Ομόνοια, ώρα 8.30μμ διασχίζω την Πειραιώς για να φτάσω στο Bios προκειμένου να παρακολουθήσω την τελευταία παράσταση «Παράσιτα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Βογιατζή. Καθ’ οδόν εικόνες της Αθήνας του περιθωρίου, γνωστές και οικείες στους νυχτερινούς διαβάτες του κέντρου. Τριγύρω μου άνθρωποι που ζουν στις παρυφές της κοινωνίας ψελλίζουν μια γλώσσα ακαταλαβίστικη μέσα σε μια πόλη – χωνευτήρι που όλους τους χωράει και όλους τους ξερνάει.
Με το βλέμμα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο τους προσπερνώ. Καταφθάνω στο Bios, εκεί συναντώ και κάποιους συναδέλφους που εργάζονται στο πεδίο της απεξάρτησης και της πρόληψης των εξαρτήσεων, οι οποίοι ήρθαν επίσης για να δουν την παράσταση.
Η παράσταση τέλειωσε και ξαναεπιστρέφω από τους ίδιους δρόμους με τα πόδια προς την Ομόνοια συνειδητοποιώντας πως η παράσταση μάλλον δεν έχει τελειώσει… Εξελίσσεται ακόμα σε κάθε κρυμμένη γωνία τριγύρω, στο λίγο πιο πάνω, στο λίγο πιο πέρα και νιώθω πως λίγο αν λοξοδρομήσω θα βρεθώ μούρη με μούρη με τις ηρωίδες του έργου.
Εκείνη τη στιγμή αναρωτιέμαι «Έχει νόημα να γράψω κάτι για μια παράσταση που σήμερα μάλλον τελειώνει;» και μετά απαντώ στον εαυτό μου «Πάντα έχει νόημα να μιλήσει κανείς για τους ανθρώπους που τους δόθηκε η ταμπέλα του «παράσιτου», του χαρακτηρισμένου «απόβλητου» της κοινωνίας».
Ξέχασα να σας συστηθώ, το όνομα μου δεν έχει και πολύ σημασία θα το βρείτε στο κάτω μέρος του κειμένου. Αυτό που έχει ενδεχομένως σημασία είναι ότι είμαι ένας άνθρωπος με δύο επαγγελματικές ιδιότητες, η μία είναι του Κοινωνικού Λειτουργού και η άλλη του Ηθοποιού, δύο ταυτότητες ή πιο σωστά δύο «παράθυρα» μέσα από τα οποία μπορώ να βλέπω τον κόσμο… Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο εργάζομαι στον ΟΚΑΝΑ, στο πεδίο κυρίως της Πρόληψης των Εξαρτήσεων και επίσης διδάσκω «Θεατρική Αγωγή» στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας του ΟΚΑΝΑ.
Εν κατακλείδι και για να μην μακρηγορώ τυγχάνει να συναντώ κάθε μέρα «την Πίνκ και τη Ρόλλυ», απ’ το πρωί που θα πάω για δουλειά στη Σοφοκλέους περνώντας από τους κλασσικούς περιέργους δρόμους. Τις συναντώ επίσης και στο μάθημα, όπου προσπαθούν μέσα από θεατρικά κείμενα να εκφράσουν κάτι από τον δικό τους ιδιαίτερο κόσμο και έχω να πω πως κάθε μέρα ανακαλύπτω πολλούς κρυμμένους θησαυρούς, θαμμένους πίσω από τις οποιεσδήποτε κοινωνικές προσφωνήσεις και ταμπέλες. Εχθές ξανασυνάντησα «την Πινκ και τη Ρόλλυ» ανεβασμένες σε μία σκηνή θεάτρου.
Αυτό το κείμενο ωστόσο δεν είναι μια κριτική θεάτρου, δεν είναι ένα άρθρο ψυχολογίας, δεν είναι μια κοινωνική έρευνα, είναι απλά προσωπικές εικόνες, σκέψεις και προβληματισμοί ενός ανθρώπου που ξέρει ότι συχνά η Ζωή συναντά την Τέχνη και η Τέχνη συναντά τη Ζωή με ό,τι μαγικό μπορεί αυτό το συναπάντημα να φέρει. Κάτι μαγικό συνέβη για μένα και εχθές στη σκηνή του Bios, στη συγκεκριμένη παράσταση, που μου γέννησε την ανάγκη απλά να γράψω κάτι…
Η ιστορία της Πίνκ και της Ρόλλυ για μένα είναι μια παραβολή μιας ολόκληρης κοινωνίας που βρίσκεται σε σήψη, μιας κοινωνίας που νοσεί καθολικά. Ακόμη και αν μια μέρα κατάφερνε να εξυγιάνει όλα τα «παράσιτά» της την επόμενη θα είχε την ανάγκη ενδεχομένως να τα ξαναπλάσει και να τα συντηρήσει γιατί σίγουρα σε κάτι την εξυπηρετούν.
Τα «παράσιτα» ζουν εις βάρος της κοινωνίας αλλά και η ίδια η κοινωνία συχνά τα θρέφει ευλαβικά για τους δικούς της λόγους, για να υπάρχει πρώτα απ’ όλα ένας σαφής διαχωρισμός του «υγιούς» και του «άρρωστου», του «φυσιολογικού» και του «προβληματικού». Τα συστήματα χρειάζονται πάντα χωματερές για τα απόβλητά τους, χρειάζονται τους Βάρβαρους κατά τον Καβάφη για να μπορέσουν με έναν τρόπο να συντηρηθούν και να υπάρξουν. Τα ‘χει πει αυτά και ο Mισέλ Φουκώ στην «Iστορία της Tρέλας», δεν είναι δα και κάτι τόσο πρωτάκουστο.
Η Πίνκ και η Ρόλλυ είναι δύο αδελφές, δύο κορίτσια στη χρήση, με μια σχέση συγχωνευτική, ένας δεσμός αίματος ισχυρός, επικυρωμένος από πληγές και τραύματα του παρελθόντος. Ένας δεσμός που περικλείει όλη την γκάμα των συναισθημάτων που έχουν οι άρρωστες συγγενικές σχέσεις… Αγάπη, εξάρτηση, ζήλεια, μίσος κι όλα σε έναν υπερθετικό βαθμό πάντα εις το όνομα της «αγάπης».
Οι συγγενείς μπορούν να αγαπάνε και ταυτόχρονα να πονάνε ο ένας τον άλλον μέσα από έναν δεσμό με δεσμά, από τον οποίο είναι δύσκολο όλοι μας να ξεφύγουμε γιατί απλά «το αίμα νερό δε γίνεται» όπως λέει και η παροιμία. Αυτή η συγχωνευτική σχέση των δύο εξαρτημένων αλλά και αλληλο-εξαρτώμενων κοριτσιών έχει τη δύναμη άλλοτε να τις τραβάει προς το φως και άλλοτε προς το σκοτάδι.
Στο θεραπευτικό πεδίο υπάρχει μπόλικη βιβλιογραφία σχετικά με τη συγχωνευτική σχέση των αδελφών στη χρήση, άρα απ’ ότι φαίνεται η συγγραφέας κατάφερε αριστοτεχνικά να πλέξει έναν ρεαλιστικό διάλογο ξεδιπλώνοντας ένα μικρό ψυχογράφημα πίσω από κάθε ατάκα.
Όταν η Ρόλλυ αγωνίζεται να αυτονομηθεί και να διαφοροποιηθεί προσπαθώντας να ξεκόψει λέει στην Πίνκ: «Αυτή είναι η δικιά σου ιστορία» υπονοώντας ότι «Εγώ θέλω πια να φτιάξω μια άλλη ιστορία, μια άλλη αφήγηση του παρελθόντος μου, μια άλλη εικόνα του εαυτού μου, να ονειρευτώ διαφορετικά το μέλλον μου». Στην ιδέα και μόνο της «απόσχισης» η Πίνκ είναι εκεί και καραδοκεί, έτοιμη να δωρίσει στη Ρόλλυ με αδελφική αγάπη ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια και ένα φιξάκι-εισιτήριο στον κόσμο που όλοι οι πόνοι προσωρινά σταματάνε. Η αιτιολογία απλή «Πουθενά δεν είναι σαν στο σπίτι» κοινώς το ρημάδι το αίμα νερό δε γίνεται. Γιατί; Γιατί απλά δεν αντέχει να ζει μόνη της στην κόλαση, θέλει να μοιραστεί την κόλαση και τον φτιαχτό παράδεισό της με το μόνο κοντινό πρόσωπο που της απέμεινε. Αρρωστημένη ανάγκη μεν αλλά βαθιά ανθρώπινη… Μάλλον έγινα σπόιλερ!…
Φοβεροί συμβολισμοί υπάρχουν μέσα σε αυτή την παράσταση. Δύο κόκκινα παπούτσια γίνονται το αίμα που ενώνει τις δύο αδελφές, το αίμα που ρέει στις φλέβες τους και που διψάει και αδημονεί για ουσία. Ένας ομφάλιος λώρος που δύσκολα κόβεται και δύσκολα «καθαρίζει». Κι άλλα πολλά ωραία σύμβολα έχει αυτή η παράσταση, αλλά δε θα γίνω άλλο σπόιλερ όχι, ας αφήσω και κάτι για έκπληξη! Θα σημειώσω μόνο κάποιες σκέψεις.
Αλήθεια αναρωτιέμαι μερικές φορές για κάποιους ανθρώπους που είχαν την ατυχία να γεννηθούν στις παρυφές της κοινωνίας ή αλλιώς μεταχειριζόμενη μια γλώσσα πιο σκληρή «στον υπόνομο», πόσες πραγματικά ευκαιρίες έχουν για να μην ξανακαταλήξουνε στον «ακάλυπτο χώρο» του περιθωρίου; Πόσες αντικειμενικές ευκαιρίες θα τους δοθούνε και πώς θα μπορέσουν να τις εκμεταλλευτούν;
Η ιστορία της Πινκ και της Ρόλλυ με μια πιο ωμή, ρεαλιστική ματιά μάλλον θα επαναληφθεί, το τραύμα θα ξαναγεννήσει τραύμα και ο κύκλος θα διαιωνίζεται… Οικοτροφεία, μια πληγωμένη και κατακρεουργημένη αθωότητα, παραβατική συμπεριφορά, αναμορφωτήρια, φυλακές, κακοποίηση ψυχική και σωματική, τραύματα και ουλές ανοιχτές, άρρωστοι δεσμοί αίματος και όλα αυτά μαζί θα ψάχνουν να βρουν μια πρόσκαιρη ανακούφιση μέσα σε λίγα γραμμάρια. Ο υπόνομος θα ξαναγεννήσει υπόνομο, η χωματερή θα παραμείνει χωματερή γιατί κάθε κοινωνία πρέπει να έχει όπως είπαμε τα «απόβλητά» της. Και σε αυτό το σημείο μού έρχονται στο μυαλό τα λόγια μιας συναδέλφισσας που έχει δουλέψει πολλά χρόνια σε Θεραπευτική Μονάδα «Ρε, συ, είναι κάποιοι άνθρωποι με τόσο απίστευτα τραυματικές ιστορίες, με τόσο νοσηρό και κακοποιητικό backround που λες και η χρήση ήταν πραγματικά ο μόνος τρόπος για να «κοιμήσουν» τον πόνο τους και να αντέξουν…». Τα συμπεράσματα δικά σας.
Η Ρόλλυ και η Πίνκ της συγκεκριμένης παράστασης ήταν δύο ανάγλυφοι χαρακτήρες, τις βιώσαμε και τις αισθανθήκαμε στη σκηνή ως πορτραίτα και σύμβολα μέσα από δύο ρεαλιστικές ερμηνείες δοσμένες από δύο υπέροχες Κατερίνες. Γιατί κακά τα ψέματα δεν είναι εύκολο στο σανίδι να αναπαριστάς με ρεαλισμό ένα σύνδρομο στέρησης ή ένα άτομο κάτω από την επήρεια ψυχοτρόπων ουσιών. Τα σώματα των ανθρώπων που είναι στη χρήση είναι μια άγνωστη και ακατανόητη εμπειρία για τους «καθαρούς» ανθρώπους.
Είναι δύσκολο να αποδοθούν θεατρικά γιατί είναι κάτι πέρα από αυτό που φανταζόμαστε… Είναι ίσως κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέει η Ρόλλυ κάποια στιγμή μέσα στο έργο: «H Μέι δεν είχε πάρει ποτέ ναρκωτικά… Το φαντάζεσαι να μη χρειάζεται να πάρεις τίποτα; Φαντάζεσαι έναν άνθρωπο που να μην έχει ανάγκη να γεμίσει τις φλέβες του με «άσπρη» για να νιώσει καλά;» Και μεις «οι καθαροί» απέξω λέμε: «Ρε, συ, αυτός παίρνει ναρκωτικά, φαντάζεσαι πώς είναι να χρειάζεσαι συνεχώς να πάρεις κάτι για να νιώσεις καλά;»
Για μένα αυτό που πετυχαίνει περισσότερο αυτό το έργο ως κείμενο αλλά και η συγκεκριμένη θεατρική απόδοσή του είναι το εξής: Η συγγραφέας αντιστρέφει τον φακό λήψης και πρόσληψης από το «έξω» στο «από μέσα». Κάνει εμάς τους «καθαρούς» να δούμε μέσα από τα μάτια των «βρώμικων». Γιατί όσο βρώμικες και αν είναι η Πίνκ και η Ρόλλυ για μας, άλλο τόσο βρώμικος είναι κι ο κόσμος που τις περικλείει μέσα από τα δικά τους μάτια. Αντιστρέφοντας το πρίσμα ίσως αυτή η ματιά να κρύβει πολλές «δόσεις» σκληρής αλήθειας. Η Πίνκ και η Ρόλλυ δε ζουν σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, είναι δύο γυναίκες που εκπορνεύονται και πουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν σε έναν κόσμο που ο καθένας αγοράζει οτιδήποτε και όπως το βρει με βάση πάντα τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης…
Κι αν μπορεί κι αυτός θα εκμεταλλευτεί το οτιδήποτε όπως και οι άλλοι εκμεταλλεύονται το οτιδήποτε απ’ αυτόν. Αυτός που πληρώνει για έρωτα την Πίνκ και τη Ρόλλυ ίσως κι αυτός να ξεπουλήθηκε λίγο πιο πριν με ένα’ άλλο τρόπο, βγάζοντας στο σφυρί όνειρα, ιδέες, αξίες, ιδεολογίες, σε μια κοινωνία άκρως καπιταλιστική που τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται.
Σ’ αυτήν την κοινωνία το «καθαρό» και «το βρώμικο» είναι τόσο σχετικές έννοιες που απέχουν συχνά μία ανάσα, μια μικρή κλωστή το ένα απ’ το άλλο. Η Πίνκ και η Ρόλλυ είναι θύτες και ταυτόχρονα θύματα σε ένα παιχνίδι εναλλαγής ρόλων που όλοι μας παίζουμε συχνά στη ζωή, ασχέτως αν έχουμε την ειλικρίνεια να το παραδεχτούμε. Το «μέσα» και το «έξω», το «άρρωστο» και το «φυσιολογικό» καμία φορά δύσκολα διακρίνονται.
Ξαναεπιστρέφω σε μένα. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που επιμένω, με υπέρμετρο ρομαντισμό ίσως, να βλέπω σε κάθε «παράσιτο» της κοινωνίας μια ελπίδα, με την πεποίθηση ότι του αξίζει μια καλύτερη ζωή αρκεί να το πιστέψει. Πάντα η ιστορία μπορεί να αποκτήσει μια λίγο διαφορετική αφήγηση, μια λίγο διαφορετική τροπή, ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει. Με πολύ προσπάθεια πάντα και βοήθεια συνάμα μπορεί να συντελεστεί ένα μικρό θαύμα.
Ναι, πιστεύω πως και τα «παράσιτα» μπορούν να γίνουν κάποτε χρήσιμα και οι άνθρωποι στο περιθώριο έχουν το δικαίωμα να ονειρεύονται και να πραγματώνουν τα όνειρά τους, γιατί το ‘χω δει αυτό να συμβαίνει.
Για μένα οι μαθητές μου είναι μικρά διαμαντάκια που έτυχε να χαθούνε για λίγο ή και για πολύ μέσα στα σκουπίδια, είναι όμως εν δυνάμει χρήσιμοι άνθρωποι, τους αξίζει μια χείρα βοηθείας, τους αξίζει μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Πραγματικά ευχαριστώ όλους τους συντελεστές αυτής της παράστασης που έγιναν η αιτία αυτού του κειμένου και εύχομαι να μην ολοκληρωθεί εδώ η πορεία της.
Σεπτέμβρης 2018, πρώτο μάθημα στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας του ΟΚΑΝΑ. Ρωτάω τους μαθητές της τάξης αν έχουν δει ποτέ θέατρο και γενικά τι σημαίνει το θέατρο γι αυτούς. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έλαβα ως απάντηση από τον Κ. «Κοίτα εγώ παλιά σε αυτά τα θέατρα, εκεί τριγύρω στην Ομόνοια, κοιμόμουνα στους τοίχους τους, χωρίς ποτέ να αναρωτηθώ τι γίνεται εκεί μέσα. Ξέρεις, να αναρωτηθώ τι βλέπουν ρε παιδί μου οι άνθρωποι που μπαίνουν εκεί μέσα. Τώρα και ευχαριστώ τον Θεό γι αυτό, είμαι ζωντανός, είμαι καθαρός και μπορώ και γω σαν άνθρωπος να μπω και να δω τι γίνεται εκεί μέσα. Έχει μεγάλη διάφορα το απέξω απ το μέσα και ας τα χωρίζει ένας τοίχος. Χαίρομαι που μπόρεσα να δω τι συμβαίνει μέσα σε αυτούς τους τοίχους, κάτι που μέχρι πριν μου ήταν άγνωστο…». Αυτό εμένα απλά μου έδωσε τρομερή δύναμη για να συνεχίσω αυτό που κάνω και να προσπαθώ και γω να υπάρχω κάπου… Πού; Ίσως στο σημείο που η Ζωή συναντιέται με την Τέχνη και η Τέχνη με τη Ζωή…
Κι ας μην ξεχνάμε και το εξής. Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες που μεγαλουργήσανε, ήταν και εκείνοι κάποια από τα επονομαζόμενα «παράσιτα», ιδιοφυή και μοναδικά πλάσματα που άφησαν πίσω τους σπουδαία έργα. Άνθρωποι που τους απέβαλε σαν «απόβλητα» η κοινωνία και βρήκαν απάγκιο στον μαγικό κόσμο της Τέχνης. Βρήκαν κι αυτοί ένας μέρος που η «αλλοπρόσαλλη» φωνή τους δυνάμωσε τόσο πολύ… που επιτέλους ακούστηκε!
Της Βικτωρίας Σαμοθράκη, 22/2/2019
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η παράσταση ολοκλήρωσε τον πρώτο της κύκλο στην Αθήνα στον θεατρικό χώρο του Bios. Αναμένεται να περιοδεύσει σε διάφορες πόλεις της επαρχίας και ενδεχομένως να ξαναπαρουσιαστεί και στην Αθήνα σ’ έναν δεύτερο κύκλο παραστάσεων.
ΠΑΡΑΣΙΤΑ της Vivienne Franzmann
Μετάφραση: Αγγελική Κοκκώνη
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Βογιατζής
Σκηνικά-Κοστούμια: Ήρα Καραγκούνη
Μουσική επιμέλεια – Επικοινωνία: Ναιρί Πελτεγιάν
Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Χαρμαλιά
Φωτογραφίες: Κατερίνα Λιακοπούλου
Ψυχολογική διερεύνηση ρόλων: Λάμπρος Γιώτης
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Πινκ: Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη
Ρόλλυ: Κατερίνα Δημάτη
Άγνωστη γυναίκα: Κωνσταντίνα Χαρμαλιά
Ανδρική φωνή: Λάμπρος Γιώτης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ
Η Βικτωρία Σαμοθράκη κατάγεται από τη Λέσβο, σπούδασε Κοινωνική Εργασία, έκανε ένα μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και στην πορεία μυήθηκε στο θέατρο και την υποκριτική τέχνη ολοκληρώνοντας τη Δραματική Σχολή «Πράξη Επτά» το 2013. Έκτοτε ακροβατεί ανάμεσα σε διάφορες ταυτότητες και επαγγελματικές ιδιότητες. Ως κοινωνική λειτουργός έχει εργαστεί με διάφορες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες όπως πρόσφυγες, κακοποιημένες γυναίκες, ηλικιωμένοι, χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών κ.ά.
Στο θέατρο έχει εμφανιστεί στις παραστάσεις «Φωνές Γυναικών» Studio Πράξη Επτά, «Ο Αιγόκερως», «Weiβ» και «Βερενίκη» με την ομάδα Mannshauft στο Θέατρο Rabbithole, «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Επίσης το 2015 παρουσίασε ένα δικό της θεατρικό κείμενο με τίτλο «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Ένας μονόλογος της Ωραίας Ελένης» στο Studio Πράξη Επτά. Μόνιμο και πάγιο ενδιαφέρον της παραμένει το ων που λέγεται «Άνθρωπος».