18.8 C
Athens
Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025

Το πρόσωπο της εβδομάδας: Νάντια Πυθαρά – Ηθοποιός

Αυτό το κορίτσι είναι αδύνατον να μην το αγαπήσεις. Ούτε να μείνεις ασυγκίνητος από τις σκέψεις, το ποιητικό πνεύμα, την αίσθηση ελευθερίας, τη γενναιοδωρία, τη διαρκή αναζήτηση που συνοδεύουν την ούτως ή άλλως απόλυτα καλλιτεχνική φύση της Νάντιας Πυθαρά.

Και μάλλον μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η συνέντευξη της δημοσιεύεται ανήμερα της παγκόσμιας ημέρας της ποίησης. Ούτε το ότι φέτος υποδύεται μια ποιήτρια, ένα υπαρκτό και τόσο σημαντικό πρόσωπο της ελληνικής ιστορίας, όπως η Μαρία Πολυδούρη στην Πόκα στο 104.

Σε ανεξάντλητες περιπτώσεις καλλιτεχνών όπως η Νάντια οι μακροσκελείς πρόλογοι δεν ωφελούν. Αφήνουμε να την απολαύσετε σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. 

Σ’ ένα ταξίδι που ξεκινά από τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική, τη μετακόμιση στην Ελλάδα από την Κύπρο, το πέρασμα της στο τμήμα Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Πάτρας, τα χρόνια της στη δραματική σχολή της Νέλλης Καρρά, τις συνεργασίες της με τη Λίλλυ Μελεμέ, τη φετινή της συμμετοχή στην Πόκα, αλλά και την τηλεοπτική της παρουσία στους «Ασφαιρους»…

* «Πώς προέκυψε η υποκριτική;»; Υπάρχει το «Απο μωρό-παιδί το ήξερα» και το «Ποτέ μέχρι τότε δεν το είχα σκεφτεί». Πολύ απλά, μάλλον, εμπίπτω σε ένα από τα δύο κλισέ, όσο κι αν θα μου άρεσε να έχω μια απάντηση πρωτάκουστη σε αυτή την ερώτηση – έστω μια απάντηση με ένα τρελό πυρήνα storyboard. Δεν είχα όμως τη ζωή της Edith Piaf ευτυχώς και δυστυχώς, ούτε μια άλλη ιδιαιτέρα εξαιρετική. ‘Η τουλάχιστον έτσι λέω. Ήμουν ένα χαρούμενο παιδί, παρ’ότι μια δυσαρεστημένη έφηβη, που έπαιζε με όλους τους πιθανούς τρόπους. Κούκλες, λάστιχο, λύκους κι αρνακια, ξύλο (το αδερφικό), σκοτεινό δωμάτιο, αγόρια-κορίτσια-πάλι αγόρια και…«θέατρο». Σαν Κριός με Λέοντα, συγχωρέστε μου την ήδη αστρολογική αναφορά, ήμουν από νώρις drama-queen και ευτυχώς στο δημοτικό υπήρχε πρόνοια για τέτοιες περιπτώσεις.

* Ενα θεατράκι με κόκκινες βελούδινες κουρτίνες, ή έτσι τις θυμάμαι, παρασκήνια και υποσκήνια, συρτά σκηνικά ζωγραφιστά σαλόνια ή λιβάδια – τελοσπάντων όλα αυτά που στη φαντασία μου έστηναν ένα κόσμο μαγικό κι υπέροχο, ο οποίος ζωντάνευε ανα πάσα στιγμή και άνευ ορίων, αρκεί να ήμουν Εκεί. Φυσικά και δε θα ξεχάσω τα διαλείματα που, αντί να περνώ στην αυλή, επιδιδόμουν σε αυτό το ελαφρύ μα τόσο χορταστικό τράβηγμα που χρειαζόταν για να ανοίξει και να κλείσει η κόκκινη κουρτίνα, και δως του άνοιξε-κλείσε, σαν να ήταν κοσμογονικά σημαντικό και αρκετό για την ευτυχία. Και φυσικά δε θα ξεχάσω ούτε τον συμμαθητή μου Ιάκωβο που, επωφελούμενος το ύψος της σκηνής, μια μέρα έσκυψε για να δει κάτω απο τη φούστα το βρακί μου. Και φυσικά δε ξεχνώ ούτε τη ντροπιαστική στιγμή που κατάλαβα πως, όσο κι αν μου άρεσε το θέατρο, δεν αρκούσαν 2 ημέρες για να παριστάνω επιτυχώς και πειστικά τη 40άρα μάνα του αντάρτη συμμαθητή μου στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου – και πρωτίστως χωρίς να ξεχάσω τα εκατομμύρια λόγια μου επί σκηνής μπροστά σε 300 παιδάκια και άγνωστο αριθμό δασκάλων.  Όπως και να΄χει η ιστορία, ναι μεν, ξεκινά στα 90΄s,  αλλά I somehow took the long way here περνώντας πρώτα από το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Τμήμα Φιλοσοφίας (έτσι, για να μπορώ να γελώ ή να κλαιώ όταν ακούω το «Καντ») για να έρθω τελικά στην Αθήνα το 2010 και στη Δραματική Σχολή «Αρχή» της Νέλλης Καρρά.

* Η υποκριτική με επαναφέρει στο κέντρο του κέντρου μου – αν αυτό υπάρχει. Βέβαια, νιώθω βέβαιη πως υπάρχει κι ας ακούγεται πλεονασμός, κι ας λέει ο ωραίος στίχος “just cause you feel it doesn’t mean it’s there”, συγγνώμη Thom Yorke. Η υποκριτική είναι ένας πρωτόλειος χώρος στον οποίο μπορώ να νιώσω απαλλαγμένη, λυτρωμένη και καθαρή από το σώμα μου και βουτηγμένη στην και λερωμένη απο τη ψυχή μου – αν αυτή υπάρχει. Βέβαια, νιώθω βέβαιη πώς υπάρχει, κι ας το΄χω ξαναπεί. Είναι παράδοξο το πως το θέατρο ενώ ενέχει το υλικό σώμα με τρόπο απόλυτο κι ακόμα απολαυστικό, καταφέρνει να το καταργεί κάνοντας το Μέσο για να κοινωνήσει κανείς το Άυλο (ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο;). Αν και εφόσον αυτό συμβεί τότε είναι, μάλλον, που μιλάμε για Τέχνη. Δε νομίζω πως υπήρξε ποτέ θέατρο έξω από τις δονήσεις του ψυχοσώματος. Η ιδιαιτερότητα στην τέχνη του θεάτρου είναι πως το σώμα είναι ταυτόχρονα εργαλείο και παραστατικό υλικό. Για να μην πω τις λέξεις «δοχείο» και «ενέργεια» και φάω ντομάτες από τους πραγματιστές.

* Δε θέλω να μιλήσω για την «οικονομική κρίση», όταν εμείς οι ίδιοι οι ηθοποιοί αποδεχόμαστε για τους εαυτούς μας την μηδενική ή εξεφτελιστική οικονομική αποδοχή αλλά ταυτόχρονα δεν την επιλέγουμε για τους άλλους – δηλαδή εμείς οι ίδιοι φροντίζουμε να πληρώνουμε τη ζωή μας – τον ιδιοκτήτη του θεάτρου στο οποίο φιλοξενούμαστε, το φωτιστή του, το σπιτονοικύρη της κατοικίας μας, το μανάβη της γειτονιάς μας. Θέλω να πω πως η ελαστικότητά μας στις συνθήκες εργασίας μας δεν ξέρω αν στηρίζεται στ’αλήθεια στην εναλλακτική διάθεσή μας για τους πιθανούς τρόπους ζωής και όρους οικονομικής δοσοληψίας ή τελικά στο ανυπόμονο κι υποχωρητικό κοινωνικό ασυνείδητό μας. Αυτή η υποτιθέμενη εναλλακτικότητα στη φύση των ηθοποιών, που μπορεί να προτάξουν κάποιοι σαν εξήγηση, θεωρώ πως καταρρίπεται από τη στιγμή που κατά τα υπόλοιπα αποδεχόμαστε να εξυπηρετούμε κανονικούς όρους κι όχι εναλλακτικούς. 

* Δεν είμαστε ούτε κλέφτες, ούτε επαναστάτες με το πρόσχημα της κρίσης – δε βλέπω να λέμε «υπάρχει οικονομική κρίση, θα πάρω ταξί αλλά θα πληρώσω όσα μου καπνίσει». Μπροστά στη δίψα μας όμως για τη θεατρική δημιουργία αψηφούμε πολλά. Κυρίως καταχραζόμαστε τον εαυτό μας που δε μπορεί να μας κατηγορήσει για αυτο-κλοπή (για φαντάσου), και γινόμαστε έτσι συνένοχοι σε ένα παράδοξο: πώς μπορεί να αξιολογούμε την καταβολή του χρόνου και του υλικού του ηθοποιου – χωρίς τον οποίο δεν υπάρχει θεατρική πράξη! – με μηδενική ή φτωχική αξία αλλά ταυτόχρονα να εξυμνούμε την τέχνη και να μισθώνουμε τους υπόλοιπους συντελεστές της με πολλαπλάσια ποσά, αποδεχόμενοι το οικονομικό ελάχιστο πόσο που οι ίδιοι ορίζουν ως απαραίτητη καταβολή; Ή μήπως θεωρούμε τους εαυτούς μας περισσότερο «καλλιτέχνες» από το σκηνογράφο, έτσι που εξαιτίας της σπουδαιότητας του καλλιτεχνήματος μας δε μας χρειάζεται οικονομικό αντίτιμο; Μόνο ελιτισμός θα ήταν μια τέτοια πίστη. Κάτι φαίνεται να μου διαφεύγει σ’αυτο το σχήμα – και δε νομίζω να έιναι η αξία της τέχνης. Θα το χρεώσω στο ασθενές σύστημα αξιών και κριτηρίων βάσει του οποίου πράττουμε… Θα ήμουν, λοιπόν, επιηκής αν την έλεγα οικονομική την κρίση. Για την «οικονομική κρίση» ας μιλήσει ο κεφαλαιοκράτης που είχε από ατυχία τα κάτι δις του στη Λαική Τράπεζα της Κύπρου το ‘13. Οι υπόλοιποι ας μιλήσουμε για πολιτική: κατά την ετυμολογία της όμως, γιατί τη μεταγενέστερη την αποποιούμαι.

* Η τέχνη μπορεί να αφυπνίζει το πνεύμα σε κάθε εποχή και πολιτισμό. Το πνεύμα με τη σειρά του διαμορφώνει τη σκέψη και την αντίληψη. Μόνο όφελος μπορεί να έχει ο ανοικτός διάλογος με την τέχνη, ιδιαιτέρως τώρα που διανύουμε την εποχή των πλασματικών και των τεχνητών πάντων (σχεδόν μπορεί, πια, κανείς να φάει το προσπέκτους με τα burger και να πιστέψει ότι χόρτασε). Ένα εύστοχο κλισέ είναι πως η τέχνη μας οδηγεί σε δημιουργικά ερωτήματα. Οι απαντήσεις από την άλλη είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση και ποτέ τετελεσμένη. Πάντα κάτι καταρρίπτει το κεκτημένο μας, και το να αποδεχτούμε τη διαδοχή είναι ζωτικής σημασίας – και βέβαια χρειάζεται θάρρος. Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε ασφαλέστερος κάτω από σταθερές, αλλά στις πιο σκοτεινές περιόδους της η ανθρωπότητα έσπαγε τον κλοιό με μια ανατροπή. Η τέχνη στην Ελλάδα πρέπει να μας τροφοδοτεί με θάρρος απέναντι στις σωτήριες μεταβλητές. 

* Αυτήν την περίοδο παίζω στην παράσταση ΠόΚα που παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο Black Box του Θεάτρου 104. Πραγματεύεται τη σχέση της Μαρίας Πολυδούρη και του Κώστα Καρυωτάκη, δοσμένη μέσα από το πρίσμα της χρονικής μετάθεσής τους στο παρόν, και τη διαλεκτική αναδρομή τους στο παρελθόν. Ο ετεροχρονισμός ήταν βασικό στοιχείο της μακράς σχέσης τους αφήνοντας τους με ελλείματα και απορίες, καταδικάζοντας τον έρωτά τους ως ανεκπλήρωτο. Οι συναισθηματικές εκκρεμότητες μεταξύ τους δημιουργούν ένα χώρο συγκρουσιακό γεμάτο παρανοήσεις και παρερμηνείες, που παρά την αγάπη τους, παραμένει ανυπέρβλητος.

* Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον τον υποθετικό διάλογο τον οποίο η σκηνοθέτης και συγγραφέας της παράστασης Κέλλυ Πήλιουρα συνθέτει τόσο πυκνά και ανάγλυφα ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Όση ουσία φανερώνουν αυτά που λένε οι άνθρωποι, άλλη τόση κρύβουν εκείνα που δε έχουν ποτέ ειπωθεί. «Τα καλύτερα ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ» γράφει ο Λειβαδίτης, «λοιπον, αντίο». Σε αυτο το «αντιο» βρίσκω να στοχεύει το έργο – στη σφραγίδα τους τέλους τους, όχι όπως την έβαλαν ο ένας με την αυτοκτονία του και ο άλλος με την ασθένειά του, αλλά έτσι όπως οι διανοήσεις και οι ψυχοσυνθέσεις τους θα διατύπωναν πέρα από χρονικά όρια της υλικής ζωής τους. Αυτή η βουτιά στα άδυτα της σκέψης τους είναι τόσο τολμηρή ώστε να καθιστά το έργο μοναδικό.

* Είναι η πρώτη φορά που υποδύομαι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Χωρίς να έχουμε προσπαθήσει να αποδώσουμε ρεαλιστικά το χαρακτήρα της Μαρίας Πολυδούρη, αφού και το έργο κινείται σε ένα υπερρεαλιστικό χωροχρόνο, η προσωπικότητα της Πολυδούρη ξεδιπλώνεται μέσα απο την αφήγηση και τις νοητικές διαδρομές της. Ένιωθα κάτι σαν εθισμό όταν μελετούσα τη ζωή και το έργο της, αλλά ειδικά τη ζωή της. Περνούσαν οι ώρες χωρίς να το καταλάβω και όσα κι αν διάβαζα, ήθελα κι άλλα. Ήταν σαν να έμπαινα από ένα μαγικό πόρταλ σε έναν ολόκληρο κόσμο σαν κρυφός παρατηρητής – αλλά με αποκλειστικό πάσο. Κάθε καινούριο πράγμα που ανακάλυπτα να έχει ζήσει, να έχει πει ή πράξει με έκανε να νιώθω όλο και πιο κοντά της, σαν να είχαμε αναπτύξει μια κρυφή στενή σχέση, που μου έδινε σιγά-σιγά και δειλά την επάρκεια να της επιτρέψω να μιλήσει από το στόμα μου. 

* Η αλήθεια είναι πως φαίνεται να μοιραζόμαστε πολλά κοινά, έτσι ώστε δε χρειάστηκε να κάνω μεγάλο άλμα για να την κατανοήσω: Δύο γυναίκες Κριοί γεννημένες με μια μέρα (και 83 χρονια) διαφορά, γελοιοδέστατο αλλά αληθινό, τι να κάνουμε, που έγραφαν από την εφηβεία ποίηση με θέμα το θάνατο. Το είπα, ήμουν μια δυσαρεστημένη έφηβη – με πίστη όμως πάντα στην αιώνια αγάπη – με τάσεις φυγής, αντιδραστικότητα και δυσπροσαρμοστικότητα. Κάπως έτσι περιγράφουν οι μελετητές της την Πολυδούρη. Για το θέατρο παρατάει τη Νομική, όπως για μένα η κόκκινη κουρτίνα έγινε τη σύμβολο της απελευθέρωσής μου από τη Φιλοσοφία που τελικά αξιώθηκα να μην παρατήσω. Στα 25 έφυγα μόνη μου για το Παρίσι κυνηγώντας ένα όνειρο, ομολογώ όχι τη μοδιστρική της Πολυδούρη. «Το Παρίσι θα σε θαμπώσει αλλά δε θα σε κρατήσει» της λέει, στο ΠόΚα, ο Καρυωτάκης. Παρομοίως, έτσι όπως πήγα, με 70 κιλά αποσκευών (ντροπή μου), έτσι και γύρισα. Είναι και διάφορα άλλα πιο μύχια που δε θα αναφέρω ως κοινά μας. Το ευτύχυμα είναι πως έχω περάσει τα 28, και θα’θελα άλλα τόσα κι ακόμα κι άλλα παρέα με εκπληρωμένους κι όχι ανεκπλήρωτους έρωτες – το ακούω να μου’ρχεται το «τι μας λες κοπέλα μου;».

* Η εμπειρία αυτής της παράστασης ήταν και είναι μεγάλη σπουδή για μένα. Γνωριστήκαμε με την Κέλλυ και το Βασίλη Παπαγεωργίου, που υποδύεται τον Κώστα Καρυωτάκη, για τις ανάγκες της παράστασης και πολύ γρήγορα καταφέραμε από το μηδέν να χτίσουμε ένα κώδικα δουλειάς και εμπιστοσύνης –  κάτι που θεωρώ σπουδαίο για τη δημιουργική διαδικασία, και ευοίωνο για τις ανθρώπινες διαδρομές. Σπουδή είναι ακόμα και το πώς αναζητώ κάθε φορά τι χρειάζεται για να ζωντανέψει εκ νέου επι σκηνής το κείμενο του έργου – που, μάλλον ευτυχώς γιατι πρόκειται για ένα κείμενο με σύνθετο και πυκνό λόγο, με αναγκάζει να εφευρίσκω και να ανακαλύπτω νέους τρόπους σκηνικής ζωής. Κάθε εβδομάδα μαθαίνω και ανακαλύπτω κάτι καινούριο και είμαι ευγνώμων που έχω αυτή τη δυνατότητα να το πράξω μέσα από τη δουλειά.

* Τα χρόνια στην Δραματική Σχολή Αρχή; Εδώ θα γελάσω και θα κλάψω μαζί – όπως με το «Καντ». Ήταν ό,τι πιο δύσκολο είχα να διαχειριστώ και δεν έφταιγε που το θεατράκι δεν είχε κουρτίνα – αν και το αναρωτήθηκα κάποιες φορές. Γιατί, πώς να το πω, δεν είχα πού να κρυφτώ κι αυτό μου καταργούσε τη δεξιοτεχνία που είχα αναπτύξει στη σχέση μου με τις σκιερές πτυχώσεις. ‘Αντε, μου γείωνε και την μεταεφηβική περηφάνια του να έχω νομίσει ότι συνέλαβα τον Μαλόν του Μπέκετ και όλη την ιστορία του πίσω από ένα παράθυρο που όμως δε θυμάμαι αν είχε ή οχι κουρτίνες. Δεν έφταιγε ούτε που σε ένα διάλειμμα με πάτησε ένα αμάξι και είδα τον ουρανό σε μια τούμπα, ούτε που σε ένα μάθημα έκανα βουτιά με το κεφάλι και έπαθα αυχενικό.

* Αναρωτήθηκα κι αν έφταιγε που η σχολή δεν είχε κυλικείο κι η ζωή μου κατακλύστηκε απο τάπερ, ή που για να έχω αίθουσα να κάνω πρόβα, έπρεπε να κάνω ότι διεκδικώ έναν ελεεινό μαρκαδόρο κάποια κρυφή στιγμή, για να γράψω το όνομά μου σε ένα πίνακα που ήταν χωρισμένος σε κουτάκια με μέρες/ώρες/αίθουσες. Ένας εφιάλτης από τάπερ και κουτάκια. Δεν ήταν, όμως, ούτε αυτά. Όχι. Απλά, μέχρι τότε τίποτα δεν έκανα καλύτερα απ’το να βρίσκομαι «πίσω από κάτι» και στο θεατράκι της Νέλλης Καρρά υπήρχε μόνο το «μπροστα» (ορίστε τι θα πει «ξεμπροστιάζομαι»). Κυρίως, όμως, υπήρχαν οι μεγάλες διόπτρες τα μάτια της, από τα οποία κανείς δε μπορούσε να κρυφτεί. Αυτή η διορατικότητα, που βίωνα σαν ανακριτικότητα, με διέλυε γιατί, μάλλον, είχα πολλά να κρύψω από τον εαυτό μου. Μου πήρε δυόμιση χρόνια να υποψιαστώ τον κόσμο αλλιώς· να αγαπήσω το σαπούνι στις τουαλέτες, ψέματα, ποτέ δεν το αγάπησα, απλά σταμάτησα να γκρινιάζω, κι αυτό κατάκτηση είναι· μου πήρε δυόμιση χρόνια να αντέξω τον εαυτό μου εκτεθειμένο στη θέαση αυτού ειδικά που διεισδύει· να καταλάβω πως ακόμα κι η ντροπή είναι εγωισμός· να παραδεχτώ την ελαττωματική μου φύση σαν να μην είναι η αρχή της συντέλειας του κόσμου, αλλά η απαρχή της δημιουργίας· και τέλος, να δω τη δημιουργία σαν το αποτέλεσμα της σύμπραξης, και να γνωρίσω την ομορφιά και την ανακούφιση αυτού. Πόσο ευγνώμων έιμαι…

* Ευγνώμων είμαι και για τη δασκάλα μου Λίλλυ Μελεμέ, η οποία έμελλε να γίνει και σκηνοθέτις μου για τις πρώτες δύο δουλειές μου στο θέατρο. Το να σε εμπιστεύεται κανείς μέσα από την πολύχρονη εμπειρία του είναι κάτι ανεκτίμητο και σπουδαίο το οποίο, όποια διαδρομή κι αν διανύσω στο μέλλον, δε θα αλλάξει: η τεράστια επιθυμία μου να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός πήρε σάρκα και οστά όταν η Λίλλυ μου πρόσφερε αυτή την ευκαιρία. Μέσα από μια ομαδική δουλειά 10 ηθοποιών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν συμφοιτητές μου στη σχολή και φίλοι μου, ανεβάσαμε τη «Γέρμα». Mόνο αγάπη νιώθω γι’αυτη τη δουλειά, χαρίν και εξαιτίας της οποίας κάναμε όλοι προσωπικές και σκηνικές υπερβάσεις φτιάχνοντας τελικά μια παράσταση, η επιτυχία της οποίας την κράτησε ζωντανή για δύο σεζόν. Συνέχισα με τη Λίλλυ και στη δεύτερη δουλειά μου, το «Έγκλημα στο Café-Noir» που παιζόταν για ολόκληρη σεζόν στο Αγγέλων Βήμα. Να μου επιφυλάσσονται κι άλλες συνεργασίες μαζί τους στο μέλλον, εύχομαι.


* Για τη σχέση μου με το γράψιμο δεν έχω να πω πολλά, έχω ήδη πει για τα πένθιμα της εφηβείας μου, μπορώ να τα πω καλύτερα πρώιμα υπαρξιακά για να μην τα αδικώ, να τα πω και ποιήματα, βέβαια ας μην τα υπερτιμήσω. Ξεκίνησα να γράφω ψάχνοντας μια διέξοδο αποφόρτισης από τις εσωτερικές μου συγκρούσεις κι ενοράσεις. Η φιλοσοφία μετά μου καλλιέργησε το εργαλείο του λόγου, και το θέατρο, πια, με προσκαλεί στην πραγμάτωση. Μεγάλη κουβέντα, αλλά στις σπάνιες ύψιστες στιγμές του, αυτό είναι για μένα το θέατρο. Και το γράψιμο ένα απολαυστικό ψάρεμα στα βάθη της συνείδησης και του ενστίκτου. Αν πιάσεις ψάρι, τρως.

* Αγαπώ το χορό. Γιατί αγαπώ την άλογη φύση του σώματος. Δεν έχω βιώσει τίποτα πιο χορταστικό κι ανακουφιστικό από την πλήρη έκφραση του σώματος και τη δόνησή του χωρίς ανακοπές. Έτσι και στο χορό! Η νοημοσύνη του σώματος μου ξεπερνά τη λογική μου, και θέλω να φωνάξω «ζήτω». Σε όλες τις παραστάσεις που έχω παίξει μέχρι τώρα, ακόμα ξαφνιάζομαι, με ρωτάνε αν είμαι χορεύτρια – τελικά δε νομίζω να είναι που είμαι «3 κιλά άνθρωπος», που λέει κι η φίλη μου η Δήμητρα. Απλά κάπως έτυχε (ή πέτυχε) σε όλες τις δουλειές το κινησιολογικό κομμάτι να ήταν βασικό στοιχείο της έκφρασης του χαρακτήρα που υποδυόμουν, ή του κώδικα της παράστασης. Έτσι το δουλεύω αδιάκοπα.

* Τραγούδι από το νηπειαγωγείο, η μάνα μου λέει non-stop στο σπίτι από το μεσημέρι μέχρι τον ύπνο. Κάνω πολλά χρόνια φωνητική, είχα δασκάλα μου τη Νάντια Φιόρου στο Νάκα της Πάτρας, και τώρα το Γιωργο Νικητόπουλο. Τραγουδώ από δω κι από κει, σε κανένα μαγαζί, σε κάποιο αφιέρωμα. Αγαπημένο μου, όμως, το συγκρότημα μου Least Concern. We’re newborn, σύντομα και το πρώτο μας live.

* Εκτός από ένα ερασιτεχνικό ντοκιμαντερ πολύ παλιά κι ένα ταινιάκι μικρού μήκους, δεν είχα την τύχη, ακόμα, να δουλέψω επαγγελματικά στον κινηματογράφο. Αν κι όταν συμβεί, θα είναι ακόμα ένα όνειρο που πραγματοποιείται. Έφηβη είχα πιστέψει πως μπορεί να παίξω σε ταινία του Κουστουρίτσα απλά και μόνο επειδή θα του έστελνα ενα γράμμα όπου του λέω πόσο το θέλω, κι επειδή μια μέρα σε ένα Φεστιβάλ Βαλκανικού Κινηματογράφου του χάρισα ένα τριαντάφυλλο, κάνοντας την έξυπνη με μια απορία μου για τον «Καιρό των Τσιγγάνων». Αστείο.

* Αν και η συμμετοχή μου στην τηλεοπτική σειρά «Οι Άσφαιροι» ήταν πολύ μικρή, η εμπειρία ήταν φαντεζί. Ήταν, μάλλον, που οι συντελεστές της, από τους casting directors μέχρι τον πρωταγωνιστή ή το σκηνοθέτη, ήταν **** τα παιδιά. Και που, παρ΄ότι δεν προοριζόταν για τον κινηματογράφο, το επίπεδο δουλειάς ήταν ανάλογό του, και φυσικά που εγώ έμαθα, έτσι, πολλά για τη διαδικασία. Ήταν μια τολμηρή, καλοδουλεμένη και πρωτότυπη δουλειά που βρήκε σημείο επαφής με πολλούς, αλλά όχι με το μέσο τηλεθεατή –  αν μπορεί πιστέψει τελικά κανείς την ιστορία με το «μέσο τηλεθεατή» –  και ποιος είναι αυτός, τελοσπάντων, δεν τον έχω πετύχει πουθενά.

* Δε θέλω να κλειδώσω την ευχή μου για το μέλλον στο θέατρο με συγκεκριμένες συνεργασίες και έργα. Θα ήθελα μόνο να παραμένω ζωντανή μέσα απο τη δουλειά κι ειλικρινής με τον εαυτό μου.

* Η Κύπρος…! Το νησί μου. Η χώρα μου. Η οικογένειά μου, οι φίλοι μου. Έφυγα το 2002 για σπουδές κι από τότε πάμε παράλληλα. Δεν ξέρω αν και πότε θα επιστρέψω, παρά την αγάπη μου και τις καταβολές μου. Άλλος κόσμος, άλλη ζωή. Βέβαια αν δεν ήταν για τους γονείς μου δεν θα είχα έρθει, και δε θα ήμουν ακόμα στην Αθήνα… Η μάνα μου ισχυρίζεται πως όπου να΄ναι θα γυρίσω – εδώ και πολλά χρόνια. Πηγαίνω 3-4 φορές το χρόνο. Πιο πολύ μου λείπει ο κήπος στο πατρικό μου σπίτι, ένας αναντικατάστατος μικρός παράδεισος.

* Δυστυχώς από τη στιγμή που ζω και δουλεύω στην Αθήνα, δεν έχω στενή επαφή με τα θεατρικά δρώμενα στην Κύπρο. Βλέπω και μαθαίνω πως γίνονται όλο και περισσότερα πράγματα με νέους καλλιτέχνες και νέες ομάδες και πιστεύω θα έρθει στιγμή στο μέλλον που με κάποιο τρόπο θα συναντηθώ με το θέατρο εκεί.

* Στην Αθήνα αγαπώ τη μεγαλούπολη, την συνάντηση και την ζύμωση ερεθισμάτων, τη σύγκρουσή τους. Την ανεξάντλητη ενέργειά της. Τους αχανείς δρόμους της. Το, ανα πάσα στιγμη, δυνατό. Το απρόβλεπτο. Το «δε γ***έται» και το «είναι οκ». Τα 24ωρα και τους τελάληδες. Με λυπεί η υπαρξιακή εξαθλίωση, η μοναξιά, η ανοσία στον ανθρώπινο πόνο. Το τσιμέντο και η βρωμιά.

* Στο All4fun αγαπώ τη γενναιοδωρία. Την αυθεντικότητα και τον αυτοσχεδιασμό. Την επιμονή και την πρόθεση. Το αστείο κόκκινο logo, συγγνώμη Κυριάκο. Τους διαχειριστές του και ξανά τη γενναιοδωρία τους. Ευχαριστώ All4Fun!

& Αναλυτικές πληροφορίες για την «Πόκα» ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/12244-q-q-104.html

Του  Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 22/3/2016

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα