Η μόνη παρηγοριά που υπάρχει στη φυλακή είναι να αράζεις σε ένα παγκάκι καλαμιά στον κάμπο και να κοζάρεις τους φυλακισμένους να πηγαίνουν πέρα δώθε κείθε ή να κάνουν κολεγιές. Στη φυλακή αγορίνα μου για να την βγάλεις καθαρή πρέπει να είσαι με κάποιους, δεν έχει σημασία με ποιους αλλά ποτέ μόνος.
Κάθεσαι στο παγκάκι που λες, δηλαδή δε λες εγώ λέω και βλέπεις τσάμπα κινηματογράφο, ο καθένας τους από μια ιστορία μελοδραματική, τον έφερε εδώ η κατεστραμμένη παιδική ηλικία σε συνδυασμό με την σάπια κοινωνία. (πως τα λέω έτσι ο… με βλέπω να κερδίζω το πούλιτζερ). Όλοι βαθειά μέσα τους πιστεύουν ότι είναι αθώοι σάμπως και εγώ το ίδιο δε πιστεύω; Μπορεί το χέρι μου να έδειρε τον γκόμενο της δικιάς μου αλλά σημασία έχει ποιος όπλισε το χέρι μου και σε ρωτάω ποιος; Δε ξέρεις ποιος; Ο θυμός! Ποιος όμως με θύμωσε; Ο γκόμενος, άρα ποιος φταίει; Ο γκόμενος, απλά μαθηματικά! Ποιος όμως είναι στο κάγκελο; Ο απατημένος. Είναι ή δεν είναι ολόκληρο το σύστημα σάπιο; Στο λέω εγώ, είναι!
Ώπα, ε λοιπόν δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να αράζεις στο παγκάκι, να κοζάρεις τους φυλακισμένους και να σκάει μύτη από τον ουρανό η πρώτη σταγόνα της βροχής, είναι σαν μύγα, την διώχνεις και ξανά έρχεται.
Τι είναι η βροχή; Νερό θα πει κάποιος αγράμματος. Τι είναι η βροχή; Το δάκρυ των συννέφων θα σου πει ένας φιλόσοφος. Τι είναι η βροχή; Δε ξέρω τι είναι η βροχή αλλά ξέρω ότι κάνει τους δρόμους να γλιστράνε, θα σου πει ένας παθών.
Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ παθών. Πρέπει να ήμουν στην εκπαίδευση της μαγκιάς 23 χρονών με ποντικοουρά μουστάκι, μπριγιαντίνη στο μαλλί και ρούχα στην τρίχα. Από δουλειά; Σα τον ψαρά και το κυνηγό, τρεις μπούκες έπεφταν στον βρόντο και μια έπιανε τόπο. Καθότι όμως άπαξ και είσαι πιτσιρίκος, θες τα τσιγαράκια σου, το καλό σου το παπούτσι, γενικά τι μόστρα σου, άρα όπως τα παίρνεις τα δίνεις.
Δεν είχα παράπονο τα έξοδα έβγαιναν, μόνος ήμουν έδινα και κάτι στην κυρά Μαρία και την βγάζαμε, σπουργήτικα, αλλά την βγάζαμε.
Το μεγάλο μπαμ έγινε όταν άρχισα να συχνάζω στου Τρύπα τον καφενέ. Πω πω κουτουλιά που έφαγα δικέ μου, εκεί δούλευε η κόρη του Τρύπα, ένα τυπάκι, ένα μανουλάκι, ένα μωράκι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί η πλάση. Τούλα το όνομα της, εικοσιτρία τα χρόνια της, κοντούλα λεπτούλα με κάτι καμπύλες να της βλέπει η καμπύλη και να ντρέπεται για πάρτη της.
Το έβαλα σκοπό ζωής να την κάνω γυναίκα μου. άρχισα να πηγαίνω κάθε μέρα, το Τουλάκι όμως δεν μου έδινε σινιάλο ούτε σταγόνα. Ρε από εδώ ρε από εκεί να κυνηγώ ένα βλέμμα της ένα σήμα της τίποτα, είχα πείσει στην εξάτμιση <<αναστεναγμός>>) ώσπου μου λέει ο κολλητός μου.
-Αδελφέ δε πας καλά.
-Την δάγκωσα την λαμαρίνα.
-Αδελφέ πρέπει να πας να της μιλήσεις δε πάει άλλο.
-Κόβονται τα πόδια μου.
Αδελφέ αυτή την κουβέντα να μην την ξαναπείς, είσαι μια μαγκιά από πάνω μέχρι κάτω και φοβάσαι να την πέσεις στην Τούλα;
-Είναι η γυναίκα της ζωής μου.
-Της άλλης; Γιατί αν δεν πας να της μιλήσεις τουτινής δε το βλέπω.
Βαριά κουβέντα αμόλησε αλλά σωστή. Το πήρα απόφαση, σήμερα θα της έριχνα το πίτουρο <<δόλωμα>>. Βλέπεις όμως ήταν εκεί και ο Τρύπας και φοβόμουν μην γίνει καμιά στραβή και πέσω στη δυσμένεια του.
Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα έδιωξα τον κολλητό και παρήγγειλα ένα κονιάκ 5 αστέρων. Με το που ήρθε η Τούλα όπως πάω να της μιλήσω… έκλασα μέντες, η μαγκιά είχε φύγει από πάνω μου και ήρθε η κλανιά με το κολοφιλιστρίνι.
Ήπια το κονιάκ και άλλαξα ρότα, θα την περίμενα στο σχόλασμα. Έλα όμως που ενώ είχα στήσει το παραγάδι μου έξω από το καφενέ έφυγε μαζί με τον Τρύπα.
Πήγα σπίτι και ήμουν μες την κατάθλιψη, μέχρι και η κυρά Μαρία με ρώτησε τι έχω. Και πάνω εκεί στο τριακοστό όγδοο δάκρυ που είχε στεγνώσει στο μαξιλάρι μου ήρθε λάμπα <<ιδέα>>, έπιανε δουλειά στις 6 το απόγευμα, θα την έστηνα έξω από το σπίτι της στις 5 μισή, θα έπεφτα πάνω της στο τυχαίο και θα ξεκινούσα το μπλα μπλα.
5 και 43 βγαίνει από το σπίτι της, 5 και 44 περνάω δίπλα της.
-Γεια σου Τούλα τι κάνεις;
-Καλά.
-Που πας;
-Στη δουλειά.
-Εγώ πάω σπίτι.
-Δε σε ρώτησα. (χέστηκα)
-Α… ναι απλώς Τούλα ξέρεις… έλεγα μήπως… να αν ήθελες δηλαδή…
-Πες το γιατί βιάζομαι.
-Να βγούμε μια βόλτα ρε Τούλα, μια βόλτα.
-Ωραία όταν σχολάσω έλα να με πάρεις με το αυτοκίνητο.
-Ποιο αυτοκίνητο;
-Τι δεν έχεις αυτοκίνητο;
-Όχι έχω εννοώ ποιο από τα δυο;
-Όποιο θες.
-Στις 02:00 να είσαι στις κούνιες στην Τερψιθέα.
-Έγινε Τούλα!
Αμέσως έπεσα στην σκέψη που θα βρω ρόδα. Βλέπεις δεν είχε και κάνας δικός μου να μου δώσει. Τούλα όμως είναι αυτή, την χάνεις; Δεν την χάνεις.
Στη μία είχα βγει έξω να <<νοικιάσω>> μια από το δρόμο και αφού θα την νοίκιαζα χωρίς να πληρώσω σκέφτηκα να πάρω και μια καλή ρόδα όχι της πλάκας. Το πήρα στο περπατητό και σε κάποιο στενό στο χατζηκυριακειο το βλεφαριασα το θύμα, ήταν σα να μου έλεγε έλα να κλέψεις έμενα θέλω να πας άτα. Και άτα θα σε πάω και στράτα και ότι γουστάρεις.
Δυσκολεύτηκα να ανοίξω την πόρτα, δεν ήμουν μαθημένος στα αυτοκίνητα, με τα πολλά μπήκα μέσα και σε πέντε λεπτά το έβαλα μπροστά.
Είναι ρε παιδί μου το αυτοκίνητο, σε κάνει να νιώθεις άρχοντας. Έκανα γρήγορα μια όπισθεν χτύπησα το πίσω αμάξι, έβαλα πρώτη και έφυγα. Πήγα στήθηκα με το αυτοκίνητο στην Τερψιθέα, γαμπρός λέμε ο δικός σου γαμπρός. Στις 2 ακριβώς έσκασε το μωράκι βγήκα της άνοιξα την πόρτα και μπούκαρε.
-Που θα πάμε;
-Πάμε προς πέραμα μεριά;
-‘Όπου θες.
Είχα σκοπό να την πάω εκεί στα καραβάκια να της δείξω τις… βαρκούλες. Στη μέση της διαδρομής αρχίζει μια βροχή άλλο να στο λέω και άλλο να το βλέπεις και εκεί που ήμουν καρφωμένος στην οδήγηση γέρνει η Τούλα και μου γλείφει το αυτί, αυτό ήταν, τέντωσα δικέ μου ολόκληρος, σκλήρυνα, πέτρωσα από κορφή μέχρι νύχια, πατάω καταλάθος γκάζι μου στρίβει το τιμόνι και πάω ντουγρού πάνω σε μια κολόνα, δε μασάω δείχνω ψυχραιμία άνευ προηγούμενου, αλλάζω αμέσως κατεύθυνση στο τιμόνι τραβάω χειρόφρενο πατάω τέρμα γκάζι και ξανά αλλάζω μεριά στο τιμόνι να το φέρω τε τα κε και…. Σμπαράλια το εργαλείο και η κόρνα να βαράει στη διαπασών.
Ξύπνησα στο Τζάνειο με βραχιόλια και δυο καρούμπαλα, έφαγα 4 μήνες μετεκπαίδευση στο κάγκελο! Η Τούλα την γλίτωσε, ούτε μια αμυχή!
Για αυτό σου λέω άμα είσαι παθών, βλέπεις τι βροχή και στρίβεις ρόδα μυρωμένα.
Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-Sam