Αθήνα, 1950. Μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μετανάστευση. Αθήνα του σήμερα. Απώλειες. Η Αγγέλα φτάνει από το χωριό της με μια βαλίτσα όνειρα να δουλέψει υπηρέτρια. Η μοίρα των τάξεων. Η μαστροπεία, η σήψη, τα λαϊκά μπλούζ, ο ιταλικός κινηματογράφος, μια Ελλάδα που μάχεται. Μνημόνια και κρίση. Αδιέξοδο. Αυλή και ιστορία. Υπόγειο και καημός. Όνειρα που κλείνουν σε ντουβάρια 1×1. Κινηματογραφικοί ήρωες σε ξεθωριαμένα πανιά με ασπρόμαυρα όνειρα και έρωτες. Επιβίωση και ματαιότητα. Ανασφάλεια… σ’ έναν τόπο όπου οι άνθρωποι πιάνουν ένα μπράτσο μόνο τις Κυριακές.
Μια Ελλάδα που προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της, εκεί που ξεπηδούν οι πρώτοι πίνακες του Τσαρούχη, η ποίηση του Ρίτσου, οι πρώτες νότες του Θεοδωράκη και οι μελωδίες του Χατζιδάκι, οι παραστάσεις του Κουν, τα αηδόνια του ρεμπέτικου και οι χορδές των μπουζουκιών, του Χιώτη και του Τσιτσάνη… η Αγγέλα είναι η Ελλάδα που παλεύει ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες.
Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου με την Αγγέλα, εκφράζει αυτή τη νέα πραγματικότητα που προήλθε από τον Εμφύλιο και σχημάτισε τη μικροαστική κοινωνία και το θέατρο στη μεταπολεμική Ελλάδα: το δίπολο της μεταπολεμικής ζωής μας σε πολλές εικόνες αλλά μόνο δύο πράξεις, όνειρο και διάψευση. Άραγε άλλαξε τίποτα τα τελευταία 60 χρόνια;
Σκηνοθεσία: Ενκε Φεζολλάρι
Επιμέλεια σκηνικού χώρου – Κοστούμια: Δάφνη Κούτρα
Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ζωή Αηδινιάν, Μαριάνθη Γραμματικού
Τραγούδι: Λόλα Γιαννοπούλου
Παίζουν: Ελένη Βεργέτη (Φανή), Κωστής Καλλιβρετάκης (Λάμπρος), Βασίλης Μαργέτης (Στράτος), Κωνσταντίνος Μωραΐτης (Μένιος), Ιρις Πανταζάρα (Νέρα), Βίκυ Παπαδοπούλου (Αγγέλα), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Γεωργία), Καλλιόπη Τζερμάνη (Άννα)
Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος-Λυκόφως
Λίγα λόγια για το έργο
Στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50, εποχή όπου η πρωτεύουσα άρχισε να φορτώνεται το βάρος μιας ολόκληρης χώρας, όταν μέρος του πληθυσμού της επαρχίας ξεκινούσε να ζήσει το όνειρο της πρωτεύουσας και να κερδίσει τον πολυπόθητο χαρακτηρισμό του «αστού», μετακομίζοντας στις πολυκατοικίες της μεγαλούπολης, η Αγγέλα φτάνει από το χωριό της, φορτωμένη ελπίδες και όνειρα, για να μπει υπηρέτρια σε κάποιο αστικό σπίτι. Εκεί, στις ταράτσες, ανάμεσα στ’ απλωμένα ρούχα, συναντιούνται οι «δούλες», άλλες νεώτερες, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής κι άλλες μεγαλύτερες, πικραμένες από τ’ αναποδογυρισμένο όνειρο της «μεγάλης» Αθήνας, έπαψαν να ονειρεύονται.
Τα κορίτσια κουβαλούν την ανάμνηση της επαρχίας, ενώ γύρω τους πλέκονται προσωπικά και κοινωνικά δράματα. Ένας μυστηριώδης θάνατος, οι έρωτές τους και πίσω απ’ όλα η Ελλάδα με τα τραύματα του Εμφυλίου, η Ελλάδα της φτώχειας, η εκμετάλλευση, το όνειρο φυγής και η μετανάστευση στην Αμερική, η αστυνομία, οι κομμουνιστές. «Δάσκαλος του σκηνικού λόγου» ο Γιώργος Σεβαστίκογλου εστιάζει με δεξιοτεχνία στον μικρόκοσμο, ζωγραφίζοντας την ίδια στιγμή τον κοινωνικό χάρτη μιας Ελλάδας αναγνωρίσιμης στις ζωντανές μας μνήμες ή στις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες.
Στην Αγγέλα, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, μέσα από την καθημερινότητα μιας κοινωνικής ομάδας ανυπεράσπιστων και ευάλωτων στην καταπίεση υπηρετριών μιας πολυκατοικίας, αναλύει τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης από το κυρίαρχο σύστημα. Παράλληλα, πλέκει με μαεστρία μοναδική την αναζήτηση των υπευθύνων για την αυτοκτονία μιας υπηρέτριας με μια ερωτική ιστορία που συνθλίβεται στις συμπληγάδες της σκληρής πραγματικότητας. Η αυθεντικότητα των χαρακτήρων, η καίρια ανάλυση των συναισθηματικών καταστάσεων και η διάχυτη σ΄ όλο το έργο αισιοδοξία – παρά το δραματικό πλαίσιο- κάνει το έργο αυτό να αντέχει μισό αιώνα τώρα, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα κλασικά κείμενα.
Το έργο ξεκινάει με την αυτοκτονία μιας υπηρέτριας. Η πράξη απελπισίας αυτής της κοπέλας θα οδηγήσει στην αναζήτηση των υπευθύνων και στην αποκάλυψη της λειτουργίας ενός σάπιου συστήματος. Στην εξέλιξη του έργου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται όχι τόσο στη λύση του μυστηρίου αλλά στα πρόσωπα και τη θέση που παίρνουν απέναντι στα περιστατικά. Με κάθε καινούριο στοιχείο που βγαίνει στην επιφάνεια το κάθε πρόσωπο είναι υποχρεωμένο να εκδηλωθεί και να επαναπροσδιοριστεί. Χαρακτήρες αντιφατικοί, ο καθένας με το δικό του παρελθόν και αδυναμίες, τα δικά τους πάθη και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμβιβασμένοι και αγανακτισμένοι, υποχωρητικοί και ανένδοτοι.
Η εικόνα της πραγματικότητας της δεκαετίας του `50, όπως παρουσιάζεται στην Αγγέλα, χρωματίζεται έντονα από επίκαιρα στοιχεία εκείνης της εποχής. Η Αγγέλα άντεξε και θα αντέξει στο χρόνο, γιατί μέσα από τα περιστατικά μιας συγκεκριμένης ιστορίας παρακολουθούμε τη ζωή κάποιων ανθρώπων που υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ζώντας έντονες καταστάσεις και αντιμετωπίζοντας κρίσιμα ανθρώπινα προβλήματα και διλήμματα. Αλλάζει μόνο το φόντο της εποχής και τα γεγονότα.
Το έργο υποδιαιρείται σε έναν πρόλογο και επτά εικόνες. Καθένα από τα τμήματα αυτά διαθέτει την αυτοδυναμία της εικόνας, αλλά συνάμα και τη δυναμικότητα της κινηματογραφικής sequence. Κατά την πρώτη ανάγνωση περνούμε σταδιακά από μια αιφνίδια παροχή πληροφοριών σ’ ένα πλέγμα ερωτηματικών και αμφιβολιών, για να καταλήξουμε, στις τελευταίες εικόνες, στη «λύση» του μυστηρίου. Στην Αγγέλα, το ενδιαφέρον μοιράζεται ανάμεσα στην αυτόχειρα υπηρέτρια και στον απροσδόκητο θάνατό της, από τη μια, στη ζωή και στις σχέσεις των άλλων προσώπων, από την άλλη. Τα υπόλοιπα πρόσωπα προσδιορίζονται καλύτερα στη συνάφειά τους με την αυτοχειρία και τα κίνητρά της. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον λανθάνοντα, αρχικά, ηθικό αυτουργό και την ερωμένη του, αλλά ακόμη -όπως ο συγγραφέας το υπαινίσσεται με λεπτούς χειρισμούς- και για τα «απρόσωπα» αφεντικά των υπηρετριών: είναι ολόκληρη η ζωή της Τασίας που την οδηγεί στην επιλογή της αυτοκτονίας.
Το έργο δεν δίνει διεξόδους, παρά μόνο ερωτηματικά. Η Αγγέλα τολμά να μαρτυρήσει την αδικία, τολμά να ερωτευτεί, τολμά να σηκωθεί και ν’ αντικρύσει τα «βουνά». Ο Λάμπρος την αγαπά, κι αυτό είναι ήδη μια νίκη. Όμως στο τέλος τραυματίζεται…ή σκοτώνεται; Ο Σεβαστίκογλου κλείνει την εικόνα του με τα τραγούδια των εϊβαλάδων και τις χαρούμενες φωνές. Η Αγγέλα ανοίγει με ουρλιαχτά και κλείνει με χαρούμενες φωνές. Θα μπορούσε όμως να είναι και το αντίθετο. Σημασία έχει ότι δύο (;) ζωές που χάνονται οριοθετούν έναν κόσμο που μαθαίνει να υποφέρει και να επιβιώνει χωρίς κοπετούς.
Πληροφορίες:
ΑΥΛΗ (Kunsthalle Athena)
Κεραμεικού 28, Μεταξουργείο
(μετρό ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ)
ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ
τηλ. 6985 920544
ΩΡΕΣ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ
11.00-15.00 & 17.00-20.00
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Πέμπτη 7 Ιουνίου – Κυριακή 1 Ιουλίου 2012
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 20.00
ΤΙΜΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ
Γενική είσοδος: 12 €
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
90 λεπτά
Πηγή: www.lykofos.org