Ίσως περίμενες
να σού μιλήσω για τον έρωτά μου
μα το χαλάζι που ’πεφτε στις στέγες
είταν σαν τ’ άρβυλα των νεοσύλλεκτων
που τρέχουν για τη σύνταξη.
Απ’ τις καινούργιες κάλτσες σου, θυμάμαι,
είχε ξεφύγει ένας πόντος
που τόν κοιτάγαμε κ’ οι δυό βαρυεστημένα.
Αυτή η σιωπηρή μας κατανόηση
που καταργούσε αυθαίρετο κι απρόβλεπτο
λειτούργησε ως το χωρισμό.
Όσο για τις πληγές που αργότερα θ’ ανοίγανε
τίποτα δεν υποπτευθήκαμε την ώρα εκείνη
όταν οι ματιές μας διασταυρώνονταν
στον παλιό καθρέφτη πάνω απ’ το νιπτήρα,
καθώς εσύ πουδραριζόσουνα
κ’ εγώ έδενα τη γραβάτα μου.