Η διαδρομή του μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι. Είναι πλέον πρωταθλητής χαρίζοντας την υπέρτατη διάκριση σε μια μικρή αγορά του NBA όπως οι Μπακς. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο αθλητής της χρονιάς του περιοδικού GQ και μίλησε για το παρόν το παρελθόν και το μέλλον.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Γιάννης Αντετοκούβμπο είδε την εκλεκτή της καρδιάς του Μαράια να φέρνει στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους τον Μάβερικ. Μόλις τον αντίκρισε για πρώτη φορά έκλαψε. “Νόμιζα πως στη γέννηση του Λίαμ έκλαψα επειδή ήταν ο πρώτος”. Και πράγματι είναι από τις σπάνιες φορές που κλαίει, ” ατσαλωμένος” από το παρελθόν του.
Ο Γιάννης και η Μαράια έδωσαν και το όνομα Τσαρλς πλάι στο Λίαμ για το πρώτο τους παιδί, ως φόρο τιμής στον πατέρα του “Greek Freak” που απεβίωσε το 2017. Μέχρι να έρθει ο μικρόςπολύς στον κόσμο ο Έλληνας σούπερ σταρ ένιωθε ένα κενό μέσα του που δεν ήξερε πώς θα γεμίσει, η έλευση του όμως τα άλλαξε όλα. “Έχασα κάποιον που αγαπούσα πολύ και τώρα έχω έναν άλλον άνθρωπο για τον οποίο τρέφω την ίδια αγάπη”. Η μητέρα του τον βοήθησε να το ξεπεράσει όσο κανείς άλλος ” Άσε τη μνήμη του πατέρα σου να είναι αυτή που είναι. Το κενό δε γεμίζει” του είπε.
Ακόμα σκέφτεται τον Τσαρλς κάθε μέρα. Στην πιο μεγάλη του στιγμή, όταν κέρδισε το πρωτάθλημα, αμέσως μετά το άκουσμα της κόρνας του μίλησε:
“Καταφέραμε πολλά… Μακάρι να ήσουν εδώ να το δεις, όμως βλέπε με από εκεί πάνω”.
Κατάλαβε όμως γρήγορα ότι ο Λίαμ θα πρέπει να γίνει ένας ξεχωριστός άνθρωπος, όχι να αντικαταστήσει τον πατέρα του.
Κοιτούσε την Μαράια μετά το τέλος του τοκετού και δεν μπορούσε να πιστέψει πόσα έπρεπε να αντέξει το σώμα της μέχρι να γεννηθεί ο Μάβερικ.
Σκέφτηκε την μητέρα του, αφού ο ίδιος έχει άλλα τέσσερα αδέρφια και ο ένας από τους πέντε γεννήθηκε στη Νιγηρία πριν μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, τον τόπο όπου είδαν το πρώτο φως όλοι οι υπόλοιποι. Δεν υπήρχαν ούτε παυσίπονα ούτε οι άλλες ανέσεις που παρείχε το νοσοκομείο στο Μιλγουόκι. Στην Ελλάδα ήταν αόρατοι, χωρίς χαρτιά. “6 μήνες πριν φύγω για Αμερική πουλούσα πράγματα στον δρόμο. Η μητέρα μου ήταν στην αγορά πήγαινα και βοηθούσα κι εγώ. Πολλοί δεν το ξέρουν αλλά το έκανα. Επισκληρίδιος αναισθησία, βοήθεια κι εξετάσεις μετά τη γέννα; Δεν υπήρχε τίποτα. Σοκαρίστηκα. Ρώτησα τη μητέρα μου ” αλήθεια το πέρασες όλο αυτό και για τους πέντε μας;”
Τώρα αρκετά κομμάτια της ιστορίας του είναι γνωστά. Πως τον ανακάλυψαν τυχαία όταν έπαιζε σε μια παιδική χαρά, πως δεν είχε αγγίξει ποτέ του μπάλα του μπάσκετ μέχρι την ηλικία των 13 ετών, πως δεν ήταν καν ο καλύτερος στον Φιλαθλητικό της Α2 όταν έγινε ντραφτ το 2013 από τους Μπακς. Όλοι έβλεπαν πόσο ψηλός πόσο αθλητικός ήταν και τις τάπες που έκανε πηδώντας εκεί που δεν έφτανε κανείς. Αλλά είχαν ενδοιασμούς. “Είναι τόσο καλός; Μέχρι που θα φτάσει;” Αναρωτιόντουσαν όλοι.
Η συνέχεια “έσβησε” και το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας. Πιο βελτιωμένος παίκτης το 2017, καλύτερος αμυντικός το 2020, δύο συνεχόμενες φορές MVP το 2019 και το 2020 και πρωταθλητής τον περασμένο Ιούλιο, στο δεύτερο πρωτάθλημα των Μπακς μετά από 50 χρόνια. Μια διαδρομή που δεν μπορεί κανείς να συλλάβει, γεμάτη με εμφανίσεις κόντρα στις πιθανότητες, σε όλους και όλα. Ακόμα και το μέχρι τώρα τέλος ίσως δεν είναι τέλος. Περισσότερο μοιάζει με αρχή. Στο πρώτο του παιχνίδι μετά την κατάκτηση έβαλε 32 πόντους σε 31 λεπτά δείχνοντας τις “άγριες” διαθέσεις του.
Κάποιοι παίκτες μοιάζουν να περιβάλλονται από αύρα που δείχνει το μεγαλείο τους, από την πρώτη στιγμή που τους βλέπει κανείς. Δεν είναι πάντα εμφανές, αλλά σε αθλητές όπως ο Ντουράντ, ο ΛεΜπρόν, το βλέπεις σε δευτερόλεπτα. Παίζουν ένα αλλιώτικο παιχνίδι, εντελώς διαφορετικό από των υπολοίπων. Ο αντίπαλός τους φαίνεται να είναι η ιστορία που θέλουν να γράψουν στο άθλημα, η βαρύτητα κι άλλες δυνάμεις ενίοτε σκοτεινές που άλλοι, οι οποίοι είναι καλοί αλλά όχι σπουδαίοι, δεν μπορούν καν να φανταστούν.
Στην αρχή ο Γιάννης δεν ανήκε σε αυτήν την κατηγορία της ελίτ. Όλοι έλεγαν ότι είναι μια περίπτωση με ενδιαφέρουσα προοπτική, όχι όμως κάποιος γεννημένος για τα πολύ μεγάλα πράγματα. Ο Κρις Μίντλετον που τον ξέρει, όντας συμπαίκτης του πολλά χρόνια λέει το εξής:
“Θα σας το πει κι ο ίδιος ο Γιάννης: ” Ο,τι είμαι σήμερα ποτέ δεν το φαντάστηκε κανείς. Ξέρετε γιατί; Γιατί δεν το έβλεπα ούτε εγώ. Ακόμα και η μητέρα μου λέει “Πίστευα ότι θα γίνεις παίκτης NBA και θα έχεις μια καλύτερη ζωή, αλλά όχι αυτό που κατάφερες να είσαι σήμερα”.
Τι είναι σήμερα; Κάτι απίστευτο, εξαιρετικό και μοναδικό. Δεν υπάρχει παρόμοιο, μια κατηγορία μόνος του. Όλες οι μνήμες μέχρι και το τελικό 4-2 για το πρωτάθλημα είναι ακόμα σχετικά νωπές.
Όπως το μπλοκ στο game 5, απόδειξη της… εξωγήινης αθλητικότητάς του και φαίνεται ακόμα πιο ακατανόητο σε αργή κίνηση. Ακόμα κι ο ίδιος απορεί:
“Σκέφτομαι την τάπα… Πώς στο δι@@@ο την έκανα;”
Πρόκειται για τον ίδιο παίκτη που μερικές βδομάδες πριν την φάση αυτή είχε πέσει στο παρκέ κατά τη διάρκεια του τέταρτου αγώνα κόντρα στους Χοκς με έναν τραυματισμό τόσο σοβαρό που το πόδι του έμοιαζε να είναι κυρτό σαν αγκώνας.
“Ακόμα και σήμερα νιώθω το μετατραυματικό στρες. Νομίζω ότι είναι κάτι που θα νιώθω μέχρι να πεθάνω”.
Με κάποιο τρόπο έξω από τα όρια κάθε λογικής κατάφερε να παίξει και στα έξι παιχνίδια. Τη μια στιγμή ήταν σε ένα μέρος όπου ανάρρωνε και την επόμενη έπαιζε στην Αριζόνα και μετά στο Fiserv Forum…
Μετά το επόμενο παιχνίδι ήταν στα αποδυτήρια, γυμνός με μία πετσέτα. Τα χείλη του είχαν γίνει μωβ, τα χέρια του άσπρισαν. Ζήτησε να του φέρουν έναν κάδο και έκανε εμετό πέντε φορές. Του έκαναν ένεση και πέρασαν 45 λεπτά μέχρι να βρουν τη φλέβα. Αυτό έγινε άλλη μια φορά. Στον έκτο αγώνα σημείωσε 50 πόντους με 17/19 βολές δίνοντας απαντήσεις σε όλους εκείνους που… μετρούσαν, ακόμα και όταν υπήρχαν στιγμές που έδειχνε να περπατά μετά βίας. Συγκεντρωμένος όσο ποτέ έφτασε στο απόλυτο μεγαλείο.
Πώς ένας άνθρωπος 26 ετών, που πριν μερικά χρόνια δεν είχε ούτε σπίτι (ούτε πατρίδα ουσιαστικά) έγινε πρωταθλητής κι ένας εκ των τριών κορυφαίων παικτών της λίγκας. Αν τον ρωτήσετε πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο τα γονίδια και η τύχη σε έναν βαθμό.
Έχει ύψος 2.11, ζυγίζει 110 κιλά, έχει αποκομίσει πόνους από τον τραυματισμό κι όμως κινείται το ίδιο εύκολα εντός και εκτός παρκέ που σε κάνει να σκέφτεσαι αν περπατάς λάθος τόσα χρόνια, αν υπάρχει τρόπος που δεν τον έχεις βρει, δεν είναι όμως μόνο το σώμα και τα φυσικά χαρίσματα. Πάνω από όλα η δουλειά. “Πάντα θα δουλεύω όσο περισσότερο γίνεται. Ο Θεός μου έδωσε αυτό το χάρισμα. Ακόμα και όταν ο πατέρας μου πέθανε εγώ πήγα στο γυμναστήριο. Ήταν εκεί μαζί μου. Οι δικοί μου με έμαθαν να μην σταματάω πουθενά, πάντα κάτι να κάνω. Προσπαθώ να μην νιώθω πόνο κι αν νιώσω να μην το δείξω. Νομίζω ότι όποτε οι δικοί μου πονούσαν δεν το έδειχναν.
Αυτή η επιμονή και το πείσμα τον έχουν πάει μακριά. Όμως τα προηγούμενα χρόνια λίγο έλειψε να βρει σε “τοίχο” από την υπερβολική δουλειά στο παιχνίδι του και στο γυμναστήριο.
Υπάρχει ένας αθλητικός ψυχολόγος ο οποίος τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Έχουν βρει τους “μηχανισμούς” χάρη στους οποίους μπορεί να ανέχεται τις δύσκολες μέρες και καταστάσεις, να μπορεί να αφήνει πίσω τον αθλητή, το “θηρίο” των παρκέ. Να ζει τη στιγμή ανάλογα το που βρίσκεται, ένταση στο παρκέ και χαλάρωση στο σπίτι. Να μπορεί να “σπάσει τα τείχη” στα οποία κλείνει τον εαυτό του, να εντοπίζει τα συναισθήματα του και να τα επικοινωνεί, να τα εκφράζει. Η πρώτη συμβουλή που του έδωσε ο ψυχολόγος ήταν να κλάψει, όποτε χρειαστεί χωρίς να νοιαστεί για το πώς θα φανεί.
“Έπρεπε να κλάψω για να δω ότι χρειάζομαι βοήθεια. Αυτός ο τύπος είναι… Μερικές φορές είναι επίμονος και πεισματάρης, μερικές άλλες όμως σε διαλύει”.
Δεν είναι όμως μόνο το παιχνίδι του διαφορετικό, αλλά και ο χαρακτήρας του. Το σύνηθες για παίκτες τέτοιου διαμετρήματος είναι να βλέπουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη ως “προϊόντα” χτίζοντας την εικόνα τους και επενδύοντας κάθε “ιδρωμένο” δολάριο στις επιχειρήσεις που αγοράζουν.
Ο Γιάννης όμως δεν είναι έτσι. Μπορεί ακόμα κάποιες στιγμές να έχει ανασφάλεια, να δείχνει να μην συνειδητοποιεί τι έχει καταφέρει. Δεν θέλει να είναι το πρόσωπο του πρωταθλήματος. “Θέλω απλά να παίζω σπουδαίο μπάσκετ. Μετά από αυτό εάν εξαφανιστώ μια νύχτα έχει καλώς. Μη μιλάτε για μένα τότε, μη με θυμάστε, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Μαράια θες να είσαι εσύ το πρόσωπο του πρωταθλήματος;”
“Όχι” απάντησε εκείνη νυσταγμένα.
Κατέβηκε τα ξύλινα σκαλοπάτια του σπιτιού που αγόρασε από τον Μίεζα Τελέτοβιτς και οι διαστάσεις κάθε πόρτας ήταν μικρές για εκείνον, με αποτέλεσμα να σκύβει συνεχώς. Στη διπλανή πόρτα είχαν αρχίσει σιγά σιγά οι εργασίες για τη δημιουργία ενός σπιτιού για την μητέρα του, η οποία για την ώρα μένει πάνω.
Κάτω, στο υπόγειο, έχει ένα δωμάτιο με βάρη, σε λίγο θα έχει κι ένα γήπεδο μπάσκετ, που θα συνδέονται μεταξύ τους. Παρά πολύ συχνά επισκεπτόταν το προπονητικό κέντρο της ομάδας, τόσο πριν όσο και μετά από αγώνες, με αποτέλεσμα να εφευρεθεί ένας όρος αποκλεισμού, να μην καταπονείται υπερβολικά. “Γ@@ω το lockout” λέει δείχνοντας τον χώρο που αναμένεται να βρίσκεται το γυμναστήριο. “Συγγνώμη, ω Θεέ μου βρίζω. Θα κάνω τέλος πάντων το δικό μου γυμναστήριο εδώ”.
Έχει επίσης πληθώρα από φανέλες στο υπόγειο, κάποιες κορνιζαρισμένες και κάποιες άλλες επίφοβα στοιβαγμένες σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου δίπλα από το μπαρ, γεμάτο με ποτά που ο Γιάννης δεν πίνει ποτέ. Πολλές είναι δικές του, υπάρχουν βέβαια και άλλων παικτών. Ορισμένες είναι, όπως εύλογα περιμένει κανείς, εμφανίσεις θρύλων που έχουν αποσυρθεί ή αποβιώσει. Ντομινίκ Γουίλκινς, Ντιρκ Νοβίτσκι, Ντουέιν Γουέιντ, Βινς Κάρτερ, Κόμπι Μπράιαντ. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως είναι από αντιπάλους τους οποίους συχνά αντιμετωπίζει στα playoffs.
Έχει μια κορνιζαρισμένη του Μπλέικ Γκρίφιν από τους Ντιτρόιτ Πίστονς, μια του Ντουράντ, μια του Κάρι, του Χάρντεν.
“Πολλοί πιστεύουν ότι έχω κόντρα με τον Χάρντεν, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Αν ήταν, γιατί να βρίσκεται εδώ η φανέλα του; Εδώ είναι μια του Λούκα Ντόντσιτς, παίδι θαύμα ο τύπος. Εδώ μια του Ντέιβις, ξέρετε από το Λος Άντζελες, του Γιόκιτς. Λατρεύω το παιχνίδι! Α κι αυτή είναι μια δική μου από το All Star Game πέρυσι, από το MVP που κέρδισα. Ξέρετε με Μπράντλεϊ Μπιλ, Ντέιμιαν Λίλαρντ, Ντέρικ Ρόουζ. Μ αρέσει πολύ ο Ντέρικ Ρόουζ. ΛεΜπρόν Τζέιμς κοίτα τι έγραψε για μένα φίλε”.
Πολλές από τις φανέλες είναι υπογεγραμμένες, κάποιες με σύντομα μηνύματα επάνω. Ξεχώρισε μια συγκεκριμένη των Λέικερς του ΛεΜπρόν και διάβασε δυνατά όσα έγραφε:
“Στον Γιάννη, τον Greek Freak. Συνέχισε να στοχεύεις και να βαδίζεις προς το μεγαλείο κάθε μέρα που ξυπνάς αδερφέ. Μ αρέσουν όλα όσα είσαι και εκπροσωπείς στο άθλημα. Ταβάνι σου δεν είναι ο ουρανός. Ξεπέρασε τον”.
Ο “Βασιλιάς” έχει υπογράψει και με ένα στέμμα δίπλα.
“Αυτό είναι πολύ σημαντικό φίλε” λέει γεμάτος περηφάνια.
Ξέρει ότι ο κώδικας του NBA είναι αντίθετος με το να έχει κάποιος σχέσεις με αντιπάλους, να μαζεύει φανέλες, πόσο μάλλον να διαβάζει δυνατά μηνύματά τους, αλλά δεν τα κάνει όλα με τον παραδοσιακό τρόπο. “Λέμε ότι έχουμε θέμα και κάνουμε συνεδρίες με αθλητικούς ψυχολόγους και μας “κολλάνε την ταμπέλα” του μαλθακού. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να ανοιχτείς. Ακόμα και για μένα, παρά πολύ”.
Είναι πεπεισμένος ότι όλοι οι κορυφαίοι αθλητές, άλλοι φανερά, άλλοι κρυφά, κάνουν ψυχοθεραπεία. Φαίνεται μέσα από λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούν. Είδε το ντοκιμαντέρ στο Netflix για τη Ναόμι Οσάκα και σοκαρίστηκε για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει με την επιτυχία της και όσα είπε. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο όλο και περισσότερο και για τον ίδιο. “Δεν ήταν χαρούμενη. Ήθελε να απομακρυνθεί από το παιχνίδι κι από όλα, είναι πολύ δύσκολο φίλε.”
Βλέπει κοινά σημεία μεταξύ τους: “Ξεκίνησα να παθαίνω το ίδιο όταν ήμουν 18 χρόνων. Όταν είσαι τόσο νέος και το κάνει δεν καταλαβαίνουν απέξω την πίεση στο τέλος της ημέρας. Δεν πρέπει απλά να αποδίδεις να είσαι ο καλύτερος, πρέπει να σηκώνεις όλο το βάρος στους ώμους σου. Έχεις μια ολόκληρη χώρα, εκείνη την Ιαπωνία, εγώ την Ελλάδα. Έχεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που πρέπει να φροντίσεις και να ικανοποιήσεις. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο…”
Σταματά για λίγο: “Δεν το έχω πει ποτέ αυτό που ξανά αλλά δεν θέλω ν’ αποτύχω”.
Ο φόβος τον “θρέφει”. Το ενδεχόμενο να μην μπορεί να σηκώσει το βάρος και να στηρίξει τους ανθρώπους που θέλει, τον έκανε να συνεχίζει για πολύ καιρό. Πρόσφατα περπατούσε στο Μιλγουόκι και θυμήθηκε πως ήταν όταν πρωτοέφτασε εκεί:
“Είσαι 18. Έχεις πολύ μικρή εμπειρία στο να είσαι κάπου εντελώς μόνος σου μέχρι τότε. Ήρθα εδώ και φοβήθηκα δεν είχα ξανανιώσει τόσο μόνος. Πήγαινα πίσω στο ξενοδοχείο στις 20:30 επειδή φοβόμουν. Ήμουν ολομόναχος. Φοβόμουν τη ζωή, τις δυσκολίες, ήμουν μόλις 18 ετών. Ήμουν παιδί. Φοβάμαι που φοβάμαι με το παραμικρό και θα με βάλεις να παίξω μπάσκετ με τους ενήλικες; Σίγουρα φοβάμαι αλλά ξέρεις τι ήξερα; Ο,τι δεν είχα καμία γα@@@@@η επιλογή, δεν έχω εναλλακτική, δεν μπορώ να σταματήσω. Αν το κάνω όλα στην οικογένεια θα καταρρεύσουν, δεν θα είμαι σε θέση να τους βοηθήσω. Πρέπει να συνεχίσω”.
“Πηγαινοερχόταν μεταξύ σπιτιού και γυμναστηρίου. Πρακτικά ζούσε στο γυμναστήριο. Μέχρι να γνωρίσει την Μαράια ήταν το μόνο που έκανε” λέει ο Άλεξ Σαράτσης, χρόνια ατζέντης του Γιάννη.
“Ήμουν σε αποστολή”, συνεχίζει εκείνος. “Γι’ αυτό και 7 χρόνια μετά έπρεπε να μιλήσω επιτέλους σε κάποιον, πλέον είχα θέματα. Αλλά δεν θα σταματούσα”.
Για 8 χρόνια δούλεψε με σκυμμένο κεφάλι, δεν αποσπάστηκε ποτέ από τον στόχο, να φτάσει στην κορυφή, στο μεγαλείο. Τώρα ήταν η ώρα να δουλέψει σε όλα αυτά τα οποία θυσίασε στη διαδρομή, εσωτερική γαλήνη, ζωή εκτός μπάσκετ, οικογένεια. Τέτοια πράγματα.
Πέρυσι το συμβόλαιο του στους Μπακς έληξε και έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Ο τρόπος με τον οποίο κατέληξε δείχνει ξανά ποιος είναι. Όλοι του έλεγαν να φύγει και κάποιοι δεν του έχουν ξαναμιλήσει από τότε που έμεινε. Εκείνος όμως καταλαβαίνει.
“Είναι ανθρώπινο. Θέλω να παίξω με τους καλύτερους παίκτες. Εύχομαι ο ΛεΜπρόν, ο Ντουράντ, ο Στεφ να ήταν συμπαίκτες, όχι αντιπαλοί μου. Οι χειμώνες στο Μιλγουόκι είναι πολύ ψυχροί”.
Θα μπορούσε να φύγει να πάει κάπου με καλύτερο κλίμα, ήλιο, μακριά από το κρύο, να μεγαλώσουν και οι γιοι του σε καλύτερο περιβάλλον. Κάτι όμως μέσα του έλεγε να κάνει το δύσκολο και αυτό έπραξε.
“Επέλεξα να μείνω παρά την πίεση γιατί είναι το ευκολότερο που μπορείς να κάνεις το να φύγεις”.
Έχει γενικά μια… έχθρα με την ευκολία ως έννοια, η οποία έχει βαθιές ρίζες. Οτιδήποτε εύκολο είναι για εκείνον κάτι το οποίο δεν χρειάζεται κόπο, μόχθο, θυσίες, προσπάθεια για να πάει κόντρα στις πιθανότητες, όπως κάνει πάντα.
“Το να παίρνεις μέρος σε ταινίες; Το Space Jam; Εύκολο, δεν το θέλω όμως”. Εκείνος έχει διαλέξει έναν δρόμο που του θυμίζει όλα όσα πέρασε και δεν μπορεί να τα σβήσει κανείς, όλα εκείνα τα δύσκολα.
“Η ζωή; Η ζωή είναι δύσκολη. Σε πλάθει σε κάνει τέτοιο άνθρωπο”, λέει χτυπώντας το στήθος του.
“Νομίζω δε θέλει τίποτα εύκολο σε κανέναν τομέα της ζωής του, του αρέσουν οι προκλήσεις” λέει ο Σαράτσης.
Στο τέλος επέλεξε να μείνει, επειδή ήταν δύσκολο και δικαιώθηκε. “Μια πρόκληση ήταν να φέρουμε ένα πρωτάθλημα. Ήταν πολύ δύσκολα όμως τα καταφέραμε. Λατρεύω τις προκλήσεις, ποια είναι η επόμενη; Μπορεί να μην βρίσκεται εδώ στο Μιλγουόκι. Εγώ και η σύζυγός μου επιλέξαμε να μείνουμε σε αυτήν την πόλη που μας έχει βοηθήσει και προσφέρει τόσα πολλά μέχρι τώρα. Σε δύο χρόνια αυτό ίσως αλλάξει. Είμαι απόλυτα ειλικρινής. Λατρεύω την πόλη, την κοινότητα, τα πάντα εδώ γι’ αυτό και θέλω να βοηθήσω όσο περισσότερο μπορώ”.
“Δεν νομίζω ότι το θέμα είναι το να φύγει από τους Μπακς. Απλά έφτασε στην κορυφή και μετά σκέφτεται να το επαναλάβει. Ύστερα από αυτό τι γίνεται; Αν το δούμε από καθαρά μπασκετική σκοπιά, αυτό το παιδί έχει κατακτήσει τα πάντα. Οπότε πρέπει κάποιες φορές να δημιουργήσεις προκλήσεις από μόνος σου” λέει ο Σαράτσης.
Στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του έχει ένα δωμάτιο γεμάτο (κυριολεκτικά) με παπούτσια. “Πόσα από αυτά τα ζευγάρια φοράω; Κανένα. Θα τα πουλήσω όλα αυτά κάποια στιγμή” λέει με ένα χαμόγελο. Είναι αθλητής της Nike, έχει παπούτσια από τη σειρά του Κόμπι, κάποια του Τράβις Σκοτ, αλλά τα κρατάει όλα ως μελλοντική επένδυση.
Ο πατέρας της Μαράια αστειεύεται μαζί του λέγοντας ότι συμπεριφέρεται όπως τα πουλιά το πρωί (κάνει και τον σχετικό ήχο cheep cheep). Εκείνος όμως αλλάζει ένα γράμμα και τα λέει όλα.
” Ναι είμαι φτηνός” (cheap) Στα αεροπλάνα συνήθιζε να αγοράζει εισιτήρια και αντάλλασσε τα δικά του με όποιον καθόταν στις πίσω θέσεις. ” Είσαι φαν των Μπακς; Τέλεια θες δύο εισιτήρια για παιχνίδι; Νοέμβριο; Υπέροχα. Είμαι τρομερός πωλητής δεν το ξέρετε αυτό.
Ο Ζακ Μπάρον που έκανε την συνέντευξη αναρωτιέται πόση εντύπωση θα του έκανε αν τον έβλεπε σε συμβατικό αεροπλάνο αντί για ιδιωτικό τζετ.
“Δεν υπάρχουν λεφτά για τζετ φίλε, κανείς δεν έχει τόσα”.
“Όντως; Ούτε στην Ελλάδα;”
“Ναι αφού κάνει 150 χιλιάδες δολάρια ένα ταξίδι μόνο για να πας. Γιατί να χαλάσεις 300 χιλιάδες. Η αγορά βγάζει περίπου 6-10 % τον χρόνο” λέει με αμφότερους να γελούν.
“Με αυτά τα λεφτά που μόλις σου είπα μπορείς να βγάλεις για το υπόλοιπο της ζωής σου 24 με 30 χιλιάδες τον χρόνο. Τόσα βγάζει ο κλάδος κατά μέσο όρο. Αν πάρεις αυτά τα λεφτά χάνεις περίπου 24 με 30 χιλιάδες τον χρόνο σε κεφάλαιο. Γιατί να μάθουν έτσι τα παιδιά μου;”
Ο Γιάννης οδηγεί ένα GMC φορτηγάκι του 2011, το οποίο αγόρασε λίγο καιρό αφότου ήρθε στο Μιλγουόκι, ή μια Μερσεντές που αγόρασε το 2018, ή ένα G-Wagon που πήρε δωρεάν. ” Δεν βάζω χρήματα σε κάτι που μπορεί να χάσει αξία. Σίγουρα στο φαγητό δίνω. Τρώμε καλά με την Μαράια. Αλλά για ρούχα και το άλλο πώς το λένε… Στυλίστα; Με τίποτα.
Θεωρώ πως αν σπαταλάς χρόνο για το πώς θα δείχνεις όταν διασχίζεις τη ένα γήπεδο μέχρι να παίξεις, χάνεις συγκέντρωση από το παιχνίδι σου. Απλά βάλε κάτι και συγκεντρώσου στο μπάσκετ για 48 λεπτά, όχι για το πώς θα δείχνεις όταν σε πιάσει η κάμερα να πηγαίνεις. Αν μου αρέσει πάντως εμένα κάτι συγκεκριμένα, αυτό σίγουρα είναι τα ρολόγια, τα λατρεύω”.
Γιατί τα ρολόγια; Γιατί η αξία τους ανεβαίνει. Τώρα που είναι πια πρωταθλητής δεν συναινεί τόσο σε δωρεάν προωθήσεις. Αν θέλει κάποιος να είναι το πρόσωπο για το προϊόν του θα πρέπει να πληρώσει. Το δαιμόνιο μυαλό αναρωτήθηκε αν πρέπει να προμοτάρει τις επενδύσεις του, όπως αυτή στους Μπρούερς, κατά τη διάρκεια αυτής της συνέντευξης κι έκανε τελικά μια λίστα με όλα τα projects για τα οποία θεώρησε ότι έπρεπε να βάλει το χέρι στην τσέπη για να πάρει πίσω πολλαπλάσιο ή και μακροχρόνιο κέρδος. Τα έκανε όλα και ο Μπάρον τρελάθηκε. Μέχρι και κουνούπι έπιασε στον αέρα.
Μετά τη νίκη του στους τελικούς και την κατάκτηση του πρωταθλήματος πήγε για κοτομπουκιές, παρέα με το τρόπαιο και παρήγγειλε 50, μια για κάθε πόντο που σημείωσε, αλλά δεν λέει πια την ιστορία αυτή μέχρι να κεράσει το μαγαζί το γεύμα. Εκείνη τη νύχτα οι συμπαίκτες του πήγαν στο Λας Βέγκας να γιορτάσουν, όχι όμως εκείνος.
Καταλαβαίνουν. Δεν είμαι γι αυτά. Αν τους ρωτήσεις κατά πόσο με ξέρουν, δεν με ξέρουν. Είμαστε μαζί στην προπόνηση, στους αγώνες και μετά φεύγω να απολαύσω χρόνο με την οικογένειά μου και έπειτα πάλι απ’ την αρχή. Δεν πάω σε δείπνα και τέτοια.”
Ακόμα και Ο Μίντλετον χρειάστηκε περίπου 5 χρόνια να τον μάθει έστω και κατά 50%. Τώρα το ποσοστό έχει ανέβει 10-40 μονάδες. “Έχει ωριμάσει πολύ και ξέρει πώς να διαχειρίζεται τα πάντα, κρατώντας ψηλά και τη “χημεία με τους συμπαίκτες του” λέει ο “Cash”.
Λίγες βδομάδες πριν από τη συνέντευξη ο Γιάννης ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ακρόπολη με τα αδέρφια του και περπατούσε με τα τρόπαια στα χέρια. Αυτό ήταν, όσο γιόρτασε γιόρτασε όπως λέει:
“Τέλειωσε, το πρωτάθλημα τελείωσε. Για να γίνω καλύτερος, να δουλέψω πρρτνα αφήσω όλες τις μ@@@@@@@ς πίσω μου. Θες να σου πω τις στιγμές που ξεχωρίζω από όλη αυτή τη διαδρομή; Οι ενέσεις, τα βράδια μεταξύ πέμπτου και έκτου τελικού, τα πρώτα λεπτά του τελευταίου παιχνιδιού που βιαζόμουν και κοιτούσα μπροστά, αντί να ζήσω την στιγμή, πάνω από όλα όμως το τέλος.
Τι έγινε με το σφύριγμα της λήξης; Όλοι, αφού κατάλαβαν τι συνέβη, έτρεξαν προς το μέρος μου, ο προπονητής με άρπαξε κι εγώ τον απώθησα. Πήγα στους δικούς μου. Αγκάλιασα τη μητέρα μου, τα αδέρφια μου, την μέλλουσα σύζυγό μου, τον γιο μου και κάθισα και σκέφτηκα τον πατέρα μου”.
Όλοι ήταν στο Μιλγουόκι όμως εκείνος πάλι βρήκε τρόπο να απομονωθεί. Αυτό είναι τελικά το μεγαλείο και επιτυγχάνεται μόνο με τέτοια απομόνωση. Όλοι τον ήθελαν μαζί τους, εκείνος όμως μίλησε λίγο με τον Κρις και εξαφανίστηκε.
“Δείτε τις φωτογραφίες όταν σηκώνουν το τρόπαιο. Δείτε τις. Δεν είμαι εκεί”.
Απόδοση: Γιώργος Διαλυνάς από τη συνέντευξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο GQ