Τι μου ήρθε τώρα στο μυαλό που κάθομαι στο ντιβάνι μου και καπνίζω το τσιγαράκι μου; Α ρε τι σου είναι τα χρόνια τα παλιά,σο δύσκολα και να τα έχεις περάσει πάντα θα τα θυμάσαι με νοσταλγία!
Σε μια απροσδιόριστη στιγμή του παρελθόντος ενός ακαθόριστου μέρους, κάποιος καλλιτέχνης έγραψε μερικούς στίχους οι οποίοι έλεγαν…
Να ξαναγινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι
με κοντό παντέλονο, μπάλα και ξυλίκι,
στο Χατζηκυριάκειο και στην Τερψιθέα
στάκαμαν να παίζαμε όλη η παρέα.
Να ξαναγινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι
με κοντό παντέλονο, μπάλα και ξυλίκι.
Παίζαμε και γελούσαμε
ξυπόλυτοι γυρνούσαμε,
παίζαμε και γελούσαμε
ξένοιαστα χρόνια ζούσαμε.
Υπήρχε και ένα άλλο του ιδίου καλλιτέχνη… το έπιασες; Του ιδίου και όχι του ίδιου καθότι μιλάμε και την καθαρεύουσα, το οποίο έλεγε με την σειρά του…
Τα παιδιά, τα παιδιά,
τα φιλαράκια τα καλά
τα σνομπάρεις κι ούτε δίνεις
σημασία πια καμιά.
Όλοι θα ζήσουμε,
όλοι θα ζήσουμε,
κι εσύ με τα πολλά
κι εμείς με τα λίγα.
Εμείς δεν είχαμε χαρτί
κι εσύ είχες τον ρήγα.
Απ’ αυτούς ήμουν και εγώ, δεν είχα ποτέ καλό χαρτί πάντα οι άλλοι είχαν το ρήγα. Από μικρός αναγκάστηκα να μάθω με τα λίγα όχι γιατί το ήθελα αλλά γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ σε αυτό. Δε διαλέγεις που η από ποιον γεννιέσαι. Βλέπεις όποιος γεννηθεί φτωχός και σε φτωχογειτονιά δύσκολα θα ξεφύγει από την μοίρα του. Το πολέμησα, προσπάθησα να ανεβώ, να ξεφύγω από τον βούρκο, όμως τώρα που σπάω τις χάντρες μία μία νιώθω ότι απέτυχα.
Το να μεγαλώνεις με μια μητέρα που δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τα βγάλει πέρα και να έχεις κάτι θείους που μπαινοβγαίνουν στο κάγκελο για απατεωνιές δεν βοηθάει στο να ξεκολλήσεις. Δικαίωμα, κάλοι άνθρωποι ήταν αλλά είχαν και αυτοί τους δαίμονες τους, να ξεκολλήσουν προσπαθούσαν…
Δε μετανιώνω για αυτά που έκανα, ώπα, τα έκανα; Τα έκανα! Είναι το παρελθόν, είναι οι θύμησες μου και είμαι συνδεμένος με αυτά. Λάθη; Πολλά! Σωστά; Λίγα! Ποιος όμως δεν έκανε λάθη στην πορεία της ζωής, ποιος ήξερε από την αρχή πιο δρόμο να πάρει; Κάποτε ένας παλιός μπεσαλής μάγκας μου είπε όταν ήμουν 10 χρονών και με τσίμπησε που του έκλεψα το πακέτο με τα τσιγάρα, άλλος θα με έδερνε αλλά αυτός μου είπε…
-Πιτσιρίκο κράτα το πακέτο, τώρα που είσαι μικρός κάνε λάθη είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να φτάσεις στο σωστό.
Και είχε δίκιο ο μάγκας. Αυτό όμως που δεν προέβλεψε ήταν πως μέχρι να φτάσω στο σωστό ήταν τόσα πολλά τα λάθη που με είχαν στιγματίσει, είχαν σημαδέψει τόσο πολύ την ψυχή μου που όταν έφτασα στο σωστό δεν μπορούσα να το αναγνωρίσω.
Ξέρεις η ψυχή είναι κάτι το περίεργο, είναι αδηφάγα, όλο θέλει θέλει θέλει και δεν ικανοποιείται με τίποτα. Πολεμάς να κάνεις το πρώτο βήμα και όταν το κάνεις και ξεχωρίσεις, θες το δεύτερο μετά το τρίτο και ποτέ μα ποτέ δεν είσαι ικανοποιημένος. Αυτό έπαθα και εγώ, πάντα ήθελα το κάτι παραπάνω πάντα κάτι μου έλειπε, ποτέ δεν ικανοποιήθηκα, ακόμα και όταν βρέθηκα με αρκετά χρήματα, με σωστές γυναίκες πάντα ένιωθα ένα κενό. Αυτό το κενό με έτρωγε σα σαράκι, με κατέστρεψε, τώρα που ας πούμε πλησιάζω στο τέλος, τώρα κατάλαβα τι ακριβώς ήταν, ήταν το παρελθόν μου, δε μπόρεσα ποτέ να ξεφύγω από αυτό, πάντα ένιωθα κατώτερος.
Έλαχε να είμαι και συναισθηματίας και κάθε φορά που χώριζα από μια μεγάλη καψούρα έπεφτα πάλι στα τάρταρα και άμα αδελφέ μου η ψυχολογία σου πέσει στο ναδίρ, τι θα κάνεις; Θα ξανακυλήσεις στο βούρκο.
Έπρεπε να μπαμπακιάσουν τα μαλλιά μου για να καταλάβω πως η ευτυχία δεν κυνηγιέται, όσο πιο πολύ την ψάχνεις τόσο πιο πολύ θα σου γλιστράει. Η ευτυχία θα σου έρθει από εκεί που δεν το περιμένεις, και όταν έρθει αν έρθει, την ζεις εκείνη την στιγμή όσο πιο έντονα μπορείς παρακαλώντας να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, ποτέ όμως δε κρατάει αρκετά, είναι σαν μια γλυκιά μέθη που σιγά σιγά σβήνει…
Πολλές φορές θα περάσει από δίπλα σου και άλλες τόσες θα την αφήσεις να χαθεί ανεκμετάλλευτη. Δε φταις, μη σου πουν ότι φταις, άνθρωπος είσαι, έχεις να παλέψεις με τον εαυτό σου πρώτα…
Άλλα λέει το μυαλό, άλλα θέλει η καρδιά, άλλα ποθεί η ψυχή και εσύ; Στη μέση όλου αυτού του μπερδέματος. Άντε βγάλε άκρη!
Τώρα που βρίσκομαι στην φυλακή και κάνω τον απολογισμό μου, νιώθω ένα βάρος εδώ στο στήθος, όχι για αυτά που έκανα αλλά για αυτά που δεν έδωσα την ευκαιρία στον εαυτό μου να κάνει.
Συγγνώμη που σήμερα δεν μοιράζομαι κάποια μοναδική ιστορία μου μαζί σας αλλά μοιράζομαι τον πόνο μου…
Η φυλακή που βρίσκομαι αυτή την στιγμή και κρατάει το σώμα μου δεν είναι τίποτα μπροστά στη φυλακή του μυαλού. Εκεί βρίσκεται η πραγματική και είναι τόσο επώδυνη που σε σπρώχνει όλο και πιο βαθειά στην κατάθλιψη.
Και όμως είμαι σίγουρος πως αν ξαναγεννιόμουν και είχα επιλογή που θα ζήσω, πάλι στην ίδια γειτονιά θα έλεγα με την ίδια μάνα, με τους ίδιους φίλους και με τα ίδια λάθη. Ξέρεις γιατί; Γιατί κάνεις τελικά δε μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του. αν διάλεγα να γεννιόμουν σε πλούσια γειτονιά δε θα γνώριζα ποτέ τον κολλητό μου τον Γιάννη θεός χωρεστών.
Η ζωή είναι ζυγαριά κάτι κερδίζεις κάτι χάνεις, όλα δικά του κάνεις δεν τα είχε.
Σήμερα δεν έχω όρεξη για πολλά λόγια θα κλείσω με κάτι που έγραψα κάποτε που δεν ήμουν καλά…. το ονόμασα σημαδεμένο λαχείο, ας πούμε ότι το αφιερώνω στην ψυχή της κυρά Μαρίας.
Σε ένα κελί σκοτεινό με κλειδώσαν
Και την ψύχη μου αμαυρώσαν
Είπαν άσ’ τον εκεί θα μαλακώσει
Και η μαγκιά του θα ισιώσει
Μαγκιά μέσα μου δεν είχα
Απλώς απ’ την ίσια ζωή απείχα
Δεν ήξερα το τρόπο για να ζήσω
Μου δίδαξαν ποτέ να μη δακρύσω
Στη γειτονιά που μεγάλωσα
Πρώτος στο βούρκο σκαρφάλωσα
Τα αθώα χρόνια δε τα γνώρισα
Την παρανομία καλωσόρισα
Άγνωστη λέξη το σχολείο
Με είπαν σημαδεμένο λαχείο
Οι μάγκες είπαν πως ο μικρός έχει ταλέντο
Και γω καμάρωνα λες κι ήταν κομπλιμέντο
Τον ήλιο έκανα εχθρό μου
Και τη νύχτα βοηθό μου
Ένας τυφλοπόντικας χαμένος
Ένας νέος βιασμένος
Στο σχοινί τους ακροβάτισσα
Λάθος γνώμη για μένα σχημάτισα
Έγινα του βασιλιά το πιόνι
Το μαύρο σκυλί που δαγκώνει
Τώρα που το μυαλό γυρίζει πίσω
Μου έρχεται όλα να τα σβήσω
Μα κάνεις δε θα με δικαιολογήσει
Μακάρι να ήταν αυτό άλλο ένα μεθύσι
Συγγνώμη να ζητήσω δε τολμάω
Αφού τα έκανα κάλος και τα περνάω
Μεγάλωσα δίπλα σε μαχαίρια
Δεν έμαθα τι σημαίνει ελεύθερα χέρια
Μια υπόσχεση στον εαυτό μου θα δώσω
Ποτέ ξανά ποτέ δε θα θυμώσω
Όλα τα πίσω θα κάνω πέρα
Την καρδιά μου θα κάνω μέρα
Μάνα τώρα σε καταλαβαίνω
Ελπίζω μ’ αυτά τα λόγια να σε ζεσταίνω
Το γράμμα σαν διαβάσεις
Μη κλάψεις μη δειλιάσεις
Ο γιος σου φεύγει ευτυχισμένος
Και πίστεψε το ξαναγεννημένος
στο τέλος να που έμαθα να αγαπάω
Μάνα πάντα μέσα μου θα σε κουβαλάω!
* Ο μάγκας είναι ένας από όλους αυτούς τους ανώνυμους <<ήρωες>> που γεννηθήκαν σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά στα μέσα του 1940. Ένας από όλους αυτούς που για να επιβιώσει έπεσε στην αλητεία, την κλεψιά και την πονηρία, συνάμα όμως έμαθε την μπέσα, την τιμή και την αξία του λόγου. Τώρα που γέρασε μας αφηγείται μέσα από την φυλακή στιγμές από την ζωή του!
V-Sam