Η επιτυχημένη περσινή πορεία της παράστασης Fit σε κείμενο του Νίκι Σίλβερ (Χοντροί Άντρες με Φούστες) και σκηνοθεσία του Δημήτρη Κομνηνού, της εξασφάλισε το εισiτήριο και για τη φετινή θεατρική σαιζόν με δύο σημαντικές αλλαγές όμως στη διανομή του.
Ο Άρλοκ, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας από τον πατέρα του, ζει μόνος του και αποξενωμένος γενικά από τον περίγυρό του και χωρίς τον έρωτα συστατικό της ζωής του. Η μητέρα του μια επίσης προβληματική προσωπικότητα που στερείται προσωπικής ευτυχίας, είναι σχεδόν πνιγμένη στο αλκοόλ.
Κάποια στιγμή ο Άρλοκ έχοντας σταμπάρει τον Μπόιντ, έναν όμορφο άντρα με ελαφρά αγοραίο στυλ, τον καλεί σπίτι του και του προσφέρει λεφτά για να τον δέσει. Ο στόχος όχι το σεξ, αλλά να τον πείσει να ζήσει μαζί του και να ξεγελάσει τις ανασφάλειές του, αλλά και την ψυχική του μοναξιά. Η μητέρα του ερχόμενη στο σπίτι και έχοντας εγκαταλείψει τη μίζερη ζωή με τον άντρα της, μπαίνει ανάμεσα στους δύο και σχηματίζεται έτσι ένα κωμικό menage a trois, με αρκετές κωμικές σκηνές αλλά και ανατροπές στην πλοκή.
Σα μια μαύρη κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της όμως κρατάει το δραματικό στοιχείο για το τέλος. Η οροθετικότητα είναι το σημαντικότερο από τα θέματα που θίγει ο Σίλβερ στο κείμενό του, καθώς και η αποξένωση και η μοναξιά των σημερινών ανθρώπων, ακόμα και αυτών που θα έπρεπε να έχουν στενότατες σχέσεις.
Ο Δημήτρης Κομνηνός ανέλαβε τη σκηνοθεσία και χρησιμοποίησε δύο επίπεδα επικοινωνίας του κειμένου με το κοινό, ένα αφηγηματικό στυλ σε κάποια σημεία της παράστασης (σε μορφή σύντομων μονολόγων από τους ήρωές του) και ένα δεύτερο (εκτενέστερο ευτυχώς) άμεσης δράσης και εξέλιξης και διάδρασης των χαρακτήρων μεταξύ τους. Διατήρησε ένα σταθερό ρυθμό στην παράσταση με λεπτές ισορροπίες μεταξύ των ηρώων και οι μεταβάσεις από το δράμα στην κωμωδία και αντίστροφα, ήταν στις σωστές δόσεις χωρίς να κουράζουν ή να φλυαρούν.
Αρκετές οι αστείες σκηνές και με αβανταδόρικες ατάκες (κυρίως ο ρόλος της Νέσσα), αλλά και οι δραματικές είναι δοσμένες με σαφήνεια και ακρίβεια και δε στερούνται γόνιμου εδάφους να πατήσουν και να αναδειχθούν. Και μάλιστα παίζουν έντονα το ρόλο ψυχογραφήματος του κάθε ήρωα και του συναισθηματικού υποβάθρου, πάνω στο οποίο χτίζεται ο κάθε χαρακτήρας. Ο μικρός χώρος της σκηνής βοήθησε ώστε να υπάρχει μια αμεσότητα μεταξύ ηθοποιών και θεατών που λειτούργησε ευεργετικά, δημιουργώντας μια κάπως οικογενειακή-φιλική ατμόσφαιρα. Οι πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών, στάθηκε προφανώς ατού της παράστασης, όπως και η μεταξύ τους σκηνική χημεία.
Τον Άρλοκ Σίμπσον αναλαμβάνει ο Σταμάτης Ζακολίκος, που παίζει έναν ψυχολογικά απομονωμένο και εξαιρετικά ανασφαλή ομοφυλόφιλο, ο οποίος, όπως όλοι οι άνθρωποι, έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί… Είναι πολύ πειστικός ιδίως στις πιο δραματικές του (και συγχρόνως πεσιμιστικές) σκηνές, καθώς είναι ανθρώπινος και ρεαλιστικός. Στις στιγμές που ακροβατεί ανάμεσα στην καρικατούρα και στην ελαφρά υστερική πλευρά του χαρακτήρα του, καταφέρνει να ισορροπήσει και να βγάλει συναίσθημα και ταύτιση από την πλατεία. Δεν κάνει υπερβολικά δραματικά ανοίγματα στο ρόλο του, αλλά και παραμένει ψύχραιμα αστείος όταν χρειάζεται.
Τη μητέρα του τη Νέσσα την αναλαμβάνει η Ζώγια Σεβαστιανού. Όσο περισσότερο τη βλέπω στο θέατρο πείθομαι, ότι η συγκεκριμένη ηθοποιός είναι γνήσια και αυθεντική comedienne. Δεν εκβιάζει στιγμή το γέλιο και η εκφορά του κωμικού λόγου είναι τόσο αυθόρμητη και πηγαία που δεν μπορείς από το να την απολαμβάνεις. Και δεν είναι μόνο ο λόγος. Είναι η έκφραση του προσώπου της, το στήσιμο του κορμιού της, η αισθαντικότητα της φωνής της. Αλλά μπορείς ταυτόχρονα να διακρίνεις μια συγκίνηση και μια δραματικότητα στην κίνηση και την ματιά της που σε ανακατευθύνει ότι τελικά είναι γεννημένη τραγικωμική περσόνα. Και φυσικά ήταν υπέροχη στο ρόλο.
Ο Στέλιος Ψαρουδάκης (Μπόιντ) δείχνει ότι πέρα από κορμί διαθέτει και ταλέντο. Αφήνει στην άκρη ωραιοπάθειες και μπαίνει άμεσα στις απαιτήσεις του ρόλου του. Με πλεόνασμα ενέργειας στη σκηνή και πληθωρική έντονη κίνηση και με δεδομένη την καλή χημεία τόσο με τη Νέσσα, όσο και με τον Άρλοκ, πλάθει ένα χαρακτήρα, που ενώ στην αρχή τον θεωρείς κάπως ξεβγαλμένο και έντονα κυνικό, σε πείθει και για την ανθρώπινη πλευρά του, με τις αδυναμίες και τα θετικά του. Οι μεταπτώσεις του δουλεμένες και μετρημένες.
Ο Πάνος Ροκίδης (Καρλ), η δεύτερη φετινή προσθήκη στην παράσταση, κάνει αυτό ακριβώς που απαιτεί ο ρόλος του. Είναι ένας αδέξιος, ελαφρώς άξεστος, τσιγκούνης και εγωιστής σύζυγος, που όταν χάνει τη γυναίκα του συνειδητοποιεί πόσο του λείπει και για να μην τη χάσει την κυνηγά και της ανοίγει την καρδιά του. Χωρίς να χάνει το κωμικό του στοιχείο, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις την αγωνία και την αγάπη στη ματιά του. Και εύστοχα αποφεύγει τη γελοιοποίηση του ρόλου, επιλέγοντας μια αξιοπρεπή έστω και άδοξη έξοδο.
Ο Γιώργος Λυντζέρης στα σκηνικά, εκμεταλλεύεται λειτουργικά όλο το διαθέσιμο χώρο που έχει και προσδίδει αισθητική στην παράσταση. Τα κοστούμια του απλά και εύχρηστα και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα που έντυνε. Η δυνατή μουσική του Ανδρέα Τρούσσα έδωσε σημερινότητα στην παράσταση και νεανικότητα, βοηθώντας τη σημαντικά στις αλλαγές της.
Συμπερασματικά, μια παράσταση που δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της μαύρης κωμωδίας, η οποία καταπιάνεται με θέματα σημερινά και επίκαιρα και με σημαντικές βελτιώσεις από το περσινό της ανέβασμα. Υποστηρίζεται από τη εύρυθμη σκηνοθεσία αλλά και από τους ηθοποιούς της, διατηρεί τέμπο και αφήνει μια ευχάριστη τελική αίσθηση στο θεατή.
& Αναλυτικά στοιχεία για τους συντελεστές και τις ημέρες της παράστασης ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/9713-q-fit-q-.html
Του Γιώργου Χριστόπουλου στο mindradio.gr