτα δεκαπέντε αιώνων. Η παράσταση θα κάνει πρόβα τζενεράλε μια εβδομάδα πριν, την Κυριακή 4 Νοέμβρη, κλείνοντας το φεστιβάλ «Ανοιχτές Πόρτες», στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

* Επίσης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, συγκεκριμένα στο εμβληματικό Βιεννέζικο Φουαγιέ, θα έχω τη μεγαλύτερη φετινή μου θεατρική πρόκληση. Με ένα ensemble από έξι Νόρες στο γυαλιστερό παρκέ, με μάρτυρες τους θεατές και τους πολυέλαιους θα ανεβάσουμε τις «Κούκλες». Μια χειραφετημένη παράσταση, βασισμένη στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν, 140 χρόνια μετά τη λογοκριμένη αυτή ηρωίδα. Στις 21 Γενάρη η πρεμιέρα. Με «κέρινες αμαζόνες» την Ιώβη Φραγκάτου, την Κατερίνα Μισιχρόνη, την Αναστασία Παντούση, τη Ναταλία Δήμου, προφανώς την Αντιγόνη Σταυροπούλου και μία ακόμη ηθοποιό που θα επιλέγει από ακρόαση, στις 3 Νοέμβρη. Ο Γιάννης Σοφολόγης κι εγώ θα είμαστε χειραγωγοί και υπηρέτες αυτής της Κούκλας με τα έξι πρόσωπα.
* Έχω γράψει και σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους ως τώρα. Το κοινωνικοπολιτικό In Case I Don’t Die του 2015 με τη Ντάνη Γιαννακόπουλου είναι η πιο αναγνωρίσιμη, με κάτι εκατομμύρια θεατές από το πουθενά στο διαδίκτυο να τη μετατρέπουν σε αληθινή πηγή προβληματισμού για την Ευρώπη που μας αξίζει. Σύντομα έρχεται η συνέχεια του εγχειρήματος αυτού, με εμένα αφηγητή και τη συμμετοχή πενήντα νέων ηθοποιών και όχι μόνο. Το τελικό γύρισμα προσπαθώ να γίνει στη Μακρόνησο. Και το κείμενο θα μιλά για τον καρκίνο της γενιάς μας. Την pop-οποίηση των πάντων, το κυνήγι του επόμενου «καυτού θέματος των ημερών». Ένα επικίνδυνο χόμπι που εξισώνει την προσοχή που δίνουμε χρονικά και ουσιαστικά σε οτιδήποτε. Από γάμους διασημοτήτων και αστεία διαδικτυακά βίντεο μέχρι βίαιους και άδικους θανάτους συνανθρώπων μας. Θα λέγεται Hey Love και θα είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος. Ένα ραβασάκι.

* Μεγάλου μήκους προφανώς και ονειρεύομαι να σκηνοθετήσω τα επόμενα χρόνια. Αλλά είναι ένα μονοπάτι στα όρια του αδύνατου για κάθε ανεξάρτητο κινηματογραφικό εγχείρημα στη χώρα μας. Ψυχραιμία, τόλμη, μεθοδικότητα και ό,τι καταφέρουμε. Ερμηνευτικά θα ήθελα να παίξω όπως αυτά που θέλω στο θέατρο. Το μόνο κριτήριο είναι να με αφορά το έργο και ο ρόλος.
* Έχω να δω ελληνική τηλεόραση πάνω από χρόνο. Παρακολουθώ -μέσω σοσιαλ μίντια- τι περίπου προβάλλεται. Αμέτρητες σειρές και ριάλιτι και τηλεπαιχνίδια. Και χαίρομαι γιατί δίνονται ευκαιρίες σε νεους ανθρώπους. Απλώς η αισθητική και η ουσία δυστυχώς δε με αφορά στην παρούσα στιγμή. Μακάρι αυτό να αλλάξει. Κι αν δεν αλλάξει δεν πειράζει. Θα καταλήξουμε η μισή Ελλάδα να είναι στην τηλεόραση και η άλλη μισή να μη βλέπει. Ωραίο κόμικ του Αρκά δηλαδή.
* Στην ερώτηση σου για το γράψιμο, τη συγγραφή και τον αθλητισμό αρχικά θ’ απαντούσα πώς τα συνδύασες αυτά; Πετυχημένος παραλληλισμός. Ιδρώτας του σώματος στο ένα και στο άλλο του μυαλού. Έχω μεγαλώσει σε συγγραφική φαμίλια οπότε πάμε πίσω σε εποχές σχηματισμού του υπερεγώ, εκεί στα πολύ παιδικά χρόνια. Αν είχα ένα χρόνο ζωής από κάποια θανάσιμη ασθένεια θα τα παρατούσα όλα και θα έγραφα όσα προλάβω.
* Γράφω θέατρο και ποίηση. Τα επόμενα χρόνια θα ήθελα να τολμήσω και την πειθαρχία που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα μυθιστόρημα. Αλλά δεν βιάζομαι. Η συγγραφή είναι το αντίστροφο του αθλητισμού. Όσο μεγαλώνεις αποκτά καλύτερη φυσική κατάσταση. Γιατί το βίωμα είναι η γυμναστική της. Αυτά. Μικρός έκανα κολύμβηση και έπαιζα οκτάρι στο ποδόσφαιρο. Έχω ένα χάλκινο στο πρόσθιο και μερικές καλές πάσες στη μπάλα. Η επιτομή του μέτριου.

* Το τι μ’ αρέσει στην Αθήνα θα σου τα ίδια που είπα στην Athens Voice πριν δυο μέρες γιατί ήταν πηγαία. Μου αρέσουν οι αμηχανίες των αγνώστων όταν τολμούν να γνωριστούν, οι γεύσεις από κάθε γωνία του κόσμου κι η μυρωδιά του γιασεμιού εκεί που δεν την περιμένεις. Και θα προτιμούσα την πόλη λιγότερες κόρνες αυτοκινήτων, λιγότερο πανικό να τα προλάβουμε όλα και λιγότερα στραβά μάτια σε όσα δυσκολευόμαστε να εμπλακούμε.
* Στο All4fun μου αρέσει το πείσμα και η ταπεινότητα με την οποία κατάφερε να εδραιωθεί στο θεατρικό τοπίο από το τίποτα και έχει φτάσει να θεωρείται, μέσα σε λίγα χρόνια, ως το ανεπιτήδευτο και δαιμόνιο διαδικτυακό Αθηνόραμα της νέας γενιάς…
& Αναλυτικές λεπτομέρειες για τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α ΕΔΩ:
&& Ο Νικόλας Ανδρουλάκης είναι ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης. Μέλος του στούντιο νέων συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου και δημιουργός της νεοσύστατης «καλλιτεχνικής συμμορίας» Ντουέντε. Τη φετινή σεζόν συνεργάζεται με τα θέατρα Bios, Tempus Verum – Εν Αθήναις, Θησείον και με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 7/10/2018