Χείμαρρος κόμης άλικης
ρύακας σ’ ολόλευκες κοιλάδες
Ρεματιά κελαρυστή
που κατακλύστηκε
από ορμές
αφύλακτων χαραματιών
Εκούσια παραδόθηκε
σε ροδοπλυμένο σώμα
Ύλες φερτές
Από πύρινες ματιές
Από αγγίγματα τρεμάμενα
Από κουβέντες μη ειπωμένες
Μέσα σε λίμνες έκστασης
αποτίθενται
Σταλιές πυρακτωμένες
το λακκάκι του λαιμού
γιομίζουν πεινασμένα
Δυο χέρια στιβαρά
καμπυλωτές γραμμές
πάλλευκης απαλότητας
αγγιάζουν
Σπονδή στην ομορφιά
άρωμα λαδιού
από σανταλόξυλο
χώρας μακρινής
μεθύζει τις αισθήσεις
Τα μακριά μαλλιά της
καλύπτρα
στο κάλλος το γυμνό
Αψάδα ερεθιστικής
ευφορίας
Ρουθούνια ασυγκράτητα
τη μυρωδιά ρουφάνε
Φιγούρα αντρίκια
βυθίζεται βαριά
στης κόκκινης στιλπνάδας
τα ηδονισμένα άδυτα
Μα να σωθεί αρνείται
Κάθε εισπνοή
μια ατιθάσευτη απόλαυση
Κάθε εκπνοή
μια μυσταγωγία
Με σφαλιστά τα βλέφαρα
το χρόνο
αποπειράται να παγώσει
Μύχιες σκέψεις σκοτεινές
χυμάνε στην καρδιά του
Αν με τα δάχτυλα
φυλάκιζε
τον κρίνινο λαιμό της;
Πίνακας ζωγραφικής
εκείνη θα γινόταν
Ή άγαλμα
από μάρμαρο πολύτιμο
Μπορεί και μούσα
σε ποίημα ερωτικό
Κι αυτός
αιώνιος μύστης της
Ριπή αέρα παγωμένου
απ’ το παράθυρο γλιστρά
Αντί για έργο τέχνης
η ιέρεια Κάλι
περνά από μπροστά του
Της Άνοιξής του τα μαλλιά
σε δάχτυλα πολλαπλά
μεταμορφώνονται
Λαχανιασμένος
τα μάτια απασφαλίζει
Το Έαρ του
άνευ όρων έχει αφεθεί
σε σιέστα λιγωμένη