19.7 C
Athens
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου, 2025

Το τρένο υπέστη βλάβη (3ο μέρος)

Χειμώνας. Εσύ ακόμα εδώ, κουλουριασμένη μέσα στη μάλλινη κουβέρτα. Η ψυχή ζεστάθηκε λίγο, έτσι όπως ζεσταίνονται τα κατεψυγμένα φαγητά. Χαμογελάς συγκαταβατικά και κλείνεις την κουρτίνα. Ώρα για ύπνο.

Το ξέρω, μερικά τρένα μένουν κολλημένα εκεί. Δεν πάνε ούτε μπρος ούτε πίσω. Μένουν αραγμένα και περιμένουν. Μόνο για λίγο σε ταξιδεύουν και ξαφνικά σε αφήνουν στα μισά. Το ξέρω, αυτό το τρένο δεν πήγε πουθενά.

Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Περίμενα αρκετά. Κανείς δεν βοήθησε, κανείς. Οι άνθρωποι ήταν απασχολημένοι στις γιορτές και οι Θεοί, αποδείχθηκαν θνητοί. Ίσως αυτός ο επίλογος να είναι η τελευταία ευχή. Ίσως να είναι μόνο η αρχή. Ακόμα περιμένω, αν και είναι ώρα να φεύγω.

Φεύγω φεύγω. Πάλι φεύγω. Το σπίτι είναι μικρό και το μυαλό μου πάντα δραπετεύει. Φεύγω, άσε με. Τελευταία φορά. Δεν θα πάω μακριά. Το τρένο είναι εκεί και με περιμένει. Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν τα χρόνια και το τρένο δεν πήγε πουθενά. Είναι εκεί και με περιμένει. Σήμερα το ξέρω θα φύγω, θα φύγω πραγματικά. Δεν είναι όνειρο αυτό, ούτε ευχή, είναι αλήθεια.

Βάζω κασκόλ και τρέχω στο σταθμό. Το τρένο είναι ακόμα εδώ. Απολιθωμένο. Οι πόρτες σκουριασμένες, σκούζουν τα σκουριασμένα σίδερα και τα τζάμια θολά από υγρασία και μούχλα. Εδώ μόνο τα φυτά μεγαλώνουν. Πράσινα, γλιστερά, σχεδόν γλοιώδη έχουν καλύψει το πίσω μέρος του τρένου, το έχουν καταπιεί και αυτό πασχίζει για να βγει από το μεγάλο στόμα. Μέχρι και κλαδιά έχουν φυτρώσει και σχίζουν τις άλλοτε καθαρές και φρεσκοκολλημένες ταπετσαρίες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν έχει μείνει. Ίσως γι’ αυτό με γοητεύει τόσο πολύ. Τόσο τρομακτικό. Σχεδόν απάνθρωπο. Γεμάτο φόβο και σκληρότητα. Παρατημένο. Σαν μια νεκρή πόλη που συντηρείται μόνο από ζητιάνους και ποιητές. Οι μεν παραιτημένοι και άπραγοι, οι δε ονειροπόλοι, μα φοβισμένοι. Ακινησία.

Κι όμως, ακούω ψιθύρους. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ζωή σε αυτό το άρρωστο μέρος; Καταφέρνω με πολύ πίεση να σύρω μία πόρτα. Μπαίνω μέσα και στο βάθος του διαδρόμου τρεμοπαίζει ένα γνώριμο ζεστό φως, από αυτά που άναβαν κάποτε οι γιαγιάδες για να τιμήσουν τους νεκρούς. Δεν θέλω να προχωρήσω άλλο. Μ’ αρέσει εδώ. Θέλω να κάτσω εδώ για λίγο. Να ζεσταθώ. Να θυμηθώ τους δικούς μου νεκρούς και να τους τιμήσω. Εκείνες τις μυρωδιές από καλοκαίρια, που μύριζαν παραγινωμένο σύκο και τους χειμώνες, που μόνο το καμένο ξύλο στο τζάκι έβγαζε παραπονεμένους ήχους και όλοι εμείς γλεντούσαμε σε γιορτές με ατσαλένια ποτήρια στα χέρια και τα τσουγκρίζαμε ξανά και ξανά με όλο μας το πάθος και αυτά ποτέ δεν σπάγανε. Τώρα πια στα σπίτια δεν τσουγκρίζουμε. Όχι γιατί σπάσαν τα ποτήρια, μα γιατί δεν διψάμε άλλο. Έχω πολλούς νεκρούς να τιμήσω από εκείνα τα μεγάλα σπίτια, μα δεν τους θυμάμαι πια. Θυμάμαι μόνο τα μεγάλα σπίτια.

-Είναι κανείς εδώ;

Μα από πού έρχεται αυτός ο ψίθυρος; Προχωράω κι άλλο και ξαφνικά ένα μικρό κοριτσάκι εμφανίζεται. Φοράει ένα γαλάζιο φόρεμα και κλαίει. Με κοιτάει, αλλά δεν αντιδρά. Στέκεται και με κοιτά. Πάω κοντά της να την παρηγορήσω, αλλά δεν ξέρω πώς. Την κοιτάζω, αλλά δεν ξέρω πώς παρηγορούνε τα παιδιά. Φορά ένα ροζ σκουφάκι που της κρύβει τα αυτιά. Δεν ξέρω πώς παρηγορούνε τα παιδιά.

– Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Μόνο κοίτα με. Και όταν κουραστείς και θες να κοιτάξεις αλλού, κράτα με. Για να μην χαθούμε.

-Είναι κι άλλοι εδώ;

-Είναι πολλά παιδιά εδώ. Ήρθαμε να πάρουμε τα αρκουδάκια μας. Δεν ταξίδεψαν τελικά.

-Μα εγώ δεν βλέπω πουθενά παιδιά.

Το κοριτσάκι με κοιτάει, μα δεν μιλάει. Μόνο κλαίει, και με κοιτά. Το κοριτσάκι είναι μόνο του εκεί, γι’ αυτό κλαίει. Δεν υπάρχουνε παιδιά, γι’ αυτό κλαίει. Την παίρνω αγκαλιά και κατεβαίνω κάτι μεγάλα σκαλιά. Ψάχνω να βρω το αρκουδάκι, κάτω από τις σκισμένες θέσεις και τα σπασμένα τραπεζάκια. Πίσω από τις σκουριασμένες πόρτες και μέσα στα αδειανά ντουλάπια. Δεν είναι πουθενά. Το ξέρω, δεν έψαξα καλά, αλλά πού να το βρω, δεν έχω χρόνο. Εγώ ήρθα για να φύγω, όχι για να μείνω. Πρέπει να ψάξω κι άλλο, αλλά που; Εδώ όλα έχουν διαλυθεί. Τι μπορείς να βρεις;

-Τι ψάχνεις κοπελιά;

O κύριος με τις κλωστές. Είναι όμορφος και χτενισμένος. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο και τα μάτια του δεν είναι πια υγρά. Μα πώς; Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι αυτός είναι ακόμα ίδιος. Δεν είναι μόνος. Κρατάει ένα αγόρι από το χέρι. Του μοιάζει πολύ. Το ίδιο θλιμμένο βλέμμα και το ίδιο λευκό χαμόγελο. Αραιά δόντια διάσπαρτα και μέσα κρύβονται τα δυο αδέσποτα σκυλιά και τα δυο μικρά πουλιά.

-Δεν είναι κλωστές. Είναι μαλλιά για κεφάλια παιδικά.

Το κοριτσάκι χαμογελά και τρέχει να τον πάρει αγκαλιά. Βγάζει το ροζ σκουφάκι και το κοριτσάκι δεν έχει μαλλιά. Κάποιος του πήρε τα μαλλιά. Μα ποιος μπορεί να φερθεί τόσο σκληρά; Ποιος μπορεί να φερθεί έτσι σε ένα κοριτσάκι με γαλάζιο φόρεμα;

-Μα πώς; Το κοριτσάκι δεν έχει μαλλιά; Γι’ αυτό κλαίει σιωπηλά;

-Θυμάσαι κοπελιά; Μου έφερες κλωστές. Μαλλιά από κεφάλια παιδικά.

-Όχι, όχι! Δεν της πήρα τα μαλλιά. Δεν φταίω εγώ. Ήθελα να φύγω με το τρένο.

– Δεν είναι μόνο τα μαλλιά.

-Τι άλλο;

– Της πήρες και τα μάτια. Το κοριτσάκι είναι τυφλό.

Με κοιτάζει με ηρεμία, όπως τότε. Δεν μου θυμώνει, όπως τότε. Κοιτάει με συμπόνια και κατανόηση.

-Όχι, όχι δεν το έκανα εγώ! Δε φταίω. Εγώ ήθελα να φύγω με το τρένο.

Το κοριτσάκι μου χαμογελά. Ούτε αυτή δείχνει θυμωμένη. Φαίνεται να με αγαπά και να με καταλαβαίνει. Έρχεται πιο κοντά και με κοιτά. Μόνο με κοιτά, όπως πριν. Μα εγώ δεν ξέρω να μιλάω με παιδιά. Τι να της πω;

– Δεν χρειάζεται να πεις κάτι. Μόνο κοίτα με. Και όταν κουραστείς και θες να κοιτάξεις αλλού, κράτα με. Για να μην χαθούμε.

Το κοριτσάκι τρέχει με όλη του την δύναμη, σχεδόν χορεύει, σχεδόν πετά. Με απίστευτη ευκολία ανοίγει την πόρτα του θαλάμου και κάθεται στην θέση του οδηγού. Φυσικά το τρένο δεν μπορεί να κινηθεί. Έχει υποστεί βαριά βλάβη, αλλά το κοριτσάκι φέρεται σαν να μην το βλέπει. Το κοριτσάκι δεν μπορεί να το δει. Το κοριτσάκι είναι τυφλό. Δεν βλέπει την σκουριά. Ούτε τα λιωμένα σίδερα. Δεν βλέπει το σκισμένο κάθισμα, ούτε τα σπασμένα τζάμια.

Παίζει. Κάνει ότι είναι η οδηγός και με τα μάτια της βλέπει ό,τι θέλει. Πατάει την κόρνα και γελάει. Κοιτάει έξω και γελάει. Οι εικόνα είναι συνεχώς η ίδια, αλλά αυτή την βλέπει συνέχεια αλλιώς.

Κι όμως παρασύρομαι κι εγώ. Βλέπω ό,τι βλέπει. Γελάω! Βλέπω τα καταπράσινα λιβάδια και είναι μέρα. Έχει ήλιο και μυρίζει σύκο. Περνάμε από το πανηγύρι και είναι πάλι όλοι εκεί. Όπως τότε, αλλά τώρα είναι αλλιώς. Οι άνθρωποι είναι όλοι ίσοι, ούτε μεγάλοι, ούτε μικροί. Τα ρούχα τους είναι καθαρά. Χορεύουν μες στο πράσινο της γης και γελάνε. Είναι τόσο ωραίο να τους βλέπεις να γελούν. Και είναι μαζί τους πολλά παιδιά. Τα κρατάνε από το χέρι και τραγουδούν. Επιτέλους φεύγουμε, όπως φεύγουν οι χαρούμενοι και οι ερωτευμένοι. Φεύγουμε.

ΤΕΛΟΣ

 Καλλιόπη Μανδρέκα, 18/11/2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα