Βγήκε. Το πεζοδρόμιο άνω κάτω· σκόνταψε και παραπάτησε. Τα σύννεφα είχαν αδειάσει τον ουρανό· μέρα η πανσέληνος. Έβγαλε ένα χαρτί και σημείωσε:
«Τα πόδια μας μπερδεύουνται στις κλωστές που δένουν τις καρδιές μας».
*****
Όμως εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, γιατί, τον καιρό της ξενιτιάς, στην κάμαρά μου που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος, χωρίς φωτιά, όταν δεν άντεχα πια από το κρύο, έπαιρνα και διάβαζα το Ζ της Ιλιάδας και πίστευα πως με βοηθούσε; Όχι καθόλου, θέλω να πω, τα σκηνικά και η ομορφιά του ποιήματος, αλλά αυτή η θέρμη, η πικραμένη θέρμη για τη μοίρα του ανθρώπου· αυτή η αίσθηση της ανθρωπιάς, που ψηλαφεί κανείς χωρίς να μπορεί να την προσδιορίσει, κι ωστόσο την αισθάνεται τόσο δική του μέσα στην ψυχή ενός άγνωστου που ονομάζουμε Όμηρο.