16.5 C
Athens
Δευτέρα, 17 Μαρτίου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 20

Τα θαύματα λένε είναι για αυτούς που πιστεύουν, εγώ δεν είχα πάρε δώσε με τον θεό, τον Χριστό και την κομπανία του. Όχι ότι μου είχαν κάνει κάτι τα παιδιά αλλά όποτε τα χρειάστηκα δεν με βοήθησαν. Ακόμα και όταν έτρωγα τις παντοφλιές από την μάνα μου και έλεγα Πανάγια βοηθά, ούτε για ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι δεν με βοήθησε. Έχω φάει σαγιονάρα από την κυρά Μαρία!

Εκεί το λοιπόν που ήμουν στην τούφα, έρχεται ένα τσάκι χτυπάει κάγκελο με ξυπνάει και μου ρίχνει σήμα για επισκεπτήριο. Σπύριασα, καθώς όταν τον παίρνω δεν θέλω να με ξυπνάνε αλλά τέσπα. Πάω και τι να δω; Τον δικηγόρο μου να μου ανακοινώνει πως την άλλη εβδομάδα βγαίνω λόγο συμπλήρωσης τριών πέμπτων και καλής διαγωγής.

Αγορίνα, θα το πω, είμαι άντρας και δε κωλώνω πουθενά, με το που μου ρίχνει το μούσμουλο, ένα δάκρυ τσουληθρόνιασε από μάτι σε μάγουλο και από μάγουλο πάτωμα! Να είσαι εκεί να βουρκώσεις. Δε το πίστευα!

Ο χρόνος είναι δολοφόνος, σου τρώει τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες , την ζωή. Όμως ολόκληρη την εβδομάδα μέχρι να φτάσει η ώρα να βγω παρακαλούσα να κάνει την δουλειά του όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Ξαδερφούλη, τι είναι ο γραπτός ο λόγος ε; Συμπύκνωση στιγμών, τι γραφώ ο πούστης ρε πάλι! Σε μια ώρα αποφυλακίζομαι. Τέρμα οι ιστορίες της ζωής μου, τέρμα το παρελθόν, πάμε για νέες περιπέτειες. Τώρα θα μου πεις τι περιπέτειες να ξεκινήσω στα 74! Όσο αναπνέω θα ονειρεύομαι. Το σίγουρο είναι πως ότι και να γίνει εδώ μέσα δε ξανάρχομαι, κουραστικά, μια ζωή μέσα έξω, πάρε δώσε, στο τρέξιμο, στο κρυφτό. Να πάει να γαμηθεί, θα ζήσω για πάρτη μου με την πάρτη μου, χωρίς να ασχολούμαι με κανέναν!

Όμως πριν αποφοιτήσω έχουμε χρόνο για μια ιστοριούλα. Λόλα τη λέγανε και έμενε κοντά στα Λεμονάδικα! Ύψος; Μέτριο! Πρόσωπο; Μέτριο! Κιλά; Μέτρια! Όμως ο έρως μετριότητες δεν κοιτά, για πάμε!

Που λες, ο Γιάννος από την Αγία Σοφιά του Πειραιά τα είχε με την Λόλα ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους ήταν νταβάς της. Ένα απογευματινό απόγευμα που καθόμουν με την παρέα μου στου κυρ Μήτσου τον καφενέ και πιο διπλά ο Γιάννος με τους δικούς του και πίναμε τα τσιπουράκια μας ήρθε η Λόλα να του τα ακουμπήσει και επειδή ήταν λίγα την άρχισε στην πατινάδα. Ω να σου γαμήσω, με έπιασε το αντρικό φιλότιμο.

-Τι κάνεις μωρή λινάτσα ξεβράκωτη; Βαράς γυναίκες; Πάρε αυτή, ετούτη, την άλλη και άντε και πηδήξου μωρή τρύπα!

Έφαγε ξύλο για δυο μήνες, ήμουν τόσο πρωτόγονος, που οι δικοί του ενώ ήταν άγριοι φαινόντουσαν παππαδάκια δίπλα μου, έκλασαν μάντολες λουφάξαν στην γωνιά και δεν έβγαλαν κιχ.

-Τι κοιτάτε ρε κότες; Πάρτε τον και δρόμο και μην σας ξαναδώ εδώ θα σας κόψω τους όρχεις και θα σας τους δώσω να τα φάτε, ουστ παλιοκότες.

Πήρα την Λόλα, την έβαλα να κάτσει, της σκούπισα το πρόσωπο, της έβαλα ένα τσιπουράκι να στανιάρει και όπως κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του, της είπα πως από εδώ και πέρα θα είναι η υπό την προστασία μου! Πενήντα πενήντα θα τα παίρνουμε! Αμέ! Ποιος ήμουν εγώ που θα της έκοβα την δουλειά;

Γούσταρε την φάση και όλα πήγαιναν καλά. Όμως άκου τι έπαθα, σιγά σιγά άρχισα να ζηλεύω. Ποιος εγώ; Το λέω και ντρέπομαι αφού όμως το έκανα να μην το πω;

Μια νύχτα που της έχω κλείσει έναν καλό κύριο να πάει σπίτι του και βρίσκομαι στου Μάκη του Μπαλίνα τον τεκέ και πίνουμε κάτι τσιγάρα, μου την δίνει σηκώνομαι πάνω παίρνω το αυτοκίνητο και πάω στο σπίτι που είχαμε για αυτή την δουλειά, ανοίγω την πόρτα μπαίνω μέσα και τι να δω; Τον πλούσιο να την φιλάει στο στόμα.

Αυτό ήταν πηδάω πάνω στο κρεβάτι σαν καγκουρό και τον αρχίζω σε κλωτσές μα κάτι κλωστές, σκέψου ότι πάνω σε μια τέτοια μου έφυγε το παπούτσι χτύπησε στον τοίχο και επέστρεψε στο κεφάλι μου, εκεί πρόλαβε ο μάγκας και την έκανε.

-Ρε πας καλά; Μου έδιωξες τον πελάτη. Τι στο καλό σε έχει πιάσει; Ξέρεις πόσα χάσαμε;

Τι να της έλεγα; Ότι έπεσα στο τηγάνι με το λάδι για πάρτη της; Ότι λιώνω σα το κεράκι το αναμμένο;

-Δε κάνει αυτός για σένα.

-Γιατί θα τον παντρευτώ; Δε μου τα λες καλά, χάνουμε χρήματα έτσι το καταλαβαίνεις;

Δεν άντεξα, αυτή η άτιμη η καψούρα, σε σπρώχνει να κάνεις τις μεγαλύτερες μαλακίες και της το είπα.

-Σ’ αγαπάω ρε Λόλα σ’ αγαπάω.

Μένει κάγκελο, με καρφώνει στα μάτια, τα δευτερόλεπτα παίρνουν σαν μέρες και … Βάζει κάτι γέλια. Μιλάμε μου σηκώθηκε η τρίχα στο ταβάνι. Εγώ που την έσωσα μου το ανταποδίδει έτσι; Τρελάθηκα της πέταξα τα ρούχα στη μούρη της είπα να ντυθεί, να πάρει πόδι και πως ξεκόβουμε. Μόλις τα μάζεψε και έφυγε ένιωσα τέτοια αντρίλα! Περήφανος! Βλέπεις η αδρεναλίνη όταν είναι στα ύψη δεν λογαριάζει!

Την επόμενη μέρα η αδρεναλίνη είχε επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα, αποτέλεσμα; Την κυνηγούσα να με συγχωρέσει αλλά η Λόλα τίποτα βράχος. Το έριξα στο ποτό. Είχα πιάσει πάτο.

Κάποιο ακαθόριστο βράδυ ενός απροσδιορίστου παρελθόντος, τα έπινα σε μια γωνιά στου Αθανασούλα το μπαρ και ξαφνικά μπαίνει η Λόλα με τον Γιάννο. Κόκκαλο ο δικός σου, ένιωσα τέτοια ξεφτίλα! Με είχε πουλήσει για ποιον; Αυτόν που την βαρούσε;

Διψούσα για εκδίκηση, οι παλμοί χτυπούσαν τα διακόσα, πίνω το ποτό μονορούφι και πάω στο τραπέζι τους.

-Εδώ πίνω εγώ, πάρτε τον πούλο τώρα.

0 Γιάννος πήγε να βγάλει στιλέτο αλλά όπως το βλέπω του προλαβαίνω το χέρι του δίνω μια μπουνιά και πέφτει κάτω λιπόθυμος. Έπειτα γυρίζω στη Λόλα και όπως την καρφώνω στα μάτια έτοιμος να την ξεφτιλίσω… Αχ πούτανα καψούρα τι κάνεις… Ξεχνάω τα πάντα μου και της λέω με παράπονο.

-Έτσι ρε Λολάκι; Έτσι;

Μου κάνει νόημα να την πλησιάσω, ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο πολύ και όπως έχουμε φτάσει σχεδόν χείλια με χείλια βγάζει μια κραυγή τραβάει το κεφάλι της πίσω το φέρνει γρήγορα μπροστά και τρώω μια κουτουλιά αδελφάκι μου που είδα ή μάλλον δεν είδα τίποτα, σκοτάδι!

Ξύπνησα μετά από πέντε λεπτά, με σήκωσαν κάτι παλικαράκια από το μαγαζί. Ο Γιάννος με την Λόλα είχαν πουλιδιάση.

Μαλάκα ξεφτίλα με έδειρε γυναίκα, ποιον; Εμένα, που προχωρούσα και έτρεμε η πιάτσα. Παρακάλεσα τα καλόπαιδα του μαγαζιού να μην βγει παρά έξω.

Στα παπάρια τους, πήραν εκδίκηση. Από την επόμενη μέρα το νέο είχε κυκλοφορήσει παντού. Έφαγε ξύλο από την Λόλα. Έγινα δακτυλοδεικτούμενος. Μέχρι η κυρά Μαρία το έμαθε.

-Καλά βρε ξεφτίλα σε έδειρε γυναίκα; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ;

-Ρε μάνα.

-Μαμούνια.

Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα πουθενά να βρω ηρεμία. Λίγο ακόμα και θα έκανα έγκλημα, είχα βαρέσει κόκκινο, το μυαλό μου είχε θολώσει, κάτι έπρεπε να κάνω να ξεφύγω από όλο αυτό.

Την λύση θα την έδινε η αστυνομία, ώπα ντε! Δεν έγινα ρουφιάνος!

Μπαίνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και στον πρώτο αστυνομικό που συναντάω του δίνω μια φάπα. Αποτέλεσμα;

Τρεις μήνες κάγκελο! Τουλάχιστον εκεί μέσα είχα χρόνο να ξεθυμάνω, άσε που δεν ήξεραν και τι είχε γίνει.

Αυτή που λες ήταν άλλη μια ιστορία της ζωής μου. Τι είμαστε αγόρι μου οι άνθρωποι; Δεν ξέρω τι είμαστε αλλά σίγουρα πάντα θα μπορούμε να γίνουμε λίγο καλύτεροι από αυτό ήδη που είμαστε.

Τα λάθη και τις αναμνήσεις μου θα της κάνω πυξίδα για ένα καλύτερο μέλλον και ας μην έχω πάρα πολύ!

Για όσους είχατε την υπομονή και διαβάσατε τις ιστορίες μου σας ευχαριστώ. Ξέρω μπορεί κάποιες ιστορίες να ήταν ακραίες, όμως μην ξεχνάτε πως πολλές φορές δεν είναι στο χέρι μας για τι παιδεία θα πάρουμε και τι χαρακτήρα θα διαμορφώσουμε.

Έχετε γεια! Ο μάγκας ξεκινάει καινούργια ζωή χωρίς κάγκελο, πτ πτ πτ μακριά! Υγειά και όλα θα τα βρούμε!

Κουφάλες, βγαίνω!

Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!

V-sam

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα