Με τη νέα του σκηνοθετική δουλειά, ο Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος μάς μεταφέρει σε μια ιστορία σκοτεινή, τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη. Η παράσταση «Μακριά νύχτα στη γη του Νοντ», που κάνει πρεμιέρα στις 3 Δεκεμβρίου στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, ανατέμνει τη σχέση δύο αδελφών που ξανασυναντιούνται ύστερα από δέκα χρόνια, κουβαλώντας στις αποσκευές τους πληγές, μυστικά και ανείπωτες αλήθειες. Με αφορμή την παράσταση, ο Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος μίλησε στο All4fun για την ιδιαίτερη διαδικασία του να σκηνοθετείς τον εαυτό σου, για τη «μεταφυσική» αγάπη που συνδέει τα δύο αδέλφια, για τη σύγχρονη ανάγκη επιστροφής στις ρίζες — αλλά και για εκείνη τη θυσία που ίσως χρειαστεί να κάνει κανείς, προκειμένου να διεκδικήσει μια νέα αρχή.
- Ως σκηνοθέτης και ταυτόχρονα πρωταγωνιστής, πώς ισορροπείς ανάμεσα στους δύο ρόλους;
Αφιερώνοντας χρόνο συνειδητά πότε στη μία ιδιότητα και πότε στην άλλη. Βάζω όρια στους χρόνους αυτούς, ιδιαίτερα στην αρχή, και καταγράφω τις ιδέες μου, ακόμα και τις πιο επιφανειακές, είτε για τον ρόλο μου είτε για τη σκηνοθεσία μου. Περνώντας ο καιρός, επιλέγω και συνδυάζω το υλικό των σκέψεών μου και των προβών που θα συνυπάρξουν στο σύμπαν της σκηνής. Ο τελικός στόχος είναι να δημιουργούνται οι χρόνοι που κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν κι όχι να περιγράφονται ή να επεξηγούνται. Τότε οι ηθοποιοί είμαστε απόλυτα παρόντες σε ό,τι συμβαίνει στη σκηνή και η επικοινωνία, οι ενέργειες, τα θέματα της παράστασης προκύπτουν αβίαστα και με ισχυρό κραδασμό τόσο για εμάς στη σκηνή, όσο και για το κοινό της παράστασης. Ως σκηνοθέτης δουλεύω για να φτιάξω αυτή τη ροή στην πρόβα και ως ηθοποιός την ακολουθώ μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους, ξεχνώντας το χρόνο που επένδυσα στην προετοιμασία της.
- Ποιο στοιχείο της παράστασης πιστεύεις ότι θα αγγίξει περισσότερο το κοινό;
Η σχέση μεταξύ των δύο αδερφών νομίζω. Είναι μία σχέση εμπόλεμης αγάπης θα έλεγα. Δεν έχω αδέρφια κι όταν μιλούσα με φίλους, συναδέλφους και κυρίως με τον εξαιρετικό Κίμωνα Δούση που υποδύεται τον αδερφό μου στο έργο για τις σχέσεις μεταξύ των αδερφών, ήταν πολύ αποκαλυπτικό για εμένα. Τα δύο αδέρφια στο έργο ξανασυναντιούνται μετά από 10 χρόνια και προσπαθούν να ανακαλύψουν ξανά ο ένας τον άλλον. Τους δυσκολεύουν τα παράπονα, τα απωθημένα, η αντιζηλία για την αγάπη των γονιών και η ζωή που έζησαν μακριά ο ένας από τον άλλον όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τους ενώνει και μία αγάπη που για εμένα είναι κάτι μεταφυσικό. Μπορεί να τσακώνονται, να μισιούνται, αλλά αμέσως μετά ενεργοποιείται αυτός ο μεταφυσικός για εμένα δεσμός και τους φέρνει πάλι κοντά. Αυτά τα συναισθήματα θεωρώ πως θα φανούν οικεία στο κοινό, ακόμα και γι΄αυτούς που δεν έχουν αδέρφια, γιατί, όπως κι εγώ, θα έρθουν αντιμέτωποι με συναισθήματα και συμπεριφορές που τους είναι άγνωστα.
Η ιστορία των δύο αδελφών μοιάζει να κουβαλά κάτι βαθιά ανθρώπινο αλλά και οικουμενικό — ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το πιο «σύγχρονο» μήνυμα της παράστασης;
Όσο κι αν απομακρυνθούμε από την οικογενειακή εστία για να εξελιχθούμε επαγγελματικά, προσωπικά και κοινωνικά, έρχεται κάποια στιγμή που νιώθεις ξένος μέσα σου με τον άνθρωπο που έχεις γίνει μετά από χρόνια. Αισθάνεσαι μια ψυχική και συναισθηματική έλλειψη. Είναι η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις στην οικογενειακή εστία για λίγο, στη ρίζα σου. Όχι για να ξαναβρείς τον χαμένο παράδεισο των παιδικών σου χρόνων, αλλά για να συνδυάσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου που άφησες πίσω, με αυτό που είσαι σήμερα. Κοίτα το παρελθόν με τη γνώση του σήμερα και κράτα κοντά σου τους ανθρώπους που σε στήριξαν στα δύσκολα τότε και στήριξέ τους κι εσύ σήμερα. Φτιάξε σχέσεις με ανθρώπους ποιοτικές και ειλικρινείς. Όχι συναλλακτικές και καιροσκοπικές.
- Η παράσταση συνδέει την ιστορία του Κάιν και του Άβελ με τη μεταναστευτική εμπειρία της Αυστραλίας. Πώς μετέφερες σκηνικά και συναισθηματικά αυτή την έννοια της «εσωτερικής εξορίας» των ηρώων;
Ο ήρωάς μου, ο Κέιν, επιστρέφει σε ένα σπίτι που υπήρξε το πατρικό του, αλλά τώρα το σπίτι έχει αλλάξει. Εκείνο το σπίτι υπάρχει πια μόνο στις αναμνήσεις του και στα όνειρά του. Τώρα πια δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Δεν χωράει στο παιδικό του κρεββάτι. Βιώνει λοιπόν μία εσωτερική εξορία από τον παιδικό του Παράδεισο, όπως κι ο Κάιν όταν σκότωσε τον Άβελ που ο Θεός τον εξόρισε στη χώρα του Νοντ. Τώρα το ίδιο μέρος, από Παράδεισος που ήταν, μετατράπηκε σε τόπο εξορίας. Είναι ξένος εδώ. Όλα έχουν αλλάξει. Βρίσκεται, μεταφορικά, στη χώρα του Νοντ κι αυτός. Ο δεύτερος ήρωας του έργου που είναι ο αδερφός του ο Άαρον, βιώνει μία εξορία επειδή ο πατέρας τους πεθαίνει. Το μέρος χωρίς αυτόν δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Η ρίζα που τον συνδέει με αυτό το μέρος αδυνατίζει και σταδιακά θα κοπεί. Έζησε στη σκιά του πατέρα του και φρόντιζε το πατρικό τους σπίτι και το κτήμα για μια ζωή. Τώρα ο θάνατος του πατέρα τους τον στρέφει προς τα μέσα και ο εαυτός του τον τρομάζει.
Χωρίζοντας τον χώρο της σκηνής σε περιοχές, όπου οι ήρωες διαπραγματεύονται με τον εαυτό τους σε έναν κάθετο άξονα που συνδέει το σώμα με τη γη, τη σκέψη με το συναίσθημά τους που αναζητά μία καινούργια γη για να ριζώσει και σε περιοχές όπου τα δύο σώματα των ηρώων επικοινωνούν σε οριζόντιο άξονα και προσπαθούν να συνυπάρξουν, συγκρουσιακά, τιμωρητικά ή τρυφερά, μεταφέρω σκηνικά αυτό το αίσθημα της εσωτερικής εξορίας των ηρώων. Οι πρώτες περιοχές είναι πιο άδειες από αντικείμενα ή υπονοούνται με τον φωτισμό, ενώ οι δεύτερες έχουν αντικείμενα που δίνουν μία ψευδαίσθηση καθημερινής ζωής που προσπαθεί να ανασυσταθεί εκ νέου.
- Αν έπρεπε να περιγράψεις τη «μακριά νύχτα» των δύο αδελφών με μια μόνο λέξη, ποια θα διάλεγες και γιατί;
Θυσία. Αυτό καλούνται να κάνουν τα δύο αδέρφια. Να θυσιάσουν το παρελθόν για να αποκτήσουν μία ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον. Θα την κάνουν; Τι θα θυσιάσουν; Δεν μπορώ να σας πω γιατί θα προδώσω το φινάλε του έργου που είναι ανατρεπτικό.
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 18/11/2025
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ

