Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώον σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και ζώο που ανήκει στα θηλαστικά σύμφωνα με την επιστήμη της Βιολογίας. Ξεκίνησε την μεγάλη του ιστορία σαν μέλος μιας αγέλης και έφτασε χιλιάδες χρόνια μετά να ορίζει την μοίρα του μέσα από τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που του προσδίδουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας και κυριαρχίας απέναντι στη φύση και τους ανθρώπους.Ο εκπολιτισμός του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απλά τις έθεσε εν υπνώσει. Αυτές ήταν πάντα παρούσες. Έτοιμες να ξεχυθούν ανά πάσα στιγμή και να τα κατακάψουν όλα.
Βέβαια αυτό εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως η ιστορική διαδρομή μίας ομάδας ανθρώπων με κοινή μοίρα και προορισμό, οι θρησκευτικές δοξασίες, οι αλληλεπιδράσεις με άλλες ομάδες ανθρώπων. Οι Άγγελοι και οι Δαίμονες είναι πάντα παρόντες και έτοιμοι να υποκαταστήσουν τη λογική και την κουλτούρα της συνύπαρξης με ενστικτώδεις κινήσεις που κατατείνουν να ”υποβιβάσουν” τον άνθρωπο στο πρότερο παρελθόν του.Σε αυτή τη διαδρομή προσπαθεί ν΄αντισταθεί, να προβάλλει το ”ηθικό” του εκτόπισμα απέναντι στην επιθυμία και τη δίψα για επιβίωση. Ωστόσο αυτό δεν είναι εύκολο. Η τιτανομαχία ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη είναι σφοδρή. Η μάχη είναι σκληρή και αδυσώπητη. Ο άνθρωπος στέκεται ουσιαστικά απέναντι στον εαυτό του και προσπαθεί να τον καθυποτάξει. Βαδίζει προς τον εκπλήρωση της μοίρας του όρθιος και με πλήρη συναίσθηση του προορισμού του.
Το Curing Rooum είναι μία από τις παραστάσεις εκείνες, οι οποίες σου στοιχειώνουν το νου και την ψυχή και τα περιθώρια αισιοδοξίας που αφήνει δεν είναι πολλά. Ωστόσο βλέποντας τέτοια έργα συνειδητοποιείς την φθαρτότητα, την τραγικότητα και εν τέλει την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία χτυπάνε σαν καμπανάκι στο μυαλό και στην καρδιά μας και μας βοηθάνε να γίνουμε πιο ώριμοι, πιο σοφοί και να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα και τα όρια της ζωής μας. Με λίγα λόγια μας βοηθάνε να συνειδητοποιήσουμε ότι σ΄αυτή τη ζωή δεν έχει τόση σημασία το Εγώ αλλά το Εμείς. Δεν ζούμε για ν΄ απολαμβάνουμε υλικά αγαθά, αλλά για να μοιραζόμαστε συναισθήματα, όμορφες στιγμές, θύμησες, παραστάσεις και εμπειρίες μεστές και καθαγιασμένες.
Η συγκλονιστική παράσταση του Δημήτρη Καρατζιά είναι μια γροθιά στο στομάχι για τον κάθε ευπρεπή μικροαστό ή μεγαλοαστό πολίτη του Δυτικού, προτεσταντικού κυρίως πολιτισμού, που εφησυχασμένος όντας βιώνει το αρχετυπικό σχήμα περί ”καλών” και ”κακών” με το οποίο στηρίχτηκε το αφήγημα της ζωής του.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί, υπάρχουν άνθρωποι που ανάλογα τα βιώματα, τις συνθήκες και τις συγκυρίες μπορεί να μετατρέπουν σε Άγγελοι του φωτός ή του σκότους χωρίς να παραγνωρίζουμε την όποια γενετική προδιάθεση.
Η ιστορία των επτά νεαρών ανδρών που φυλακισμένοι στο κελάρι του μοναστηριού βιώνουν ουσιαστικά την καταδίκη τους σε θάνατο, είναι εξόχως συγκινητική και καθηλωτική. Την σπαραχτική τους πορεία προς το θάνατο μπορεί να την ερμηνεύσουμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.Μπορούμε να τη δούμε σαν ένα πρελούδιο αποκαθήλωσης του Δυτικού ιδιαίτερα πολιτισμού, σαν ένα πείραμα πάνω στην αντοχή του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στην κτηνωδία και στην βαρβαρότητα (κάτι που σαφώς περιγράφεται στην παράσταση), ακόμα και σαν μία δοκιμασία κοινωνικού αυτοματισμού που η μία κοινωνική ομάδα δηλαδή στρέφεται απέναντι στην άλλη.
Όπως και να έχει η πορεία αυτή δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού.Η κλιμάκωση είναι τρομαχτική. Αν εξαιρέσεις τον από την αρχή ”ονειροπαρμένο” και σαλεμένο στρατιώτη (Παναγιώτης Μπρατάκος) όλοι οι άλλοι ξαφνικά συνειδητοποιούν το βάρος της ύπαρξης και των ενστίκτων που αυτή γεννά.Η βαθμιαία μεταστροφή τους από λογικά, μετρημένα και στέρεα ηθικής και κοινωνικών κανόνων ανθρώπινα όντα σε πεινασμένα για επιβίωση πλάσματα είναι συγκλονιστική.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς έχει μπει στο μυαλό και στην ψυχή των παιδιών και πραγματικά ζωγράφισε μέσα τους. Και αυτοί ζωγράφισαν πάνω στην σκηνή. Κατάφερε κάτι πολύ δύσκολο. Κατάφερε να μας πείσει ότι γυρίσαμε πίσω στο χρόνο και βλέπουμε επτά πραγματικούς άνδρες το μακρινό 1944. Ο ένας πραγματικά είναι καλύτερος από τον άλλο.
Ο Στέλιος Ψαρουδάκης υποδύεται το νεαρό λοχαγό που εκφράζει τη φωνή της λογικής και της ηθικής. Μέχρι το τέλος μένει σταθερός στη στάση του αυτή. Είναι στιβαρός, ήρεμος και πορεύεται με θάρρος και συγκαταβατικότητα προς το τέλος. Ξέρει από την αρχή τι θα συμβεί και προσπαθεί να το επιβραδύνει θέλοντας να κερδίσει λίγη ζωή παραπάνω για όλους.
Ο Στέλιος Καλαϊτζής εκφράζει τον δυνατό, τον μάγκα που ακόμα και σ΄ αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες θέλει να επιβάλλει τη θέλησή του, στην προσπάθειά του βέβαια και να επιβιώσει.
Ο Θανάσης Πατριαρχέας, ο υπολοχαγός της παρέας, είναι νομίζω η συνέχεια του λοχαγού. Θέλει και αυτός να πορευθούν στο θάνατο με μία στοιχειώδη ”συνεννόηση” μετατρέποντας ουσιαστικά την ατομική συνειδητότητα της ζωής σε μία συλλογική συνειδητότητα θανάτου. Ζήσανε χωριστά αλλά τώρα θα φύγουν όλοι μαζί. Είναι συγκλονιστικός καθώς η ένταση ξεχειλίζει από κάθε σημείο του κορμιού του. Πραγματικά μας καθηλώνει με την ερμηνεία του.
Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης είναι ηθοποιός μεγάλων αξιώσεων και ιδιαίτερων αποστολών και μας υπέβαλλε σε μία βασανιστική πορεία θανάτου από την οποία ξεχείλιζε το μεγάλο ταλέντο του. Υποδυόταν τον μάλλον νομοταγή στρατιώτη που στο τέλος και αυτός υπέκυψε από τα τραύματα της προθανάτιας αγωνίας.
Ο Μάνος Κανναβός υποδύθηκε τον μάλλον ντροπαλό και μαζεμένο στρατιώτη που και αυτός οδηγήθηκε στο σταδιακό ξεγύμνωμα της ψυχής. Ήταν πολύ καλός με ιδιαίτερα ξεσπάσματα και δυνατές συναισθηματικές κορυφώσεις.
Ο Νίκος Γκέλια στο ρόλο του ”ψευτοανθυπολοχαγού” ήταν πολύ ήρεμος και χαμηλών τόνων. Νόμιζες ότι ήταν ο κομιστής του μηνύματος του θανάτου στους άλλους. Έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, μέσα από το θέατρο και το σινεμά.
Τέλος ο Παναγιώτης Μπρατάκος επιβεβαίωσε τς ικανότητες του. Ξεκίνησε από την κωμωδία αλλά εξελίσσεται σε έναν πολύ καλό δραματικό ηθοποιό που ξέρει να μας υποβάλλει σε ένα ψυχοσωματικό κάματο, σε μια σημαντική εμπειρία μυαλού και καρδιάς.Παίζει τον φαινομενικά αθώο στρατιώτη που όμως καταλαβαίνει και αισθάνεται πολύ περισσότερα απ΄όσα νομίζουμε.
Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη ήταν όπως πάντα αποκαλυπτική των προθέσεων και των συναισθημάτων των ηρώων.
Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα εξαιρετικοί, συντελούσαν αποφασιστικά στην εξέλιξη της παράστασης και βοηθούσαν πολύ στο συναισθηματικό ξεγύμνωμα των ηρώων.
Ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Λυντζέρη ήταν απόλυτα σχεδόν ταιριαστός με την ψυχοσύνθεση των ηρώων, την εξέλιξη της ιστορίας και τις συνθήκες που έζησαν αυτοί οι άνδρες τις τελευταίες μέρες της ζωής τους.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς μας χάρισε μία πολύ μεγάλη παράσταση, ένα μάθημα ζωής, παίρνοντας το καλύτερο από τους ηθοποιούς του.
Σπουδαίες παραστάσεις που δίνουν ποιότητα και αξία στη ζωή μας…
Του Θοδωρή Προπατορίδη, 27/3/2017