“Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ρίτσος. Δεν ξέρω ποτέ τι να γράψω για τον Ρίτσο. Λες και σαστίζω. Λες και χάνω τις λέξεις μου.Τι να πω, τι να συντάξω εγώ, για τη διαδρομή του στη ζωή, την ποίηση του πώς να πρωτοπιάσω.
Νιώθω πάντα σαν αυτό που λένε οι μαρμαροτεχνίτες στην Τήνο όταν τους λένε να φτιάξουν κάποιο έργο του Χαλεπά, από πηλό σε μάρμαρο, δεν αγγίζεις Χαλεπά, δεν αγγίζουμε θεό.
Τι να γράψεις, και ποιον στίχο να διαλέξεις. Όλη η ποίηση μια τρυφερότητα, ένα πείσμα τέτοιο, μια αντίσταση, ένας συνδυασμός πολιτικής θέσης και ανθρωπιάς.
Να διάλεγα αυτούς τους στίχους «Ορκιστείτε να ’χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ’ αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ’ ένα ανθισμένο περιβόλι»
θα αδικούσα ίσως αυτούς «Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο».
ή αυτούς «Ένα παιδί νυστάζει. Θέλει να κοιμηθεί και δεν τ’ αφήνει η πείνα. Να θυμάσαι τα παιδιά που δεν κοιμούνται».
Αν πάλι έβαζα αυτό το παρακάλι «Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!»
έλα όμως που είναι κι αυτοί «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.
Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα».
Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Ρίτσο. Ξέρω πως γύρισε όλα τα ξερονήσια. Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Στράτης, Γυάρος, Λέρος.
Ξέρω πως κανένας δεν μπόρεσε να του πάρει την καλοσύνη του και την ποίησή του. Ξέρω πως έλεγε πως η μεγαλύτερη του επιτυχία είναι πως τον αποκαλούμε «δικό μας». Ξέρω πως έγραψε την αλήθεια του κι ίσως εκείνο που πίστεψε πιο πολύ:
«Μόνες περγαμηνές μας τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γράφτηκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες – πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι -…».
Ξέρω πως έγραψε ποίημα για τον αδέσποτο σκύλο, τον Ντικ, τον σκύλο που έκανε παρέα στους εξόριστους στο Μούδρο, που μισούσε τους χωροφύλακες και τους γάβγιζε απειλητικά:
«Να μη ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
Ναι Ναι του σκύλου μας του Ντικ
Της ομάδας του Μούδρου
Που τον σκοτώσανε οι Χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
….
Ήταν καλός ο Ντικ».
«θε μου, τι μάτια πάναστρα».”
Δεν ξέρω τι να πρωτογράψω για τον ποιητή που γεννήθηκε 1η του Μάη. Ξέρω μόνο πως όποτε κοιτάζω τη φωτογραφία του, πάνω απ’ το φέρετρο του αγωνιστή Αλέκου Παναγούλη που σκότωσαν σαν σήμερα, οπότε κοιτώ αυτό το βλέμμα του, θέλω να του δώσω πίσω, να πω τον στίχο του, γιατί του μοιάζει και του ανήκει:

κείμενο : Gianna Kouka fb
επιμέλεια στήλης : Νεφέλη Παπαθανασίου