Όπως ο καλός τσαγκάρης χρησιμοποιεί τα εργαλεία του για να φτιάξει ένα παπούτσι, έτσι κι ο ηθοποιός χρησιμοποιεί τα δικά του εργαλεία για να φτιάξει ένα ρόλο. Oταν προσπαθεί να ζωντανέψει μια ιστορία, όταν η υπόδυση μοιάζει με την υπόδηση ή αλλιώς «η τέχνη του να φοράς τα παπούτσια κάποιου άλλου».
Έτσι αντιμετωπίζει την υποκριτική ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης και το πράττει, χρησιμοποιώντας εργαλεία που του αρέσουν να πράττει από παιδί, κάνοντας αστεία, τραγουδώντας, αλλά ξαφνιάζοντας τους φίλους του με σκανταλιές. Και η σκέψη της «τσαγκαρικής» τον γειώνει, προκειμένου να βλέπει τον εαυτό του περισσότερο ως τεχνίτη και λιγότερο ως καλλιτέχνη.
Μεγαλώνοντας στο Ηράκλειο πραγματοποίησε τις πρώτες του παραστάσεις ως μαθητής και σταδιακά άρχισε να συνειδητοποιεί πως θέλει να γίνει ηθοποιός. Αρχικά, όμως, πέρασε σε μια σχολή στο ΤΕΙ της πόλης του και το θέατρο πέρασε στην άκρη. Λίγα χρόνια μετά, η επιθυμία του ξύπνησε ξανά. Παραστάσεις στη θεατρική ομάδα του ΤΕΙ και εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο τελικά πέρασε και από το 2012, που έχει αποφοιτήσει συνεχίζει να εργάζεται αδιαλείπτως.
Καταφέρνει, μάλιστα, να πληρώνει και το νοίκι του ως ηθοποιός, κάτι πια που μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο. «Αντιμετωπίζω την κρίση με ευγνωμοσύνη. Όταν άρχισαν οι πρώτες οικονομικές δυσκολίες, όταν οι φίλοι μου έμειναν άνεργοι παρά τα πτυχία και τις δυνατότητές τους κι έφευγαν ένας-ένας στο εξωτερικό, σκέφτηκα «Αν είναι να πεινάσω, ας αφιερωθώ τουλάχιστον σε κάτι που αγαπώ να κάνω» κι επέλεξα το θέατρο. Ήταν τότε που κέρδισα την εκτίμηση και τη στήριξη των γονιών μου.», αναφέρει ο Νικόλας στο All4fun, καλώντας τους νεαρούς συναδέλφους του να μην υποκύπτουν στις πιέσεις των παραγωγών: «Πλην 3-4 φορέων κανείς δεν πληρώνει τις πρόβες. Μιλάμε για τη δίμηνη –τουλάχιστον- προετοιμασία μιας παράστασης, όπου ο ηθοποιός αφιερώνει πέντε ώρες τη μέρα, για έξι μέρες τη βδομάδα, συν τις επιπλέον ώρες που αφιερώνει στον προσωπικό του χρόνο. Και μένει απλήρωτος, υποκύπτοντας στου εκβιασμούς των παραγωγών που λένε «Άμα δε σ’ αρέσει φύγε, περιμένουν άλλοι 100 να πάρουν τη θέση σου». Αν αντιδρούσαμε σ’ αυτούς τους εκβιασμούς τα πράγματα θα ήταν αλλιώς…»
Τη δεδομένη χρονική στιγμή υποδύεται τον Τομ στο θέατρο Άλμα στο επίκαιρο «Γλυκό Πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς σε σκηνοθεσία Αναστασίας Ρεβή: «Περιγράφει την ιστορία ενός νέου που καταστρέφεται κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο, έχοντας ως αντίπαλο δέος έναν μεγάλο πολιτικό παράγοντα, εκφραστή μιας συντηρητικής κοινωνίας που προασπίζει τη βία και το ρατσισμό, μιλώντας για το λόγο του Θεού. Έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από τότε που γράφτηκε και παίχτηκε αυτό το έργο, και πλανάται ακόμα από πάνω μας το φάντασμα αυτού του “american dream”, ενώ ο θρησκευτικός λόγος που προωθεί το ρατσισμό και τη βία ηχεί στ’ αυτιά μας καθημερινά».
Σε αντίθεση με τους περισσότερους ηθοποιούς ο ίδιος δηλώνει περισσότερο φαν του κινηματογράφου από το θεάτρου και ήδη μετράει μια σημαντική συνεργασία στο σινεμά στη «Μικρή Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, όπου έπαιξε ξανά με τις συμμαθήτριες του στο Εθνικό Θέατρο Πηνελόπη Τσιλίκα και Σοφία Κόκκαλη. Συμμετείχε επίσης και στο «The Park” της Σοφίας Εξάρχου που βρίσκεται στο post-production και ανυπομονεί να δει το τελικό αποτέλεσμα.
* Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο Κρήτης, κι είχα την τύχη να είμαι σ’ ένα σχολείο με δραστήρια θεατρική ομάδα, με πολλές συμμετοχές και διακρίσεις σε μαθητικούς διαγωνισμούς. Εκεί έκανα τις πρώτες μου παραστάσεις και συνειδητοποίησα ότι αυτό θέλω να κάνω. Όταν τό ‘λεγα όμως στους δικούς μου, μου έλεγαν για τους σπουδαίους ηθοποιούς που πέθαναν στην ψάθα, κι ότι θα ήταν καλύτερα να βρω κάτι που θα μου εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή. Πέρασα σε μια σχολή στο ΤΕΙ Ηρακλείου, που μετά βίας παρακολουθούσα και προσπαθούσα να βρω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω, αφήνοντας το θέατρο στην άκρη. Λίγα χρόνια αργότερα, μια φίλη μπήκε σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που ανέβαζε την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, και παρακολουθώντας τις πρόβες τους ξύπνησε πάλι η παλιά μου επιθυμία. Κι όταν είδα λίγο καιρό αργότερα μια ανακοίνωση στη σχολή μου, ότι η θεατρική ομάδα ΤΕΙ Ηρακλείου καλεί όσους ενδιαφέρονται στην πρώτη συνάντηση του εκπαιδευτικού έτους, πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έμεινα εκεί για δυο γεμάτα χρόνια, γνώρισα και συνεργάστηκα και με άλλες φοιτητικές κι ερασιτεχνικές ομάδες, μέχρι που αποφάσισα με κάποιους φίλους να δώσουμε εξετάσεις σε δραματική. Πέρασα στη σχολή του Εθνικού θεάτρου, αποφοίτησα το 2012 κι έκτοτε δουλεύω ως ηθοποιός.
* Υποκριτική για μένα είναι το να προσπαθώ να ζωντανέψω μια ιστορία, ξεγελώντας το θεατή ότι αυτός που βλέπει στη σκηνή δεν είμαι εγώ αλλά κάποιος άλλος, ή ακόμα καλύτερα, ότι αυτός που βλέπει στη σκηνή είμαι πράγματι εγώ. Πιο πολύ απ’ τη λέξη “υποκριτική” μ’ αρέσει η «υπόδυση», που μοιάζει με την «υπόδηση». Υπόδυση/υπόδηση, ή αλλιώς «η τέχνη του να φοράς τα παπούτσια κάποιου άλλου». Η Μάγια Λυμπεροπούλου στο μάθημά της αναφερόταν συχνά στην υποκριτική ως «τσαγκαρική». Αυτή η σκέψη με γειώνει, με βοηθάει να βλέπω τον εαυτό μου περισσότερο ως τεχνίτη παρά ως καλλιτέχνη. Όπως ο καλός τσαγκάρης χρησιμοποιεί τα εργαλεία του για να φτιάξει ένα παπούτσι, έτσι κι ο ηθοποιός χρησιμοποιεί τα δικά του εργαλεία για να φτιάξει ένα ρόλο. Και τι ωραίο, που κάποια απ’ αυτά τα εργαλεία είναι πράγματα που μ αρέσει να κάνω από παιδί, να κάνω αστεία, να τραγουδάω, να ξαφνιάζω τους φίλους μου με σκανταλιές, να λέω ιστορίες, να παίζω.
* Αντιμετωπίζω την κρίση με ευγνωμοσύνη. Όταν άρχισαν οι πρώτες οικονομικές δυσκολίες, όταν οι φίλοι μου έμειναν άνεργοι παρά τα πτυχία και τις δυνατότητές τους κι έφευγαν ένας-ένας στο εξωτερικό, σκέφτηκα «Αν είναι να πεινάσω, ας αφιερωθώ τουλάχιστον σε κάτι που αγαπώ να κάνω» κι επέλεξα το θέατρο. Ήταν τότε που κέρδισα την εκτίμηση και τη στήριξη των γονιών μου. Μου φαίνεται σπουδαίο που αυτή τη στιγμή πληρώνω το νοίκι μου κάνοντας θέατρο, όταν τα ποσοστά ανεργίας και όσων ζουν κάτω απ’ το όριο της φτώχειας γύρω μας ουρλιάζουν. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίζουμε και την ευθύνη των ηθοποιών για την κρίση στη δουλειά μας. Δεν έχει περάσει ούτε μια δεκαετία από τις εξωφρενικές αμοιβές για συμμετοχές σε κακές τηλεοπτικές σειρές, για παραστάσεις και ταινίες που δε θυμάται πια κανείς. Κι ήταν πολλοί αυτοί που αναλώθηκαν σε όρους όπως «λάιφστάιλ» και «σταρ-σύστεμ», κι όσο δυσκόλευαν τα πράγματα, έκαναν ακόμα μεγαλύτερες εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και παραχωρήσεις σε εργασιακά δικαιώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας παραχώρησης είναι ότι αυτή τη στιγμή κανείς, πέραν 3-4 φορέων, δεν πληρώνει τις πρόβες του ηθοποιού. Μιλάμε για τη δίμηνη –τουλάχιστον- προετοιμασία μιας παράστασης, όπου ο ηθοποιός αφιερώνει πέντε ώρες τη μέρα, για έξι μέρες τη βδομάδα, συν τις επιπλέον ώρες που αφιερώνει στον προσωπικό του χρόνο. Και μένει απλήρωτος, υποκύπτοντας στου εκβιασμούς των παραγωγών που λένε «Άμα δε σ’ αρέσει φύγε, περιμένουν άλλοι 100 να πάρουν τη θέση σου». Αν αντιδρούσαμε σ’ αυτούς τους εκβιασμούς τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
* Είναι πολλοί οι άνθρωποι, μεταξύ αυτών και καλλιτέχνες, που προσπαθούν να επιστήσουν την προσοχή μας στους παράγοντες που συντέλεσαν στο να φτάσουμε στην τωρινή κατάσταση. Αλλά εξίσου σημαντικό με το στόμα που τα λέει είναι να υπάρχει και αυτί για να τ’ ακούει. Κάποιοι λένε ότι δεν είναι αρμοδιότητα της τέχνης να δίνει απαντήσεις, αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί. Απάντηση μπορεί να δώσει κι ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο, το θέμα είναι κατά πόσο θα σταθείς να το δεις ή θα το προσπεράσεις.
* Η συνεργασία μου στο “Γλυκό πουλί της νιότης” προέκυψε όταν ο Όμηρος Πουλάκης, με τον οποίο έχω δουλέψει στο παρελθόν και θεωρώ πολύ καλό φίλο και συνάδελφο, με πρότεινε στη σκηνοθέτρια Αναστασία Ρεβή για το ρόλο του Τομ Φίνλεϋ. Από ‘κει και πέρα πρώτο λόγο είχαν η Αναστασία Ρεβή και η εξαιρετική Κατερίνα Μαραγκού, που όταν με γνώρισαν τους άρεσα και με πήραν. Το έργο είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο. Περιγράφει την ιστορία ενός νέου που καταστρέφεται κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο, έχοντας ως αντίπαλο δέος έναν μεγάλο πολιτικό παράγοντα, εκφραστή μιας συντηρητικής κοινωνίας που προασπίζει τη βία και το ρατσισμό, μιλώντας για το λόγο του θεού. Τα σχόλια των θεατών είναι κατά κύριο λόγο θετικά, είναι άλλωστε μια ωραία ιστορία, δοσμένη σε μια ατμόσφαιρα χτισμένη από εικόνες και μουσικές της Αμερικής της δεκαετίας του ’50. Τα αρνητικά σχόλια περιορίζονται στο ότι αυτή η ιστορία είναι τόσο οικεία που κάποιοι νιώθουν ότι δεν τους αφορά, κάτι όμως που μου φαίνεται τρομακτικά ενδιαφέρον. Έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από τότε που γράφτηκε και παίχτηκε αυτό το έργο, και πλανάται ακόμα από πάνω μας το φάντασμα αυτού του “american dream”, ενώ ο θρησκευτικός λόγος που προωθεί το ρατσισμό και τη βία ηχεί στ’ αυτιά μας καθημερινά.
* Ο ρόλος του Τομ έχει για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί στην πρώτη ανάγνωση του έργου βλέπει κανείς ένα κακομαθημένο παιδί που κάνει απλώς ό,τι του επιβάλλει ο πατέρας του. Αν ήθελα να αποτυπώσω αυτή την εικόνα θα έβγαινε ένας ασπρόμαυρος χαρακτήρας χωρίς σκηνικό ενδιαφέρον. Προσπάθησα να ανακαλύψω μια διαδρομή ενηλικίωσης του ρόλου μέσα στο έργο, που να δικαιολογεί αυτά που λέει και κάνει τόσο στις αφελείς όσο και στις επικίνδυνες στιγμές του. Παρά τη δημιουργική ελευθερία που μου έδωσε η σκηνοθέτρια, και τη σαφή περιγραφή του κόσμου στον οποίο ζει αυτός ο χαρακτήρας, παρά την καλή συνεργασία με τους υπόλοιπους συναδέλφους του θιάσου, δε θεωρώ ότι έχω ξεδιπλώσει πλήρως αυτή τη διαδρομή, αλλά κάθε παράσταση είναι για μένα μια σπουδή, που πάει αυτόν τον χαρακτήρα ένα βήμα παραπέρα.
* Εκτός απ’ το “Γλυκό πουλί της νιότης” είμαι και σε μια υπέροχη παιδική παράσταση, στον “Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες” που παίζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σκηνοθεσία της Τατιάνας Λύγαρη και διασκευή του Γιώργου Γαλίτη. Η παράσταση αυτή παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά, εγώ φέτος αντικαθιστώ τον πολύ καλό Γιάννη Διαμαντή, κι είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι σε μια ομάδα τόσο ταλαντούχων συναδέλφων. Για την παράσταση νιώθω πως δε χρειάζεται να μιλήσω εγώ, είναι ήδη sold-out σχεδόν κάθε μέρα, κι υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται δεύτερη και τρίτη φορά για να τη δουν.
* Δε μου λείπουν τα χρόνια φοίτησής μου στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι ας είχα εξαιρετικούς καθηγητές, στο μάθημα των οποίων θα ανατρέχω πάντα. Κι ας ήταν εκεί που άρχισα να διαμορφώνομαι πιο ουσιαστικά ως ηθοποιός. Αυτό που μου λείπει είναι οι συμμαθητές μου. Είχα την τύχη να είμαι με παιδιά που αυτή τη στιγμή είναι απ’ τα πιο ταλαντούχα της γενιάς μου. Θεωρώ ότι έγινα καλύτερος δουλεύοντας μαζί τους κι ήταν δίπλα τους που έμαθα ότι μπορεί να μην έχουμε μεγάλους δασκάλους όπως ο Κουν ή μεγάλους πρωταγωνιστές όπως η Λαμπέτη κι ο Χορν για να παραδειγματιστούμε, αλλά έχουμε ο ένας τον άλλον.
* Τα χρόνια που δεν έκανα θέατρο μου άρεσε να γράφω μικρές ιστορίες, είχα πάντα μαζί μου κάποιο τετράδιο για να μουτζουρώνω σκέψεις και σκίτσα, αλλά νομίζω ήταν κι η εποχή τέτοια. Εγώ και οι περισσότεροι φίλοι μου διατηρούσαμε blogs στα οποία γράφαμε και παρακολουθούσαμε τακτικά. Με τη σκηνοθεσία δεν έχω ασχοληθεί, το πιο κοντινό που έχω κάνει είναι να βοηθήσω κάποιους φίλους μου σε εισαγωγικές εξετάσεις για δραματικές σχολές. Όλοι οι ηθοποιοί νομίζω θεωρούν τους εαυτούς τους εν δυνάμει σκηνοθέτες. Τα πράγματα φαίνονται πιο εύκολα απ’ έξω, κι εκεί έγκειται και το ότι δε μας αρέσουν πολλές παραστάσεις. Είναι η λογική που λέει «εγώ αυτό θα το έκανα αλλιώς». Υπάρχουν πολλοί κακοί ηθοποιοί που αυτοανακηρύχθηκαν σκηνοθέτες με μόνο «ταλέντο» τη διαταραγμένη τους προσωπικότητα και τις χειριστικές συμπεριφορές που πηγάζουν από αυτήν. Είναι μεγάλη πληγή για την τέχνη μας η απουσία μιας σχολής σκηνοθεσίας στην Ελλάδα, την ώρα που λειτουργούν τόσες δραματικές σχολές. Κι είναι άδικο, ενώ απ’ τους ηθοποιούς συνήθως ζητείται αποδεικτικό σπουδών, να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι σκηνοθέτες που έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία.
* Αγαπώ τον κινηματογράφο, ως θεατής περισσότερο απ’ το θέατρο, αλλά και ως ηθοποιός, γιατί μου φαίνεται πιο προστατευμένο περιβάλλον δουλειάς, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Επάνω στη σκηνή είσαι απόλυτα εκτεθειμένος στο θεατή, στον κινηματογράφο όμως έχεις τη δυνατότητα να ξανατραβήξεις ένα πλάνο αν κάτι πάει στραβά κι έχεις ακόμη μια ομάδα ανθρώπων δίπλα σου, που μπορούν ακόμα και μια μέτρια ερμηνεία να την παρουσιάσουν ως αριστούργημα. Μέχρι στιγμής έχω συμμετάσχει σε κάποιες ταινίες μικρού μήκους, κυρίως σπουδαστικές, κι έχω κάνει ένα πέρασμα στις μεγάλου μήκους «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη και στο “The Park” της Σοφίας Εξάρχου που βρίσκεται στο post-production. Θα ήθελα να έχω συμμετάσχει σε περισσότερες αλλά δε νιώθω σε καμία περίπτωση αδικημένος. Περιμένω απλώς την επόμενη ευκαιρία.
* Την τηλεόραση την αντιμετωπίζω με μεγάλη επιφύλαξη. Είναι πολύ λίγες οι τηλεοπτικές σειρές που μου έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον, ακόμα και στα χρόνια πριν την κρίση, και μ’ ενοχλεί το γεγονός ότι πληρώνονται -αν πληρωθούν ποτέ- από τις διαφημίσεις. Για μένα, μια δουλειά που συνδέεται με την προβολή και προώθηση οποιουδήποτε προϊόντος χάνει αυτόματα κάθε καλλιτεχνική αξίωση. Απ’ την άλλη δεν παραβλέπω το κομμάτι του βιοπορισμού, και το ότι εξακολουθεί ως μέσο να μπαίνει σχεδόν σε κάθε σπίτι, γι’ αυτό και εξακολουθώ να είμαι ανοιχτός σε ενδεχόμενη τηλεοπτική συνεργασία.
* Δεν υπάρχει δουλειά που έχω κάνει στο θέατρο για την οποία να μην είμαι περήφανος. Υπάρχει όμως μια συνεργασία που ξεχωρίζω, κι αυτή ήταν ο “Άμλετ” σε σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη, που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2014 στο θέατρο Πορεία. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με σκηνοθέτη που είχε ξεκάθαρο όραμα για την παράστασή του, και που για να ανταποκριθώ σ’ αυτό έπρεπε να υπερβώ ό,τι νόμιζα ότι ήξερα για τις αντοχές μου. Είχα τη βοήθεια όλης της ομάδας σ’ αυτό, της “Ορχήστρας των μικρών πραγμάτων” κι η παράσταση αυτή θα με ακολουθεί ως παράδειγμα και ως παρηγοριά. Δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω μετά το «Γλυκό πουλί της νιότης» και το «Γύρο του κόσμου», έτσι είναι και η δουλειά μας άλλωστε, να μην είμαστε ποτέ σίγουροι για το μετά. Αυτό που θα ήθελα προσωπικά είναι να καταφέρουμε να ανεβάσουμε ξανά την «Τελευταία μαύρη γάτα» του Ευγένιου Τριβιζά, που παίχτηκε πέρσι στο θέατρο Χορν και παρ’ ότι αγαπήθηκε πολύ απ’ τον κόσμο –και θέλω να ευχαριστήσω το All4fun για την υποστήριξη και το βραβείο ως καλύτερη παιδική παράσταση της περασμένης χρονιάς- δεν νιώθουμε ότι είχε την απήχηση που της άξιζε, ούτε ότι ολοκλήρωσε τη διαδρομή της.
* Αυτό που μου αρέσει στην Αθήνα είναι ότι εκθέτει ξεδιάντροπα και τις ομορφιές και τις ασχήμιες της. Κατεβαίνεις την Πανεπιστημίου απ’ το Σύνταγμα στην Ομόνοια και βλέπεις τα πάντα. Απ’ τις ακριβές βιτρίνες, τα θέατρα, τα μεγαλεπήβολα νεοκλασικά, και τα κάθε λογής μαγαζιά, στα εγκαταλελειμμένα καταστήματα και γραφεία, στις κακοτεχνίες των δημοσίων έργων, τα ερείπια παλιών κτισμάτων, τα πάρκα που έχουν γίνει καταφύγιο των εγκαταλελειμμένων ανθρώπων. Αυτό που δε μου αρέσει είναι τα βλέμματα όσων θεωρούν τον εαυτό τους Αθηναίο, που λένε «Τι θες εσύ εδώ, ξένε». Απ’ το απαξιωτικό βλέμμα του γιάπη, που η αμφίεσή του κοστίζει πιο πολύ απ’ το ετήσιο εισόδημά σου, μέχρι το επιθετικό βλέμμα της γιαγιάς που είναι έτοιμη να σου χυμήξει αν τολμήσεις να της πεις «καλημέρα».
* Το All4fun μ’ αρέσει γιατί είναι ένα site που στηρίζει και προβάλλει νέους καλλιτέχνες και παραστάσεις, με αγάπη και σεβασμό στη δουλειά τους, χωρίς συμφέροντα, οικονομικά ή άλλου είδους. Γι’ αυτό κερδίζει όλο και περισσότερο την εκτίμηση, τόσο των καλλιτεχνών αλλά και του κοινού.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 9/12/2015