11.4 C
Athens
Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου, 2025

Φίλιππος Σοφιανός: «Το θέατρο οφείλει να ψυχαγωγεί δηλαδή να παίρνει την ψυχή σου και να την ταξιδεύει»

Ο Φίλιππος Σοφιανός με αφορμή την τελευταία του σκηνοθεσία στο «Φιάκα» που ανέβασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας μιλάει στο All4fun για τη θεατρική του πορεία, τα αγαπημένα του θεατρικά είδη και αναλύει τη θεατρική πραγματικότητα όπως την έζησε σε Ελλάδα και Κύπρο στην οποία δούλεψε και δίδαξε για αρκετά χρόνια. 

Έχετε συμμετάσχει σε αρκετές παραστάσεις δημοτικών-περιφερειακών θεάτρων, ενώ διαθέτετε και πλούσια εμπειρία στις θεατρικές σκηνές της πρωτεύουσας. Ποιες είναι οι κυριότερες διαφοροποιήσεις στα θεατρικά δεδομένα και δρώμενα μεταξύ Αθήνας και επαρχιακών πόλεων;

Η Αθήνα έχει ένα τεράστιο κοινό, το οποίο είναι αχαρτογράφητο, είναι μία πόλη των τεσσάρων εκατομμυρίων-πέντε πόσοι έχουμε γίνει εδώ, υπάρχει πληθώρα θεατών. Τα περιφερειακά θέατρα, απ’ την άλλη μεριά, έχουν και περιορισμένο αριθμό θεατών, δηλαδή το κοινό που πάει ας πούμε στο θέατρο είναι κάποιες χιλιάδες: πέντε χιλιάδες εισιτήρια, δέκα χιλιάδες εισιτήρια να κάνει μία πόλη; Είναι πολύ σουξέ. Στην Αθήνα πρέπει να κάνεις πάνω από πενήντα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες εισιτήρια για να θεωρείσαι ότι κάνεις επιτυχία.

Το θέμα είναι ότι τα περιφερειακά θέατρα είναι κρατικοδίαιτα και οι άνθρωποι που τα διοικούν δε νοιάζονται για το εισιτήριο, δεν τους ενδιαφέρει το εισιτήριο και πάει ο καθένας και βγάζει τα απωθημένα του. Δηλαδή, ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή. Ανεβαίνουν παραστάσεις στα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, χωρίς να υπάρχει η ιερή αγωνία του εισιτηρίου που είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να προχωρήσει το θέατρο παρακάτω. Δηλαδή εδώ, στο εμπορικό θέατρο που λέμε, αν δεν είσαι καλός του χρόνου δε θα έχεις δουλειά. Σε ένα δημοτικό θέατρο, σε ένα εθνικό θέατρο, είσαι δεν είσαι καλός του χρόνου θα είσαι πάλι εκεί, δε σε νοιάζει τίποτα, αυτή είναι η διαφορά.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας θεατρικό είδος και πώς προέκυψε η επιλογή του θεάτρου του παραλόγου στα πλαίσια της διδακτικής σας δραστηριότητας;

Αγαπημένο είδος θεάτρου δεν έχω συγκεκριμένο. Θεωρώ το θέατρο σαν μία ολότητα, ένα σύνολο, ένα πράγμα ενιαίο. Το κάθε είδος έχει τη χάρη του. Η κωμωδία έχει τη χάρη της, το μπουλβάρ έχει τη χάρη του (: είναι πολύ δύσκολο είδος), η τραγωδία είναι θέατρο απαιτήσεων, πολύ υψηλών απαιτήσεων, το κλασικό ρεπερτόριο επίσης, κατά συνέπεια δεν μπορώ να διακρίνω ένα είδος. Η σχέση μου με το παράλογο θέατρο, το μοντέρνο, δεν είναι ακριβώς με το παράλογο έτσι όπως ακούγεται. Είναι η σχέση μου με τον Μπέκετ και τον Πίντερ, δύο πολύ αγαπημένους συγγραφείς τους οποίους βρίσκω ότι έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον να μελετηθούν και είναι κάτι που το κάνω στη σχολή που διδάσκω με τα παιδιά. Είναι κάτι σαν ένα μεταπτυχιακό, δηλαδή, πάνω σε ένα συγκεκριμένο είδος το οποίο επειδή είναι ελλειπτικό, είναι λιγόλογο, είναι ουσιαστικό. Φαινομενικά είναι τίποτα, αλλά μέσα έχει δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος που η κλίση μου είναι ας πούμε αυτό το θέατρο.

filippos_sofianopoulos3.jpg

Αν σας καλούσαν να παραβάλλετε τη θεατρική πραγματικότητα Ελλάδας και Κύπρου τι θα είχατε να εισφέρετε με βάση την εμπειρία που αποκομίσατε από αμφότερες τις χώρες;

Η Κύπρος έχει τα συμπτώματα και τα χαρακτηριστικά των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Είναι επαρχιακές μικρές πόλεις με ολιγάριθμο θεατρικό κοινό, με συνέπεια εκεί οι παραστάσεις να ανεβαίνουν για πέντε εβδομάδες το πολύ. Δηλαδή κάνουν δύο μήνες πρόβα για να ανεβάσουν ένα έργο, σε πέντε εβδομάδες έχουν εξαντληθεί τα εισιτήρια, πρέπει να κάνουν ένα άλλο. Ο τόπος είναι μικρός, όμως, το δυναμικό είναι μικρό και στην Κύπρο βλέπεις ότι δεν ανακατεύεται η τράπουλα, δηλαδή οι ίδιοι ηθοποιοί παίζουν τα πάντα. Ο ίδιος θίασος παίζει και αυτό και εκείνο και το άλλο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα έναν μαρασμό του θεάτρου. Γι’ αυτό βλέπεις τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου να κάνει συνεργασίες με το Εθνικό, με το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, για να γίνεται μία ανταλλαγή και κάτι να ανανεώνεται και κάτι να φρεσκάρεται. Επειδή έχω ζήσει στην Κύπρο και έχω διδάξει εφτά χρόνια έχω εντοπίσει την ύπαρξη γλωσσικού προβλήματος γιατί τα παιδιά εκεί και οι άνθρωποι ζούνε σε ένα εντελώς διαφορετικό ακουστικό περιβάλλον. Ακούνε μία διάλεκτο, μιλάνε μία διάλεκτο, αλλά όταν θα έρθει η ώρα να διαβάσουν ή να παίξουν τότε η γλώσσα πρέπει να είναι η ελληνική. Αυτό το παράδοξο δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες στους Κύπριους ηθοποιούς. Εξαίρεση αποτελούν τα σίριαλ εποχής του ΡΙΚ όπου εκεί η διάλεκτος συνδυάζεται με τον περιβάλλοντα χώρο και τα κουστούμια.

Το εντελώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει εδώ, που έχουν ανοίξει πάρα πολύ οι ορίζοντες του θεάτρου λόγω της πληθώρας των σχημάτων των θεατρικών, λόγω των νέων θιάσων που έχουν βγει έχουν δημιουργηθεί άπειρες σκηνές, τα νέα παιδιά έχουν κάνει τις δικές τους ομάδες και αυτό είναι και πολύ αισιόδοξο και πολύ ευοίωνο. Απ’ την άλλη μεριά αυτός ο πληθωρισμός έχει και τα αρνητικά του. Δηλαδή αν ανοίξεις το «Αθηνόραμα» και δεις πόσες παραστάσεις παίζονται ας πούμε στην Αθήνα θα μείνεις άναυδος. Αυτό εμπεριέχει και τους «κινδύνους» του. Ο κάθε πικραμένος που στερείται του σεβασμού έναντι των κλασικών κειμένων παίρνει ας πούμε έναν Τσέχοφ και του αλλάζει τα φώτα, πράγμα το οποίο θεωρώ ιερόσυλο. Δυστυχώς δεν υπάρχει και θεατρική αστυνομία να τους μαζέψει.

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του θεάτρου στην αστική εν γένει αλλά και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία;

Ο ρόλος του θεάτρου θα σου πω τι οφείλει να είναι, δεν ξέρω τι είναι πια. Γιατί δεν μπορώ να συλλάβω τη μεγάλη εικόνα, δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, δεν μπορώ να τα δω όλα τα θέατρα που υπάρχουνε. Αλλά το θέατρο οφείλει να ψυχαγωγεί. Ψυχαγωγία είναι σου παίρνω την ψυχή και στην ταξιδεύω. Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί η ζωή που ζούμε είναι πάρα πολύ σκληρή και ο ενεστώτας μας το ίδιο, άρα έχουμε ανάγκη για ένα διάλειμμα. Για μία ώρα, για δύο ώρες, όπως μπορεί να μας το παρέχει ένα βιβλίο, όπως μπορεί να μας το παρέχει ένα σινεμά ή η κάθε μορφή τέχνης, είναι το μόνο αντίδοτο σε αυτή τη σκληρότητα της εποχής που ζούμε. Αυτό οφείλει να κάνει το θέατρο, τίποτε άλλο.

filippos_sofianopoulos1.jpg

Πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει η μουσική και το τραγούδι στη ζωή σας και κατά πόσον θα συμμετείχατε ή έχετε ίσως συμμετάσχει σε ένα μιούζικαλ που θα συνδύαζε τόσο μουσική, χορό, τραγούδι όσο και θέατρο;

Το μιούζικαλ είναι ένα υπέροχο είδος, προϋποθέτει ικανότητες πολύ μεγάλες από το υποκριτικό σώμα. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι προικισμένος, διαβασμένος και μελετημένος πολύ γιατί το μιούζικαλ δεν είναι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Στο μιούζικαλ ή τραγουδάς ή δεν τραγουδάς. Άμα δεν τραγουδάς και είσαι φάλτσος κλείνουν τ’ αφτιά τους οι άνθρωποι από κάτω και υποφέρουνε. Άμα τραγουδάς, άμα έχεις τη μουσική μέσα σου δηλαδή, είναι χαρά θεού. Εγώ έχω ξεκινήσει από μουσικός. Πριν ασχοληθώ με το θέατρο έπαιζα μπάσο, έπαιζα κιθάρες, έπαιζα τέτοια πράγματα. Δυστυχώς τα άφησα, άφησα τις κιθάρες, αλλά δεν άφησα τη μουσική. Η μουσική υπάρχει στη ζωή μου, υπάρχει στην πορεία μου, στην καριέρα μου, παντού, ζω με τη μουσική καθημερινά και θεωρώ ότι το πάντρεμα αυτό της μουσικής με το θέατρο είναι μια πολύ σπουδαία ιστορία. Αν και δεν έχουμε κουλτούρα εμείς σε αυτά, δηλαδή δεν έχουμε ας πούμε τη λονδρέζικη κουλτούρα ή την αμερικάνικη κουλτούρα που είναι υπερπαραγωγές, θεάματα τεράστια που συγκρίνονται μόνο με όπερες.

Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση. Με ποιο από τα τρία προτιμάτε να ασχολείστε περισσότερο και για ποιο λόγο;

Θέατρο ασυζητητί κατά προτεραιότητα. Κινηματογράφος κατά δεύτερο λόγο γιατί η δημιουργία του ρόλου στον κινηματογράφο είναι μία πολύ επιτελική δουλειά, δηλαδή έχει να κάνει με την ικανότητα του ηθοποιού να μπορεί να κρατήσει μία συνέχεια από την αποσπασματική αποτύπωση του ρόλου. Είναι μεγάλη πρόκληση, μεγάλη ιστορία ο κινηματογράφος. Το κινηματογραφικό έργο παραμένει στον αιώνα των αιώνων, ενώ η θεατρική παράσταση εξατμίζεται και εξαφανίζεται και χάνεται. Δηλαδή την κάνεις, παίζεις, ακόμα και να την κινηματογραφήσεις την παράσταση δε θα είναι αυτή η παράσταση. Δεν μπορεί να υποκατασταθεί το ζωντανό θέατρο με το πανί, οι δύο διαστάσεις με τις τρεις διαστάσεις είναι ένας άλλος κόσμος. Και έρχεται η τηλεόραση, η οποία δε χρειάζεται ηθοποιούς. Δεν παίζουν οι ηθοποιοί στην τηλεόραση, απλώς παρίστανται, λένε τα λόγια τους με έναν τρόπο κάπως υποφερτά, χωρίς να αισθάνονται ή να νιώθουν τίποτα. Συνεπώς η τηλεόραση είναι η τελευταία επιλογή και θα γίνει για λόγους απελπισίας και λόγους οικονομικούς. Πες ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε θα κάνουμε τηλεόραση.

Πώς αξιολογείτε τη σκηνοθετική σας εμπειρία στο «Φιάκα» του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας και πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτή όσον αφορά την επιπρόσθετη συμμετοχής σας υπό την ιδιότητα του ηθοποιού στην προκείμενη παράσταση;

Είμαι περήφανος γι’ αυτή τη δουλειά, πολύ περήφανος. Ο «Φιάκας» έγινε με πολλή αγάπη, με πολλή περιπέτεια. Καταφέραμε όμως να μαζέψουμε το κοινό της Καλαμάτας και να γεμίσει το άδειο Δημοτικό Θέατρο. Όσον αφορά τη σκηνοθεσία είναι μία δύσκολη υπόθεση όταν έχεις να παίξεις ταυτόχρονα αλλά με έναν τέτοιο μαγικό θίασο όλα είναι εφικτά.

Επρόκειτο για την πρώτη σκηνοθετική σας απόπειρα κι αν όχι ποιες άλλες έχουν προηγηθεί;

Όχι, όχι, έχω κάνει αρκετές σκηνοθεσίες, έχω σκηνοθετήσει τον «Υπηρέτη» του Μομ που ήταν και παραγωγή δικιά μου αυτό το 2009 στο «Προσκήνιο», έχω σκηνοθετήσει τις «Τρωάδες» του Σενέκα, έχω σκηνοθετήσει το «Με τα δόντια» του Γουάιλντερ στο Κολλέγιο πάνω στο «Deree», έχω σκηνοθετήσει την «Κατάρα της Ίρμα Βεπ» και ακόμα τρία έργα στην Κύπρο και νομίζω ότι είναι το επόμενο στάδιο, το επόμενο βήμα μου ουσιαστικά γιατί με τους ρόλους έχω παίξει αρκετά, δεν έχω απωθημένα, δεν έχω στον νου μου ότι πρέπει να παίξω Άμλετ οπωσδήποτε, ούτε κάποιους ρόλους που τους έχω και τους λαχταράω. Θεωρώ όλους τους ρόλους ισάξιους. Το σημαντικό είναι η συνύπαρξη με τους συναδέλφους σου. Αυτό είναι πιο καθοριστικό κι από τον ρόλο, δηλαδή με ποιους ανθρώπους έχεις να κάνεις. Επειδή το άθλημα είναι ομαδικό, η χημεία ενός θιάσου μπορεί να σε γοητεύσει ή να σε απογοητεύσει, οπότε εκεί είναι το κουμπί.

Εκτός από την τρέχουσα παράσταση στην οποία συμμετέχετε, ποια ή ποιες υπήρξε ή υπήρξαν η πιο αξιοσημείωτη θεατρική ή και κινηματογραφική ή και τηλεοπτική συμμετοχή ή συμμετοχές για εσάς, δηλαδή αυτή ή αυτές που σας άφησε ή σας άφησαν κάτι που θα θυμάστε; Και ποιο ήταν ενδεχομένως αυτό;

Από την τηλεόραση θα σου πως ότι είναι η «Πρόβα νυφικού», η συνεργασία με τον Κουτσομύτη που ήταν μία πολύ σπουδαία δουλειά, είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτήν, η τηλεόραση δε σου δίνει πολλές φορές την ευκαιρία να είσαι περήφανος. Τηλεόραση κάνεις και λες παιδιά σωπάτε, μην το λέτε πουθενά, τι να κάνω, έπρεπε να παίξω. Η συνάντηση, όμως, με τον Κουτσομύτη ήταν πολύ σημαντική.

Στο σινεμά δούλεψα με τον Δημήτρη Γιατζουζάκη στο «Ροζ ολοταχώς» και με τον Σταύρο Τζίτζη στο «Η αγάπη είναι ελέφαντας». Ήταν και οι δύο κωμωδίες και η δουλειά ήταν εξαιρετική.

Απ’ το θέατρο αν έχω να ξεχωρίσω κάτι είναι η συνεργασία μου με τον Αλέξη τον Δαμιανό στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα και με τον Μίνω τον Βολονάκη στον «Έμπορο της Βενετιάς», αλλά και με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου που συνεργάστηκα ένιωσα ότι πήρα απ’ αυτούς και διαμόρφωσα το θεατρικό μου γούστο. Τους ευγνωμονώ και ευτυχώς είναι πάρα πολλοί.

Αν ακολουθήσει κανείς την πορεία της ζωής και της καριέρας σας αποκομίζει το συμπέρασμα ότι είστε ένας άνθρωπος που δε φοβάται να κάνει αλλαγές στην καθημερινότητά του, να μεταβάλλει άρδην τον τρόπο ζωής και εργασίας του και να δοκιμάσει καινούρια πράγματα. Ας πούμε να χαλάσει το παλιό και να χτίσει κάτι νέο. Ξανά και ξανά και ξανά. Ποιοι ήταν οι παράγοντες εκείνοι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις μεταβολές στη ζωή σας και σε ποιο βαθμό συνέβαλαν στοιχεία του χαρακτήρα σας στην ολοκλήρωση-περαίωσή τους;

Προφανώς ήτανε η φυσική ροή των πραγμάτων. Δε μ’ αρέσει το τέλμα εξ’ ορισμού, δε μ’ αρέσει η έννοια του δημοσίου υπαλλήλου, κατά συνέπεια δεν μπορώ να μπω ποτέ σε μία ρουτίνα, δε θα μπορούσα να είμαι ηθοποιός ενός κρατικού θεάτρου ας πούμε το οποίο έχει πρόβα το πρωί στις 9. Δε θα μπορούσα να κάνω μία άλλη δουλειά. Αυτές οι ανατροπές έχουν πάντα σχέση με τη δουλειά. Καταρχήν κάθε καινούρια παράσταση είναι μία ανατροπή στη ζωή σου, έρχεσαι σε επαφή με καινούριο κόσμο, άλλους ανθρώπους, άλλες ψυχές, άλλες ψυχολογίες, αυτό δημιουργεί έναν μικρόκοσμο καινούριο που αυτός, είτε το θέλεις είτε όχι, σε επηρεάζει, σε αλλοιώνει και στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτό λέγεται εξέλιξη. Ό,τι είδος υπάρχει το έχω υπηρετήσει και έχω αποκομίσει, έχω πάρει από εκεί τις αποσκευές μου με τις οποίες πορεύομαι ακόμα από δω και πέρα.

Πόσο διαφορετική είναι η θεατρική πραγματικότητα της Αθήνας τώρα από την τελευταία φορά, την προηγούμενη δηλαδή, που συμμετείχατε σε παράσταση της πρωτεύουσας;

Η τελευταία ήτανε πριν το ’11, πριν επέλθει η μεγάλη κρίση, αυτή η περιφερόμενη θλίψη στους δρόμους, στα σκουπίδια, στους ανθρώπους που άμα βγεις έξω απ’ το θέατρο κοιμούνται έξω στα πεζοδρόμια και όλα αυτά. Ο κόσμος τότε, το θέατρο είχε μία λάμψη. Είχε μία λάμψη, είχε κι ένα ακριβό εισιτήριο αν θυμάμαι καλά, πολύ πιο ακριβό απ’ όσο έχει τώρα και παρ’ όλα αυτά τα θέατρα γέμιζαν. Τώρα τα θέατρα ξαναγεμίζουν. Γιατί; Γιατί η τέχνη ανθίζει σε σκοτεινές εποχές. Μπορεί τότε να ήταν ένα ίσως λίγο βαριεστημένο θέατρο μέχρι το ’11, ήταν λίγο δεδομένα τα πράγματα. Υπήρχαν κλασικά ανεβάσματα, υπήρχαν οι κλασικοί παραγωγοί, υπήρχαν τα κλασικά σχήματα, οι συγκεκριμένοι, εγκατεστημένοι πρωταγωνιστές, ήξερες λίγο πολύ τι θα συμβεί. Σήμερα, επειδή έχει ανθίσει πάρα πολύ και έχει μεγαλώσει και η ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν -αυτό που λέγαμε στην αρχή- από τον σκληρό τους ενεστώτα, το θέατρο έχει αυτό τον πλουραλισμό, έχει αυτή την πολυμέρεια και την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα και είναι μία μεταβατική περίοδος σε κάτι που έρχεται, ένα καινούριο θέατρο που έρχεται, το οποίο ακόμα δεν έχει βρει το σχήμα του, τη μορφή του, να οριστικοποιηθεί και να γίνει κατεστημένο. Είμαστε σε μία μετάβαση από ένα κατεστημένο σε κάτι καινούριο που έρχεται. Αυτό συμβαίνει συχνά σε ιστορικούς κύκλους που περνάμε τον μεσαίωνά μας, αναδυόμαστε και ξαναβγαίνουμε πάλι στην επιφάνεια. Κι όποιος αντέξει αντέχει, όποιος δεν αντέχει μένει εκεί πίσω στον σκοταδισμό. Αυτή είναι η διαφορά. Δηλαδή νομίζω ότι άφησα το θέατρο σε μία παρακμή, πήγαινε προς βύθιση, γιατί ήταν πολύ εγκατεστημένα τα πράγματα, ήταν πολύ τετελεσμένα και τώρα βλέπεις ότι στο θέατρο υπάρχει ένα μεγάλο «εν δυνάμει»: και προς την κατεύθυνση του αριστουργήματος και προς την κατεύθυνση της μεγάλης «μπαλαφάρας». Αλλά δεν έχει σημασία αυτό, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο το γεγονός ότι, παρά την απαξίωση των ηθοποιών, του κλάδου -κι όταν λέω απαξίωση εννοώ στα οικονομικά μεγέθη όπου έχει υπεισέλθει η πατέντα του ενιαίου μισθολογίου, ας πούμε, που είτε είσαι απόφοιτος δραματικής σχολής, είτε έχεις σαράντα χρόνια στη δουλειά παίρνεις τα ίδια λεφτά- και την απαξίωση του θεάτρου γενικά, νομίζουνε, επειδή υπάρχει ακριβώς αυτή η πληθώρα, ότι ο ηθοποιός είναι μία εύκολη ιστορία. Ε δεν είναι εύκολη ιστορία το να είσαι ηθοποιός, δεν είναι τεμπέλικο πράγμα, είναι κάτι που θέλει συνεχή καλλιέργεια, διαρκή καλλιέργεια, θέλει να μπορείς να φτάσεις στα σημεία της απόλυτης ταπείνωσης, να παραιτηθείς απ’ τον όποιο εγωισμό μπορεί να έχεις που είναι σύμφυτος σε όλους τους ανθρώπους -το εγώ τους είναι που τους ταλαιπωρεί πάντα, δεν τους ταλαιπωρεί τίποτε άλλο. Για να γίνεις ηθοποιός πρέπει αυτό το εγώ να εκμηδενιστεί για να ’ρθει να κατοικήσει ένας ρόλος. Αυτό δεν είναι μία απλή διαδικασία, αυτό είναι μία πολύ σύνθετη διαδικασία, θέλει αρετή και θέλει και τόλμη. Και όσοι νομίζουν ότι είναι άντε πας τρία χρόνια σε μία δραματική σχολή και βγήκες ηθοποιός είναι πάρα πολύ γελασμένοι.

Της Δήμητρας Ζώτου, 23/3/2020

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα