Παρακολουθήσαμε τον «Γλάρο» του Α. Τσέχωφ από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου.
Γράφει η Νεφέλη Παπαθανασίου
Η γνωστή ιστορία του Ρώσου συγγραφέα ζωντανεύει για άλλη μια φορά, στην σκηνή της Φρυνίχου.
«Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι ανδρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα»: με αυτά τα λόγια περιέγραφε ο ίδιος ο Άντον Τσέχωφ τον Γλάρο.
Ο νεαρός Τρέπλιεφ, προσπαθεί να κερδίσει το σεβασμό της μητέρας του –μεγάλης θεατρικής πρωταγωνίστριας, της οικογένειας αλλά και ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου ανεβάζοντας την δική του παράσταση, στην εξοχική κατοικία της οικογένειας και μάλιστα με πρωταγωνίστρια την επίσης μικρή αγαπημένη του Νίνα.
Όταν η παράσταση καταστρέφεται, τα πάντα θα πάρουν μία άσχημη τροπή και οι ζωές των πρωταγωνιστών θα αρχίσουν να περιπλέκονται με τραυματικές συνέπειες για όλους.
«Ο γλάρος» θεωρείται ως ένα από τα πλέον αυτοβιογραφικά έργα του Τσέχωφ και απεικονίζει γλαφυρά την προσωπική του μάχη με την αδράνεια, την τυποποίηση της τέχνης, την αναζήτησή του για καινούργιες καλλιτεχνικές φόρμες. Το έργο όπως πάντα διέπεται από την γνωστή «έλλειψη δράσης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κι ο ίδιος , η οποία όμως είναι καθαρά επιφανειακή. Με μία απλή παρατήρηση των χαρακτήρων βλέπει κανείς τρομερή –αν όχι κίνηση- κινητικότητα και το βαρύ ψυχικό φορτίο των ηρώων παρέχει όλη την δράση που χρειαζόμαστε.
Η σκηνοθεσία είναι ουσιαστικά μίαν ανάγνωση του έργου, αφού σε πολλά σημεία οι ηθοποιοί επεμβαίνουν ως αφηγητές προς επεξήγηση της ιστορίας, για να υπογραμμίσουν αντιδράσεις, για να εισάγουν το πρόσωπο που πρέπει να μιλήσει. Όλα αυτά, αντί να αφαιρούν, προσθέτουν στην θεατρικότητα της παράστασης και κατά κάποιο τρόπο σε εισάγουν πιο πολύ στο κλίμα.
Τα πάντα είναι τονισμένα, εμφατικά, συμπυκνωμένα, χωρίς μία αναγκαστική ροή να πλατειάζει ανά διαστήματα ή να κουράζει.
Η προσέγγιση είναι ουσιαστικά ένα “back to basics” αφού ο σκηνοθέτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό, να πετάξει οποιαδήποτε επίφαση κλασσικού από το κείμενο και να εντρυφήσει στην ουσία του.
Οι ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών, αδιαμφισβήτητα άρτιες από την αρχή έως το τέλος.
Ξεχωριστή μνεία οφείλει να γίνει για τον πρωταγωνιστή Γκαλ Α. Ρομπίσα, ο οποίος εκτός από την αξιοζήλευτη υποκριτική του ερμηνεία , κινούνταν με αέρινες κινήσεις επί σκηνής και ολόκληρο το παίξιμό του φάνταζε σαν χορογραφία πέραν των αμιγώς χορευτικών κομματιών που ερμήνευσε.
Στα συν της παράστασης και οι ερμηνείες της Γιώτας Φέστα, της Έφης Γούση, του Θανάση Μιχαηλίδη και του Λάμπρου Γραμματικού.
Ο «Γλάρος» δεν είναι μία παράσταση ψυχαγωγίας, τουλάχιστον σε αυτή την εκδοχή του. Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας για τα ανήσυχα πνεύματα, τα διαρκώς κινούμενα και πάντα αβέβαια.
Ο ίδιος ο γλάρος είναι ο καθένας από εμάς που ψάχνει να βρει διεξόδους, τρόπους για να μην βαλτώσει και να συνεχίσει να πετά ελεύθερος αν και μετέωρος. Το τραγούδι “Back to black” που ακούγεται συχνά στην παράσταση, συμβολίζει αυτό το τελικό ολίσθημα προς την συνήθεια, την υποταγή και την πεπατημένη που μοιάζει κάποτε αναπόφευκτο. Ίσως όμως τελικά να μην έχει και σημασία πώς θα καταλήξει η πορεία προς την αλλαγή, αλλά μόνο η προσπάθεια.
Διαρκεια : 130 ‘
Σκηνοθ.: Γ. Παρασκευόπουλος
Ερμηνεύουν: Θ. Μιχαηλίδης, Γ. Φέστα, Γ. Βεργούλης, Γκαλ Α. Ρομπίσα, Χρ. Μπαχτσεβάνη, Στ. Νίνης, Έφη Γούση. Μετάφρ.: Ξ. Καλογεροπούλου. Σκην.: R. Antony. Κοστ.: Β. Μπαρμαρίγος. Μουσ.: Μ. Μυλωνάκης. Φωτ.: Αλ. Αναστασίου.
Τέχνης “Κάρολος Κουν”, Φρυνίχου 14, Πλάκα
2103222424
Πεμ. – Σαβ. 9.15μ.μ. Τετ./Κυρ. 8.00μ.μ.