Ήταν όμορφη κάποτε
αυτή η θάλασσα.
Μέ τά δάχτυλα τής άμμου,
νά πιάνουν τό σφυγμό
τού κύματος.
Kαί νά μετράνε
τό καθένα χωριστά,
σάν βοσκοί
πού μετρούν τά ζωντανά τους.
Ξεχάσαμε πώς είναι
η τζιτζιφιά.
Δέντρο γεμάτο χνούδι.
Μέ σκόνη μές στό φλούδι
ο καρπός.
Στυφός, γλυκόξινος
καί τζούφιος.
Τζίτζιφα και τζιτζίκια μοιάζανε.
Μακρόστενα, στεγνά όλο λιοπύρι.
Φύλλα λαδιά σχεδόν,
μάλλον απροσδιόριστα.
Λεπτά, μακριά,
σάν σέ παλιά τοιχογραφία.
Σουλούπι άγνωστο, δυσεύρετο.
Συναπαντιόμαστε μιά δυό
σέ όλη τή ζωή μας.
Φλοιός στιλπνός, γυαλιστερός,
μέ κόκκινες ανταύγειες.
Ο ίσκιος παρηγοριτικός.
Κι η κουρελού πολύχρωμη,
σάν κάθισμα στήν κούνια.
Χρόνια αμέριμνα, στρωτά•
μέ μυρουδιά ερεθιστική
στά μέσα καί στά έξω.
Μεθυστικά τά μεσημέρια μας•
κροτάλιζαν απ’ τή σαγήνη.
Έτρεμε η φυλλωσιά τόν άνεμο.
Τό χιόνι τού γεροβοριά•
τού τρελονοτιά τη μούχλα.
Τώρα κοπήκαν οι κορμοί…
[ Σκόνη παράγουν τά εργοτάξια.]
Έμεινε μόνο τ’ όνομα
βαφτιστικό μιάς συνοικίας.
《Τζιτζιφιές》
Δίπλα σ’ αυτή τή θάλασσα,
πού ήταν κάποτε ωραία!
Του Χρίστου Παπαδάκη, 7/3/2020