Τα βραβεία διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο «άνθρωπος που τάιζε τον ίσκιο του» αρέσει και δικαίως. Ο Μάριος Γαρέφος έχει γυρίσει ένα υπαρξιακό νουάρ, στο οποίο απουσιάζουν τα πιστολίδια, όμως δε λείπει η ιδιαίτερη του ατμόσφαιρα.
Και εκτός από την δική σκηνοθετική ματιά, που αρέσει είναι και οι επιλογές του στο καστ. Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι εξαιρετικός ως πρωταγωνιστής, η Μαρία Κίτσου είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να προτιμήσει για τον ρόλο της συμπραγωνίστριας, ενώ ο τρίτος του καστ ήταν ο Μιχάλης Γιαννάτος, ένας σπουδαίος άνθρωπος του ελληνικού κινηματογράφου, που έφυγε πριν από λίγες ημέρες από τη ζωή…
«Ο άνθρωπος που τάιζε τον ίσκιο του», ή “Τhe Man Who Fed His Shadow” όπως είναι ο αγγλικός τίτλος έλαβε την επίσημη πρόσκληση για να συμμετάσχει στο RAINDANCE FILM FESTIVAL- Oscar™ & BAFTA Eligibility. Οποιαδήποτε μικρού μήκους ταινία κερδίσει στο φεστιβάλ του Λονδίνου, τότε οδηγείται απευθείας στα OSCAR.
Ο Μάριος μίλησε στο All4fun για την ταινία του, για τους πρωταγωνιστές του και για το πώς συναντήθηκε με τον Μιχάλη Γιαννάτο σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη….
– Από πού εμπνεύστηκες την ταινία και τι θέλεις να δώσεις στο κοινό;
Το σενάριο είναι μια ελεύθερη απόδοση του ομώνυμου διηγήματος του Aργεντίνου πεζογράφου Λεονίντας Μπαρλέττα. Την ίδια περίοδο που διάβαζα το διήγημα, έτυχε να ακούω ξανά και ξανά ένα μουσικό κομμάτι του Αζναβούρ, το οποίο ακούγεται μέσα στην ταινία και παίζει το ρόλο του. Κάτι μου θύμιζε. Φαινομενικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους- κι όμως είχαν. Η θεματολογία, και των δυο, εξέφραζε ένα μυστηριώδες ένστικτο που υπαγορεύει δυο άτομα να επιδείξουν πίστη σε κάτι που πολλοί θα κατηγορούσαν ως μια ανόητη εμμονή. Παρ’ όλ ’αυτά , αν και από διαφορετικούς χώρους ο κάθε ήρωας, η βαθιά πίστη που επιδεικνύουν στον τομέα τους, τους καθιστά ίδιους σ’ ένα αξιακό σύστημα που δεν δίνουμε σχεδόν καμία σημασία σήμερα. Αυτό ακριβώς ήθελα να δείξω: Ότι πέρα από επιλογές, ιδεολογίες, θρησκείες, μορφωτικό επίπεδο…Υπάρχει ένα συναισθηματικό αξιακό σύστημα που «ζυγίζει» τα πράγματα με έναν διαφορετικό τρόπο και καθαγιάζει τα άτομα αυτά και τις πράξεις τους.
– Πώς θα χαρακτήριζες την ταινία και γιατί θα συνιστούσες σε κάποιον να τη δει;
Ένα υπαρξιακό νουάρ που εδώ δεν διακυβεύεται η σωματική ακεραιότητα του ήρωα από πιστόλια και ίντριγγες, αλλά η ίδια του η ύπαρξη από τον κοινωνικό αποκλεισμό και την απομόνωση. Θα τη συνιστούσα σε κάποιον για να δει πως, ένα πιο ιδιαίτερο θέμα, μπορεί να δειχτεί, γυρίζοντας το ακόμα και με «ακαδημαϊκό» τρόπο. Και ότι, τελικά, μια περίεργη φόρμα δεν είναι αυτή που θα κάνει το θέμα μας να μοιάζει ιδιαίτερο.
– Ποιες είναι οι συμμετοχές της ταινίας στα φεστιβάλ;
Η ταινία, μέχρι τώρα, έχει ταξιδέψει κοντά σε 30 φεστιβάλ και έχει αποσπάσει 6 βραβεία. Η ικανοποίηση είναι μεγάλη, επειδή τα φεστιβάλ αυτά έχουν και ισχύ, άλλα κυρίως, γιατί δεν ανήκουν στα φεστιβάλ που έχουν μετατρέψει την κιμηματογραφική γιορτή σε πολιτική επιρροή. «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες» όταν κάποια φεστιβάλ βραβεύουν και επιλέγουν βάσει θέματος και όχι λόγω προσέγγισης ενός θέματος. Το σινεμά το κρατάω ως ένα παιδικό παιχνίδι που πάντα μου άρεσε να παίζω, για να αφηγούμαι ιστορίες και δεν θα επέτρεπα ποτέ την υφαρπαγή του για σκοπιμότητες άλλου είδους. Αν το έχανα αυτό, θα έχανα τα πάντα. Αν ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική, θα έβαζα υποψηφιότητα. Μέσα σε όλα αυτά, το φεστιβάλ στην Αρμενία, ήταν η μεγάλη αποκάλυψη. Λάτρεψα τον λαό και το σινεμά της και, επιπλέον, μου έδωσε να καταλάβω πολλά πράγματα για το που βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα, καλλιτεχνικά και μη.
– Πώς ήταν η συνεργασία σου με δύο σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας Δημήτρης Ήμελλος και η Μαρία Κίτσου;
Όταν έχεις να κάνεις με πραγματικούς επαγγελματίες και ταλαντούχους ηθοποιούς, τα πάντα είναι εύκολα. Ένα καλογραμμένο σενάριο τους υποδεικνύει το δρόμο και τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα. Το αυτονόητο είναι μια προϋπόθεση που πρέπει να εξασφαλίσει ένας σκηνοθέτης προκειμένου να μη βρεθεί εκτεθειμένος στο γύρισμα. Αντίθετες περιπέτειες γεννιούνται, είτε όταν κάποιος δεν είναι σίγουρος για αυτό που θέλει να πει και αυτό αποπνέει από το σενάριο κιόλας είτε όταν οι συνεργασίες είναι συγκαταβατικές για να εξυπηρετήσουν προσωπικούς ή εμπορικούς λόγους. Ο Δημήτρης ‘Ημελλος το πήρε προσωπικά από την αρχή. Κατάλαβα ότι έβλεπε τον εαυτό του μέσα σε αυτόν το ήρωα• τον σπάνιο για τις μέρες μας καλλιτέχνη που φοράει χίλια πρόσωπα και που φαντάζει ένας γελοίος σαλτιμπάγκος, στα μάτια ενός κοινού που έχει γαλουχηθεί στην ευτέλεια και, ο οποιοσδήποτε ειλικρινής ανθρώπινος προβληματισμός τους δειχτεί, τους φαντάζει μια δολιότητα από κάποιον που έχει σκοπό να τους χαλάσει την «καλή» τους διάθεση. Το έφτασε, μάλιστα, πολύ πιο πέρα. Σχεδόν αναπήδησα στις πρόβες, όταν μου έκανε αντιληπτούς τους λόγους για τους οποίους είχα οδηγηθεί για να γράψω αυτό το σενάριο. Αισθάνθηκα χαρούμενος γιατί αυτό θα βοηθούσε την ταινία -αλλά και μια μικρή ντροπή που είχαν ξεσκεπαστεί τα προσωπικά μου.
Η Μαρία είναι ένα σπάνιο ταλέντο που συναντάς σε παλαιάς κοπής ηθοποιούς στις απαρχές του κινηματογράφου – και βρίσκεται ανάμεσά μας. Το χάρισμά της είναι τόσο φυσικό, που ήταν σαν να ψάχναμε ένα πτηνό για κάποιον ρόλο, και αφού τελικά το βρήκαμε, το αφήσαμε να πετάξει και, απλώς, εμείς το κινηματογραφήσαμε.
– Τι σημαίνει για σένα το βραβείο της Μαρίας στο 3ο φεστιβάλ ψηφιακού κινηματογράφου, όπως και το βραβείο για τη μουσική του Χρίστου Σερενέ;
Το βραβείο της Μαρίας, του Χρίστου, το βραβείο του Ήμελλου στο Σάο Πάολο και όλα τα βραβεία της ταινίας στο εξωτερικό αποδεικνύουν την πραγματική επικοινωνία της ταινίας σε ένα κοινό που δεν περιορίζεται στα σύνορά του• σημαίνει, την αμεροληψία που τόλμησε να δείξει το 3ο Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου Αθήνας – κάτι που δεν τόλμησαν να κάνουν τα υπόλοιπα ελληνικά φεστιβάλ. Η ταινία – έπειτα από μια παγερή αποσιώπηση επί ελληνικού εδάφους, από τα εγχώρια φεστιβάλ, και την επιτυχία της στο εξωτερικό- έμοιαζε το ανομολόγητο «καλό» της ελληνικής μικρού μήκους κινηματογραφίας. Δεν αγανακτώ -ούτε αναρωτιέμαι. Ο καθένας κρίνεται για τις αποφάσεις του –και χαρακτηρίζεται από αυτές- σε βάθος χρόνου.
Για να αναφέρω ένα παράδειγμα: ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, που αυτοπαρουσιαζόταν, τις μέρες του φεστιβάλ της Δράμας ως ο αποκλειστικός ανταποκριτής για τα εκεί δρώμενα, κατηγόρησε την ταινία για υπέρμετρη αυτοπεποίθηση της παραγωγής και του δημιουργού της. Σε αυτούς τους δυο χαρακτηρισμούς, δυστυχώς, η κωμωδία ανακατεύεται με την ανηθικότητα. Κωμωδία, γιατί η ταινία γυρίστηκε με το ένα τρίτο του προϋπολογισμού των επιχορηγούμενων ταινιών από κρατικούς φορείς και ,ανηθικότητα, γιατί – με αυτόν τον σκοτεινό υπαινιγμό-σχεδόν υπαγορεύουν στους νέους δημιουργούς να επιδίδονται σε φόρμες που να θυμίζουν γραφική προσέγγιση μικρού μήκους ταινίας, καθιστώντας οποιαδήποτε προσεγμένη δουλειά ως απαγορευτική. Δηλαδή, όσο λιγότερη αυτοπεποίθηση έχει ο δημιουργός, τόσο το καλύτερο; Πάντα πίστευα το αντίθετο…
– Πότε αποφάσισες να γίνεις σκηνοθέτης και πώς αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση στην Ελλάδα ένας σκηνοθέτης;
Συνέβη όταν κατάλαβα πόσο συναρπαστικό θα ήταν να αναπαραστήσω τον τρόπο που έβλεπα τον κόσμο, μέσα από τις σκηνές και τις εικόνες του σινεμά. Η πραγματικότητα είναι μια παλέτα που εμπεριέχει τα πάντα, σχεδόν βαρετή ο τρόπος που θα την προσεγγίσεις, την καθιστά διαφορετική και ενδιαφέρουσα. Κάποτε, αυτό μου το παρείχε η μουσική -που μέχρι τα δεκαοχτώ μου ασχολούμουν επαγγελματικά- ,με έναν τρόπο διαφορετικό, άπιαστο όμως. Αν και την αγαπούσα πολύ, αισθανόμουν ότι στο εξής θα ήμουν αναγκασμένος να ζω με τις ελάχιστες τότε αναμνήσεις που σε υποχρεώνει να ανακαλέσεις. Ήμουν πολύ μικρός ακόμα και μου φάνηκε αβάσταχτο φορτίο, που άμα συνεχιζόταν, πολύ γρήγορα θα μετατρεπόταν σε καταδίκη. Οι εικόνες και οι λέξεις, αντιθέτως, μου φάνηκαν μοναδικά απτές σαν τα εργαλεία ενός μηχανικού. Εξάλλου, διέβλεπα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη μουσική μέσα σε αυτές, με τον τρόπο που πάντα μου άρεσε να την «βλέπω» και να την ακούω.
Η οπτική αυτή φανερώνει ήδη τη λαθεμένη νοοτροπία και την κακή στρατηγική της χώρας. Το θέμα δεν θα έπρεπε να είναι πως αντιμετωπίζει ένας σκηνοθέτης την όλη κατάσταση στην Ελλάδα- ποτέ ένα άτομο δεν μπορεί να τα βάλει με κάτι που τον υπερβαίνει, αλλά η όλη κατάσταση στην Ελλάδα, πως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω, για παράδειγμα, ενός σκηνοθέτη. Είναι τόσο απλό…
– Πού ονειρεύεσαι ότι θα φτάσει η συγκεκριμένη ταινία και ποιο είναι το επόμενο σου βήμα;
Επιθυμώ να φτάσει σε ένα σημείο που θα μου δώσει την δυνατότητα να γυρίσω την επόμενη ταινία. Έχω τελειώσει το σενάριο της μεγάλου μήκους, ενώ εκκρεμεί ακόμη μια μικρού μήκους, «το διαστημόπλοιο». Παράλληλα, θα εκδοθεί το 2014 το πρώτο μου μυθιστόρημα «Οι ανεμβολίαστοι».
– Πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου, ο Μιχάλης Γιαννάτος. Μίλησε μας για το πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι θυμάσαι από εκείνον.
Το περιστατικό της έρευνας που έκανα για να τον βρω και να παίξει στην ταινία καταδεικνύει το πως αντιμετωπίζει ο λαός μας προσωπικότητες όπως ο Μιχάλης Γιαννάτος: Ύστερα από κάποια άσκοπα τηλεφωνήματα σε γνωστούς ηθοποιούς, να τον αναζητήσω ανεπιτυχώς, απευθύνθηκα στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών.
«Τον Μιχάλη Γιαννάτο,ε;»,αναρωτήθηκε η έμπειρη γραμματέας Μαριάννα, «γιατί δεν παίρνεις το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών;». «Μα, φυσικά» σκέφτηκα.
«Τον Μιχάλη Γιαννάτο; Μισό λεπτό…» η κοπέλα, σίγουρη για το αποτέλεσμα, με άφησε στην αναμονή για να κάνει την έρευνά της. Ο ανεμιστήρας που άκουγα να δουλεύει καλοκαιριάτικα μέσα από το ακουστικό, πιθανόν λόγω του χαλασμένου κλιματισμού στο Σωματείο, έδωσε τόπο στη φαντασία. Ο Γιαννάτος – χωμένος σε κάποιο διπλανό γραφείο του σωφρονιστικού ιδρύματος, ανάμεσα σε φακέλους σεσημασμένων- κακοποιούσε έναν έμπορα ναρκωτικών. Εκνευρισμένος, που τον διέκοπταν από τη διαδικασία, ορμούσε στο τηλέφωνο, βρίζοντας τους πάντες στο πέρασμά του και μου απαντούσε απότομα στα τούρκικα «τι θέλεις, ρε;-»
«Δεν υπάρχουν τα στοιχεία του καταχωρημένα» με διέκοψε, ακόμα και η ίδια απορημένη.«Νομίζω ότι πρέπει να τον αναζητήσετε στο Σωματείο Συνταξιούχων Ηθοποιών…»…
…«Και ποιός είσαι εσύ;» ο ηλικιωμένος κύριος στο τηλέφωνο, με προσγείωσε στους ρυθμούς του – είχε διάθεση για αστεία:«τι τι θέλεις αυτή τη “σκατόφατσα”, μου λες;». Έπειτα, μου μίλησε για το τι είχαν περάσει μαζί , με ένα αδιευκρίνιστο ύφος που με δεν μου επέτρεψε να ξεκαθαρίσω αν επρόκειτο για στενούς φίλους ή για το ότι μια συναδελφική αλληλεγγύη χρόνων ήταν αυτή που τους ένωνε τόσο κοντά πια.
Η διάθεσή του άλλαξε απότομα και – αφού μου έδωσε το κινητό του (από προσωπικό μπλοκάκι επαφών που διατηρούσε, παρακαλώ – το τηλέφωνό του δεν ήταν καταχωρημένο ούτε εκεί!) – ,προσπαθώντας μάταια να μετατρέψει τα δάκρυά του σε λίγα ακόμα αστεία, μου παρήγγειλε να του μεταφέρω το εξής: «Αυτήν τη τουρκόφατσα “την αγαπάω”, να του πεις!».
Τον πήρα στο κινητό. Μου απάντησε πιο χαλαρός από όσο περίμενα: «Ποιός;…ναι;…δεν ακούγεσαι…Μπαίνω στο μετρό…παρε-», το σήμα έπεσε. Ήμουν χαρούμενος – μετά από τόσες παραγωγές στο Χόλλυγουντ και γενικά στο εξωτερικό – ήταν εδώ, ζούσαμε στη ίδια πόλη, έπαιρνε το μετρό, το κινητό του δεν είχε σήμα(!)… Μετά από λίγες μέρες βρεθήκαμε, και όλα πήραν τη τροπή τους.
Μόλις πληροφορήθηκα τον θάνατό του, τηλεφώνησα αυθόρμητα στο κινητό του ξανά-ένιωσα όμορφα που ακόμα χτυπούσε. Ο γιός του, Γεράσιμος, μου διηγήθηκε τα καθέκαστα. «Έφυγε» αθόρυβος στη καρέκλα του προπό της γειτονιάς παίζοντας λίγο ακόμα την ατυχία του εκεί έξω. «Για πολύ καιρό ήταν άνεργος – δεν τον προτιμούσαν» μου επαναλάμβανε αυτά που με πίκρα είχα ακούσει να μου λέει και ο ίδιος…Η σκέψη μου είχε εγκαταλείψει ήδη τη συζήτηση.
Έβλεπα τον Γιαννάτο σε ένα ύψωμα με θέα το ηλιοβασίλεμα να αποζημιώνεται χρηματικά, για την ψυχική οδύνη που του είχε προκαλέσει ένας τρομοκράτης, ο οποίος μόλις είχε ανατινάξει το ξενοδοχείο που δούλευε ως ρεσεψιονίστ, στο «Μόναχο» του Σπίλμπεργκ. Ο τρομοκράτης του περνούσε βιαστικά στο χέρι μια χούφτα δολάρια, έμπαινε στο αμάξι με κάποιους άλλους και εξαφανιζόταν.
Εκείνος, μέσα στην αγανάκτησή του, έβλεπε τα δολάρια στα χέρια του να μην έχουν παραπάνω αξία από όση μια χούφτα με φιστίκια, τα πετούσε κάτω στο δρόμο οργισμένος, γυρνούσε αυτή τη φορά κοιτώντας μέσα στην κάμερα – λες και είχε ζητήσει χάρη από τον σκηνοθέτη για μια και μοναδική λήψη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον σαν ένα είδος επικήδειου λόγου για αυτόν- απευθυνόμενος σε μας και μούτζωνε.
Το περιστατικό αυτό, με δίδαξε κάτι πολύ σημαντικό: Δεν υπάρχει τίποτα πιο εγκληματικό από το να θεωρούμε κάποιον δεδομένο. Εγκληματικό για αυτόν, αλλά και για μας τους ίδιους.
Ο Σπίλμπεργκ, o Άλαν Πάρκερ, ο Τζον Μάντεν και τόσοι άλλοι τον χρησιμοποιούσαν για να κάνουν τα δικά τους αριστουργήματα, την ίδια ώρα, που εμείς τον περιορίζαμε σε κάτι γραφικό, το πολύ ως έναν Τούρκο στο «Εξπρές του Μεσονυκτίου», και φυσικά τον αφήναμε άνεργο. Έπειτα από αυτό, ορκίζομαι να εκτιμώ ότι πιο γραφικό και τουριστικό υπάρχει στη χώρα μας. Πως λέγεται άραγε η οδός και σε ποιόν αριθμό βρίσκεται η Ακρόπολη; Αρχαίας Ελλάδος 1; Δεν ξέρω…Θα φροντίσω να μάθω…
Του Κυρ. Κουρουτσαβούρη, 25/9/2013