Το Χειμωνιάτικο Παραμύθι, είναι έργο που ανήκει στην τελευταία περίοδο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με τον “Κυμβελίνο” και την “Τρικυμία”.
Δράμα ή κωμωδία; Κινείται με πρωτοφανή ευελιξία ανάμεσά τους, Υπάρχει η επιβλητική ατμόσφαιρα ενός παλατιού, υπάρχει και η ηλιόλουστη της βουκολικής υπαίθρου, έχουμε ζήλιες, φθόνους, προδοσίες, εκδικήσεις, ίντριγκες και δολοπλοκίες, όπως έχουμε μεταμφιέσεις, φάρσες , παρεξηγήσεις, αναγνωρίσεις και μετάνοιες. Υπάρχει συγκίνηση όπως υπάρχει και γέλιο. Αγωνία που συνυπάρχει με σαρκασμό. Και οπωσδήποτε υπάρχει μια σαφέστατη τραγικότητα των ηρώων, την ίδια στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τη βαθιά ειρωνία που τους αντιμετωπίζει ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Μια τραγικότητα που είναι η κυρίαρχη στο πρώτο μέρος, και μια ιλαρότητα που αναλαμβάνει τα “ηνία”, στο δεύτερο.
Ιλαροτραγωδία λοιπόν ως προς το ύφος, Παραμυθόδραμα ως προς το περιεχόμενο μιας και η ιστορία είναι από αυτές που διηγούνταν μέχρι και σε όχι πολύ μακρινούς καιρούς, οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους.
Η επιτυχία ενός ανεβάσματος σε αυτό το έργο, αναμφισβήτητα, έχει να κάνει με την ικανότητα του σκηνοθέτη να ελίσσεται ανάμεσα σε αυτές τις εναλλαγές ατμόσφαιρας και διάθεσης του συγγραφέα.Ο Θανάσης Σαράντος, έστησε μια παράσταση στο Από Μηχανής Θέατρο σε απόλυτη συνέπεια με το πνεύμα του συγγραφέα Ακολουθώντας λιτή φόρμα, με μέτρο και ισορροπία μεταφέρει επί σκηνής ατμόσφαιρες και περιβάλλοντα, που καταφέρνουν να επικεντρώσουν στο παλμό του και να το αναδείξουν.
Στο χώρο της σκηνής, που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Ταμπάκης, δε θα συναντήσεις μεγαλεπίβολα, φλύαρα σκηνικά: σε μια απόλυτη αρμονία, χρησιμοποιούνται έπιπλα και αντικείμενα που αποτυπώνουν το περιβάλλον της κάθε σκηνής, δημιουργώντας κάθε φορά μια αυτοτελή εικόνα, έναν καινούριο ξεχωριστό πίνακα. Σε αυτό συμβάλλον αναμφισβήτητα και οι “σκοτωμένοι” ή “ολοζώντανοι” (κάθε φορά όπου είναι απαραίτητο) φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και τα απολύτως λειτουργικά και αρμονικά κοστούμια της Μπιάνκα Νικολαρεΐζη.
Οι ηθοποιοί, τοποθετούνται και αναπτύσσονται μέσα σε τέτοια κάδρα, αναδεικνύοντας την κάθε σκηνή. Η παράσταση πλέον μετατρέπεται, σε ένα κλασσικό εικονογραφημένο με γκραβούρες θαρρείς, σκληρόδετο τόμο με λεπτά διακοσμητικά στοιχεία από φύλλα χρυσού, αυτά τα γεμάτα μυστήριο βαριά βιβλία. Πολύ όμορφη, πρωτότυπη μουσική από τον Κωνσταντίνο Ευαγγελίδη ενώ η διδασκαλία κίνησης η οποία αποπνέεει έντονη μουσικότητα ανήκει στην ικανότατη Όλγα Σπυράκη
Ο Θανάσης Σαράντος έχει βεβαίως στη διάθεσή του και ένα πολύ σπουδαίο δυναμικό ηθοποιών να καθοδηγήσει με διπλή ή τριπλή διανομή ρόλων στον καθένα. Οι “αυλικοί “ του σκοτεινού παλατιού του πρώτου μέρους, γίνονται οι απλοί χωρικοί στο δεύτερο. Ο ίδιος κράτησε για τον εαυτό του το ρόλο του ζηλιάρη Λεόντιου, τον οποίο και υποδύθηκε με σθένος, στιβαρότητα και με αυτο-ειρωνία. Ο Ορέστης Τζιόβας, στη διπλή διανομή του αντίζηλου βασιλιά και τυχοδιώκτη γυρολόγου, ξεδιπλώνει μοναδικά την ικανότητά προσαρμογής του σε αντίθετους και συγκρουόμενους ρόλους και χαρακτήρες. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, μια εξαιρετική ηθοποιός μας, με το σπάνιο χάρισμα να “παίζει” με τα μάτια, κερδίζει το κοινό με την τόσο μετρημένη ερμηνεία της, ενώ η λέξη “απολαυστικός” είναι πολύ λίγη για τον σπιρτόζο Τζερόμ Καλούτα. Εύθραυστη μέσα στην τραγικότητα της η “Ερμιόνη” Βάσια Χρήστου, ενώ ο έμπειρος Γιάννης Δεγαϊτης ντύνεται υποδειγματικά του ρόλους του Αντίγονου και του χοιροβοσκού. Τρία νέα παιδιά, στέκονται ισάξια δίπλα τους, η τρυφερή Βασιλίνα Κατερίνη ζωγραφίζει όλη την αθωότητα της χαμένης Περντίτα, ο ερωτευμένος Κωνσταντίνος Τσoνόπουλος και ο Νίκος Χριστοφυλάκης, ο οποίος “κενταέι” πραγματικά στο ρόλο του Κωμικού. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στον Βενιαμίν της παράστασης, τον εξόχως πειστικό μικρό Στέλιο Πανταγιά.
Στο σύνολό της, έχουμε μια φρέσκια, ολοζώντανη, σημερινή και γεμάτη παλμό παράσταση, απολύτως πιστή και συνεπή στο Σαιξπηρικό πνεύμα και ουσία. Και αυτό από μόνο του είναι μια εγγύηση για την ποιότητα μια τέτοιας επιλογής για τη θεατρική έξοδο του κοινού.
Κώστας Ζήσης 27/5/2018
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ