Με το χέρι στην καρδιά και βαθιά συγκινημένος, ο Λευτέρης Βογιατζής υποκλίθηκε τον Αύγουστο – μπροστά στο όρθιο κοινό της Επιδαύρου που χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, θέρμη και ευγνωμοσύνη έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο- μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού «Αμφιτρύωνα», που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο θα επανερχόταν στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου αλλά λόγω αδιαθεσίας του ακυρώθηκαν οι παραστάσεις. O 68χρονος σκηνοθέτης νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες σε κρίσιμη κατάσταση στο Υγεία και μετά από σκληρή μάχη με την επάρατη νόσο νικήθηκε νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης.
Καλλιτέχνης που μοιάζει να επέλεγε πάντοτε τον δύσκολο δρόμο για να κάνει θέατρο, για τον Λευτέρη Βογιατζή κάθε συγγραφέας, κάθε έργο ήταν άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του.
«Λειτουργεί μια περίεργη συμμαχία κάθε φορά, γίνεται μια αλληλεπίδραση. Ο συγγραφέας σε κάνει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου και μετά περπατάς πάνω στα δικά σου χνάρια, τα οποία όπως παραδέχθηκες χάρη σ΄ αυτόν. Τα έργα που κάνω είναι σαν να έχουν τελειώσει. Δεν έχω και καλή μνήμη» είχε δηλώσει στο παρελθόν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα».
«Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο…Η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια, το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως. Το ένα είναι βοηθός του άλλου. Κάποτε μπορεί να έλεγα ασχολούμαι με λεπτομέρειες και χάνω την ουσία. Δεν υπάρχει αυτό. Σημασία έχει ο τρόπος που ασχολείσαι με ό,τι ασχολείσαι. Και όχι μια γενική εντύπωση του τι είναι σωστό και τι είναι καλό. Αυτά δεν ισχύουν στη δημιουργία ούτε στη διδασκαλία. Κάνουν κακό. Τα παιδιά συνηθίζουν σε μια ομαδοποίηση και όχι στην ατομικότητα. Κι εννοώ την ατομικότητα που δεν διαθέτει την έπαρση του “εγώ είμαι και κανείς άλλος δεν είναι”. Αντιθέτως. Δεν πρέπει να τονίζεται, αλλά να γίνεται. Και για να γίνει, θέλει ταλέντο…», προσθέτει στην ίδια συνέντευξη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα.
«Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει όμως να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα λοιπόν να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω ‘γω; Κανονικός. Αυτό», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή.
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον ρόλο της Γιαγιάς, στον «Κυριακάτικο Περίπατο», σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη.
Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον ‘Αλφρεντ, στις «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης», την επώνυμη ηρωίδα στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους «Βατράχους», τον Ταρτούφο, στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Η ΣΚΗΝΗ» με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε η «ΣΚΗΝΗ», ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: «Η Σπασμένη στάμνα» του Χ. φον Κλάιστ, «Οι Αγροίκοι» του Κάρλο Γκολντόνι, «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Α. Γκριμπογιέντοφ, «Σε φιλώ στη μούρη…» του Γ. Διαλεγμένου για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87.
Το 1988 ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, , σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου».
Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία «Κατσούρμπος», του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά».
Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (1996), «Ελένη» του Ευριπίδη, «Η νύχτα της κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου (1998) για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης» και το βραβείο Κάρολος Κουν, βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών, «Οι Πέρσες» του Αισχύλου (1999), «Τέφρα και σκιά» του Χάρολντ Πίντερ (2000).
Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το «Καθαροί πια», όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σ’ εσάς που με ακούτε» και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην, το «Crave» (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, «Το Σχολείο των γυναικών».Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το «Bella Venezia», για το οποίο απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην «Ήμερη» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το «Υστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, το «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ και «Ο Τόκος» του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Στον κινηματογράφο συμμετέχει σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μία μεγάλη φιλία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη», «Beautiful people», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Βαριετέ», «Μελόδραμα»).
Μιλώντας για τη σημερινή Ελλάδα στη “Lifo”, ανέφερε: «Δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν.
Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια. Αποκτάς μια σιγουριά και γίνεσαι πρόχειρος. Δεν μπορείς να γράφεις ψέματα ότι σου αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν αξίζει. Για να μπορέσω να σε πείσω για κάτι που δεν αξίζει, μπαίνω στην ίδια διαδικασία που μπαίνει ένας ηθοποιός. ‘Αμα το κάνω εκατό φορές, γίνομαι στο τέλος αυτό που παριστάνω. Έτσι, εγώ μεν πιστεύω αυτό που γράφεις, αλλά η τιμωρία σου είναι ότι γίνεσαι κακόγουστος».
«Δεν με συγκινούν τα ωραία. Με συγκινεί η χώρα μου γιατί την έχω συνηθίσει….. Είχα κάθε ευκαιρία, και πολύ καλές καλλιτεχνικά, να φύγω εξωτερικό. Σχεδόν δεν θέλησα. Έβρισκα τρόπους να μην πηγαίνω. Θα ήταν ενδιαφέρον να πήγαινα, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι έχω λύσει κάτι βασικό εδώ. Μια φορά, ένα πολύ μεγάλο θέατρο μου έκανε μια πρόταση και μου έστειλε ηθοποιούς να διαλέξω. Όταν τους είδα, έκανα την πολύ ηλίθια σκέψη ότι με αυτούς θα έχω τελειώσει την παράσταση σε δεκαπέντε μέρες. Μα, είναι δυνατόν να κάνω εγώ παράσταση σε δεκαπέντε μέρες;», κατέληξε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ