Ήταν μία από τις αποκαλύψεις της περσινής χρονιάς όταν ένας σκηνοθέτης της αξίας του Στάθη Λιβαθινού τού εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ερωτόκριτου στην ομότιτλη παράσταση που ανέβηκε στο θέατρο Ακροπόλ. Ο νεαρός ηθοποιός Γιώργος Χριστοδούλου άδραξε την ευκαιρία και με όπλο την γοητευτική και δυναμική σκηνική του παρουσία ερμήνευσε τον εμβληματικό ήρωα του Κορνάρου με καθαρότητα και ένταση αποδίδοντας όλη την γκάμα των συναισθημάτων του φλεγομένου από ερωτικό πάθος νέου.
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η συνεργασία του με τον καταξιωμένο Έλληνα σκηνοθέτη θα συνεχιστεί και την φετινή θεατρική σεζόν στην ομηρική Ιλιάδα. Ο ίδιος δηλώνει συνειδητοποιημένος ως προς την απόφασή του να γίνει ηθοποιός ήδη από πολύ μικρή ηλικία. Και παράλληλα δεν διστάζει να εκφράσει ανοιχτά τους προβληματισμούς του σχετικά με τον ρόλο του καλλιτέχνη στους δύσκολους καιρούς που ζούμε…
– Αρχικά θα ήθελα να μου πεις μερικά πράγματα για τον εαυτό σου. Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στην Κόρινθο, σ’ ένα χωριό έξω από την πόλη που λέγεται Εξαμίλια Κορινθίας. Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα φυσικό θα έλεγα περιβάλλον. Τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού τα πέρασα εκεί και λίγο μετά ήρθα στην Αθήνα.
– Με τι καλλιτεχνικά ερεθίσματα θα έλεγες ότι μεγάλωσες; Θέατρο, κινηματογράφο, κάποια καλλιτεχνική οικογένεια ίσως;
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η οικογένεια μου δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη. Δεν είδα πολύ θέατρο ως παιδί, ούτε πολύ κινηματογράφο, ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ζωγράφιζα όμως μόνος μου, έγραφα. Τα πρώτα άκρως καλλιτεχνικά ερεθίσματα τα πήρα όταν μπήκα σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα όταν ήρθα στην Αθήνα γύρω στα 12 μου.
– Άρα το θέατρο μπήκε στη ζωή σου μέσα από αυτή την ομάδα ή ήσουν από εκείνα τα παιδιά που πάντα ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί;
Θυμάμαι σαν παιδί να παίζω θέατρο με τους φίλους μου στην γειτονιά, υπήρχε αυτό στην ζωή μου. Και βέβαια στην ομάδα που μπήκα, μπήκα γιατί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν πρόεκυψε αποκλειστικά μέσα από εκεί. Είχε ήδη γεννηθεί μέσα μου.
-Η πρώτη φορά που παρακολούθησες θέατρο θυμάσαι ποτέ ήταν;
Nαι! Ήταν στο χωριό από έναν μικρό και άγνωστο μάλλον περιοδεύοντα θίασο, ο οποίος έπαιζε τον Δον Κιχώτη. Και αυτή η παράσταση μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι το άλογο που έπρεπε να καβαλάει ο Δον Κιχώτης που ήταν φτιαγμένο στο μισό του σώμα και ήταν τα πόδια του ηθοποιού από κάτω και έβγαινε έτσι αγέρωχος και δυνατός. Και παρά την σύμβαση αυτή, αυτό που έβλεπα με είχε εντυπωσιάσει.
-Και κάποια στιγμή λοιπόν βρίσκεσαι στην δραματική σχολή. Πώς έγινε αυτό το βήμα;
Όταν μπήκα στην ερασιτεχνική ομάδα στα 12 και με ρώτησε η δασκάλα εκεί γιατί πήγα απάντησα «γιατί θέλω να γίνω ηθοποιός». Και γέλασε φυσικά. Όμως εγώ το εννοούσα. Όλα αυτά τα χρόνια με απασχολούσε το πώς θα γίνομαι καλύτερος ακόμα και στην ερασιτεχνική ομάδα. Και κάποια στιγμή έδωσα στην Δραματική Σχολή του Εθνικού. Την πρώτη φορά δεν πέρασα, ξανάδωσα όμως και πέρασα.
-Τι έχεις να θυμάσαι από τα φοιτητικά σου χρόνια στο Εθνικό; Πώς τα βίωσες τα χρόνια αυτά;
Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος. Ήμουν σχεδόν άρρωστος σωματικά από την κόπωση, αλλά το μυαλό μου είχε πιάσει 1000. Δουλεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, όμως πραγματικά δεν σταματούσα ποτέ. Τα πάντα ήταν θέατρο. Δοκιμάστηκα σε πάρα πολλά πράγματα, δοκίμασα και εγώ πολλά δικά μου πράγματα, ήταν αυτό που λέμε ότι έφτασα στο peak. Και το peak αυτό της δημιουργικότητας από τότε που τέλειωσα την σχολή δεν το έχω ξαναπιάσει ακόμα. Και νιώθω ότι ήμουν από τους τυχερούς της σχολής γιατί από μαθητή σε μαθητή διαφέρει η εμπειρία. Κάποιοι αισθάνονται ότι δεν πήραν τίποτα και δεν μπήκαν ποτέ σε αυτό το κλίμα. Κι όσα σου είπα παραπάνω μού συνέβησαν γιατί εγώ έφτιαξα μόνος μου τους κανόνες για τον εαυτό μου. Όπως και να ήταν η σχολή και το πλαίσιο στο όποιο έπρεπε να κινηθώ και ακόμα και αν έπρεπε να δοκιμάσω κάτι συγκεκριμένο εγώ προσπαθούσα πάντα να δοκιμάζω και άλλα τόσα.
– Από την σχολή αλλά και από πιο πριν ίσως ποιοι ήταν οι μεγάλοι δάσκαλοι που σε ενέπνευσαν, που έχεις κάτι να θυμάσαι από αυτούς;
Έχω να θυμάμαι από όλους τους καθηγητές μου στην σχολή πολλά πράγματα αλλά και πριν από την σχολή τους ανθρώπους που βρεθήκαμε μαζί μέσα από τις ερευνητικές ομάδες που συμμετείχα, έχω όμως να θυμάμαι πολλά και από τους συμμαθητές μου στην σχολή. Δηλαδή από όλους πήρα κάτι. Σημαντικότερες επιρροές ωστόσο, μπορώ να πω ότι πήρα από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό που τον είχα καθηγητή μου στην σχολή με τον οποίο συνεργάστηκα κιόλας έπειτα και από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Και βέβαια αν πάω βαθύτερα στο παρελθόν από την πρώτη μου δασκάλα στην ερασιτεχνική ομάδα. Την είχα όλα αυτά τα χρόνια πάντα δίπλα μου και την έχω ακόμα. Έχει ξεπεράσει πια το επίπεδο του μέντορα και είναι η καλή μου νεράιδα. Είναι σαν συγγενής μου πια…
-Την πρώτη φορά που πάτησες το σανίδι μπροστά σε κοινό την θυμάσαι; Πότε ήταν;
Ήταν πριν μπω στην σχολή. Είχα μια μικρή πορεία στον θέατρο σαν ερασιτέχνης ηθοποιός πριν ακόμα μπω στην σχολή. Ας θεωρήσουμε μέσα σε πολλά εισαγωγικά, επαγγελματική. Δούλεψα με έναν μικρό περιοδεύοντα θίασο όταν ήμουν γύρω στα 14-15. Παίρναμε μια μπαγκαζιέρα, βάζαμε μέσα σκηνικά και πηγαίναμε σε κάτι χωριά στην Πελοπόννησο και παίζαμε. Και μετά την ίδια παράσταση την παίξαμε και στο θέατρο Ελπίδας. Γενικά είχα τέτοιες μικρές εμπειρίες πριν την σχολή. Στο γυμνάσιο έπαιζα τις Κυριακές σε ένα παιδικό θέατρο, στο θέατρο Ελπίδας.
– Άρα οι γονείς σου ήταν μάλλον υποστηρικτικοί στην απόφαση σου να γίνεις ηθοποιός.
Ναι, ήταν. Δεν μου έθεσαν ποτέ κανένα εμπόδιο σ’ αυτό. Αλλά από την άλλη βέβαια δεν κινήθηκαν και προς αυτό. Δεν ήταν από τους γονείς που λένε «α, το παιδί μας θέλει να γίνει ηθοποιός, ας το τρέξουμε από δω και από εκεί».
– Την περσινή χρονιά πρωταγωνίστησες σε δυο παραστάσεις που ήταν μεγάλες εισπρακτικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες (Ερωτόκριτος, Ηλίθιος) και οι δύο σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Θα ήθελα να μας μιλήσεις λίγο για την εμπειρία της συνεργασίας σου με τον Λιβαθινό. Τι αποκόμισες από την συνεργασία μαζί του;
Κυρίως αυτό που έχω να θυμάμαι από τον Στάθη Λιβαθινό και να τον ευγνωμονώ είναι ότι με εμπιστεύτηκε πολύ και ουσιαστικά. Και δίνοντας μου έναν ρόλο (σ.σ αυτόν του Ερωτόκριτου) που δεν δίνεται εύκολα σε έναν νέο ηθοποιό. Δεν προσπάθησε να με βάλει ούτε σε καλούπια, ούτε έδειξε στιγμές να αμφιβάλλει για μένα. Μου έδωσε απόλυτη στήριξη. Και ο Στάθης Λιβαθινός είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που μου θυμίζουν την εποχή μου στην σχολή, την εποχή της απόλυτης δημιουργικότητας. Η πρόβα μαζί του γίνεται σε ένα πλαίσιο ομαδικότητας και δημιουργικότητας. Ζητάει και από σένα πράγματα, δεν θέλει απλά να σου φορέσει εκείνα που έχει στο μυαλό του. Είναι από τους σκηνοθέτες που είναι μαζί και δάσκαλοι. Παίρνεις πράγματα από αυτόν με έναν τρόπο ιδιαίτερο. Ό, τι είναι να μάθεις σε κάνει να πιστεύεις ότι το μαθαίνεις λίγο εν αγνοία σου.
-Η εμπειρία του Ηλιθίου πώς ήταν;
Ήταν υπέροχο το ότι μπήκα στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι. Και μάλιστα μπήκα από επιτυχία του σκηνοθέτη πάλι, γιατί θα μπορούσε να είναι μια παράσταση που δεν έχει σχέση με τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, αλλά πιστεύω ότι ήταν τελικά μια παράσταση όπου είχε χτιστεί απολύτως ο κόσμος του. Τόσο πολύ που έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι αφού σ’ αυτήν την παράσταση ο ρόλος μου ήταν μικρότερος ίσως να προτιμούσα να την δω σαν θεατής παρά να παίζω, γιατί στ’ αλήθεια εκτιμούσα πάρα πολύ αυτό που είχε στηθεί.
– Σ’ αυτήν την δουλειά πως θα έλεγες ότι ονειρεύεσαι το μέλλον σου; Ονειρεύεσαι περισσότερο ρόλους ή συνεργασίες;
Θα είμαι ειλικρινής. Υπάρχουν ρόλοι που με στοιχειώνουν, υπάρχουν όμως και σκηνοθέτες με τους οποίους θα νιώθω λίγος αν δεν συνεργαστώ μαζί τους κάποια στιγμή.
-Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση σε ενδιαφέρουν σαν μέσα; Ή θα έλεγες ότι είσαι “ταγμένος” στο θέατρο;
Από κινηματογράφο έχω κάνει δυο ταινίες μικρού μήκους και με ενδιαφέρει αλλά δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω εκεί την απόλαυση που βρίσκω στο θέατρο. Ίσως να με ενδιέφερε περισσότερο από την πλευρά της σκηνοθεσίας. Στην τηλεόραση από την άλλη δεν έχω δει κάτι αυτή την εποχή για το οποίο να πω ότι θα ήθελα να ήμουν εκεί. Από παλαιότερες δουλειές μόνο.
-Ζούμε σε μια εποχή δύσκολη και σε μεγάλο βαθμό σκοτεινή. Ποια πιστεύεις ότι είναι η θέση του θεάτρου σε μια τέτοια εποχή; Μπορεί να αλλάξει την ζωή μας ή τί ακριβώς να μας δώσει;
Αυτό το ζήτημα δεν ξέρω από πού να το πιάσω γιατί καταφεύγω στην ιστορία σε περιπτώσεις όπου η τέχνη έκανε κάτι. Σημασία έχει και τι μορφή πήρε η τέχνη σε δύσκολες ιστορικές στιγμές. Κάποιες φορές πήρε καθαρά εμψυχωτικό χαρακτήρα, κάποιες άλλες πάλι -λίγες- πήρε μια φωνή που εξέφραζε πολύ βαθύτερους προβληματισμούς. Δεν ξέρω τι είναι σωστότερο. Αν ο κόσμος δηλαδή θέλει να του πει ο άλλος «όλα θα πάνε καλά» ή να του πει «ξεσηκώσου». Αν και για να είμαι ειλικρινής σε ό, τι αφορά το δεύτερο πιστεύω ότι η τέχνη σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι σε αυτό το στάδιο. Αν και η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη η τέχνη δεν είναι σε αυτό το επίπεδο ίσως και επειδή ο ίδιος ο κόσμος δεν δείχνει έτοιμος να απαιτήσει με έναν τρόπο να ακούσει τα πράγματα με το όνομα τους και από την τέχνη.
-Άρα σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο το γεγονός ότι δρας και ζεις μέσα σε συνθήκες κρίσης σε επηρεάζει; Και αν ναι σε ποιο επίπεδο;
Βεβαίως με επηρεάζει. Καλλιτεχνικά παίρνω έμπνευση γιατί νιώθω ότι θέλω να μιλήσω για όσα συμβαίνουν. Είναι μια κακή συγκυρία που όμως φέρνει καλλιτεχνική έκρηξη. Από την άλλη συχνά νιώθω στομωμένος από όλη αυτή την κατάφωρη αδικία. Σαν να μην βρίσκω τρόπο να εκφράσω όλα αυτά τα συναισθήματα που μου γεννάει. Είναι πολλές οι φορές που όντας στο θέατρο έχω πει «τι κάνω εγώ εδω πέρα;». Έχει τύχει έξω να φλέγεται ο κόσμος και εμείς να πρέπει να παίξουμε.
– Θα έλεγες δηλαδή ότι είσαι πολιτικοποιημένος; Κατεβαίνεις σε συλλαλητήρια, σε πορείες;
Κατέβαινα και κατεβαίνω σε συλλαλητήρια και έχω μια προσωπική θέση για τα όσα συμβαίνουν. Με ενδιαφέρει να συζητάω με ανθρώπους και να προσπαθούμε να βρούμε όσο το δυνατόν μια ματιά και μια προσέγγιση πολιτική πάνω στα πράγματα.
-Όλοι μας έχουμε πολλά παράπονα από το κράτος σε όλα τα επίπεδα αλλά και οι άνθρωποι του πολιτισμού χρόνια τώρα έχουν πολλά παραπόνα από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον πολιτισμό το κράτος. Εσύ αν υποθέσουμε ότι μπορούσες έστω για μια μέρα να γίνεις υπουργός Πολιτισμού πες μου μερικά πράγματα που θα έκανες για το θέατρο αλλά και τον πολιτισμό γενικότερα.
Εγώ ονειρεύομαι στην Ελλάδα τον πολιτισμό να είναι πρώτα απ’ όλα μέσα στην παιδεία. Και έναν πολιτισμό που να είναι παντού γύρω σου. Και για να γίνει αυτό σίγουρα πρέπει να ξεκινήσει από τα σχολεία. Από την άλλη πλευρά και από την θέση που είμαι σίγουρα θα έδινα πολλά χρήματα σε νέους δημιουργούς εμπνευσμένους που θέλουν να κάνουν πράγματα και δεν έχουν την δυνατότητα.
– Από όλα αυτά που ζούμε και βιώνουμε γύρω μας καθημερινά τι θα έλεγες ότι σου προξενεί την μεγαλύτερη χαρά και τι την μεγαλύτερη λύπη;
Την μεγαλύτερη χαρά μου την προξενεί ένα αίσθημα αλληλεγγύης που σιγά σιγά αναπτύσσεται. Θα πω κάτι παράνομο που όμως το θεωρώ συγκινητικό. Το ότι ας πούμε τείνει κάποιος το χέρι του για να δώσει το χτυπημένο του εισιτήριο στον άλλον δίπλα του με συγκινεί. Και αυτή η μικρή κίνηση έχει κι άλλες κινήσεις πιο πέρα. Υπάρχει ένα αίσθημα συσπείρωσης και ένα αίσθημα αλληλεγγύης που γεννιέται, που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Αν και βέβαια συμβαίνει και το αντίθετο. Λόγω της κατάστασης δημιουργούνται και πολλές πολώσεις. Αυτό όμως που μου προξενεί την μεγαλύτερη θλίψη είναι το ότι έχει χαθεί η ελπίδα. Ντοπάρω πολύ τον εαυτό μου για να βλέπω το μέλλον αισιόδοξα και νομίζω ότι δεν είμαι ο μόνος.
-Γενικά ποιοι άνθρωποι σε συγκινούν;
Οι άνθρωποι οι οποίοι ξεπερνούν το πρώτο επίπεδο στο τρόπο που αντιμετωπίζουν την ζωή, στον τρόπο που εκλαμβάνουν τα όσα συμβαίνουν, γιατί κακά τα ψέματα μας έχουν μάθει να βλέπουμε τα πράγματα τελείως επιφανειακά. Γιατί οι πιο δυνατές φωνές αυτήν την στιγμή όπως π.χ τα ΜΜΕ σε αφήνουν εκεί, στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης των πραγμάτων. Με συγκινούν οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν ιδέες, τις υποστηρίζουν και παλεύουν με όλες τις δυνάμεις τους για αυτές.
-Αγαπημένα βιβλία, αγαπημένες ταινίες, αγαπημένοι συγγραφείς;
Αγαπημένο βιβλίο ήταν και είναι η Οδύσσεια. Το έχω διαβάσει πολλές φορές. Και μου αρέσει πολύ και ο Ντοστογιέφσκι. Γενικά όμως διαβάζω ό, τι πέσει στα χέρια μου, από το πιο ελαφρύ μέχρι το πιο βαρύ. Από ταινίες έχω πολλές αγαπημένες αλλά μία που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι το «Κόκκινο μπαλόνι», μία μεσαίου μήκους παλιά γαλλική ταινία που αγαπώ πολύ.
-Όταν ερμηνεύεις έναν ρόλο θα έλεγες ότι κρατάς κάτι μετά από αυτόν ή σβήνει από την μνήμη σου;
Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αλλά πάντα κάτι μου μένει. Ειλικρινά αυτήν την στιγμή επάνω μου έχω κομμάτια από όλους τους ρόλους που έχω παίξει. Αισθάνομαι ότι ωριμάζω μαζί και μέσα από τους ρόλους.
-Θα ήθελα να μου μιλήσεις και για τα προσεχή καλλιτεχνικά σου σχέδια.
Ετοιμάζουμε την Ιλιάδα, πάλι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Είμαστε ένας μεγάλος θίασος 20 ατόμων. Αυτήν την στιγμή δουλεύουμε προς διάφορες κατευθύνσεις και με το αρχαίο κείμενο μαζί και δοκιμάζουμε πάρα πολλά πράγματα. Οι ρόλοι ακόμα δεν έχουν ξεκαθαριστεί και δεν ξέρω καν αν θα υπάρχουν ρόλοι έτσι όπως τους φανταζόμαστε. Μπορεί να υπάρχουν ρόλοι, μπορεί και να μην υπάρχουν, να είμαστε ένα σύνολο αφηγητών. Ο χώρος ακόμα αναζητείται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποιος έτοιμος χώρος ή και να φτιαχτεί κάποιος κατάλληλος για τις ανάγκες της συγκεκριμένης παράστασης. Πάντως η πρεμιέρα θα είναι στις αρχές του 2013, ίσως τον Ιανουάριο.
-Περνάει καθόλου από το μυαλό σου το ενδεχόμενο να φύγεις από την Ελλάδα και να κυνηγήσεις μια καριέρα στο εξωτερικό ιδίως αν δυσκολέψει και άλλο η κατάσταση εδώ;
Το σκέφτομαι και θέλω να το κάνω αλλά δεν θα το έκανα επειδή θα χειροτέρευαν τα πράγματα εδώ. Θα το έκανα επειδή θα ήθελα να ανοίξω περαιτέρω το μυαλό μου. Δεν θα κυνηγούσα μια καριέρα στο εξωτερικό, επειδή δεν μου αρέσει η Ελλάδα. Θα το έκανα γιατί θα ήθελα εγώ προσωπικά να προχωρήσω ανεξαρτήτως της συγκυρίας.
-Με μια φράση γιατί θα έλεγες ότι αγαπάς την τέχνη σου;
Αγαπώ την τέχνη μου γιατί με ηρεμεί. Και γιατί νιώθω ότι με έναν τρόπο με έχει σώσει.
-Υπάρχει κάποιος στίχος η φράση που αγαπάς ή σου έρχεται συχνά στο μυαλό;
Ένας στίχος που μου έρχεται συχνά στο μυαλό και τον λέω χωρίς όμως να μου είναι εντελώς ξεκάθαρο το γιατί είναι ένας στίχος από ένα ποίημα του Καβάφη που λέει «σαν έτοιμος από καιρό…».
-Το all4fun πώς σου φαίνεται;
Μου αρέσει πολύ, γιατί δίνει βήμα σε νέα πρόσωπα που ενδεχομένως να μην μπορούσαν να προβληθούν διαφορετικά…
Της Θεοδώρας Σάββα, 25/10/2012