Ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος είναι αεικίνητος καλλιτέχνης και επιστήμονας της Τέχνης. Σκηνοθέτης, ηθοποιός, επιστήμονας, ιδρυτικό μέλος της ομάδας Γέφυρα, εκείνο το είδος ανθρώπων που ζουν και αναπνέουν μέσα από τη δημιουργία και την έκφραση. Με αφορμή «Τα πουλιά» του Conor McPherson που σκηνοθετεί και παίζονται στο θέατρο Vault αυτό το διάστημα, κάναμε μία συζήτηση επάνω στην ψυχολογία του εγκλεισμού και αναλύσαμε τα μηνύματα του έργου.
Από τη Βίκυ Διαμάντη
Ανεβάζετε στην σκηνή του Vault το έργο «Τα πουλιά» που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Daphne du Maurier. Γιατί το επιλέξατε;
«Τα πουλιά» πάντα ήταν ένα έργο γοητευτικό, γνωστό από την κινηματογραφική του εκδοχή του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Όταν είδα ότι ο Conor McPherson έχει μεταφέρει την ιστορία η οποία βασίζεται, όπως και «Τα πουλιά» του Χίτσκοκ, στο διήγημα της Daphne du Maurier, βρήκα το έργο. Με ενθουσίασε ο τρόπος που διεισδύει στους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις συνθήκες που διαμορφώνονται ανάμεσά τους σε μία κατάσταση εγκλωβισμού, προσπαθώντας να προστατευτούν από μία ορατή απειλή. Αυτό, μετά την περίοδο της καραντίνας και του κορονοϊού, έγινε πιο επίκαιρο παρά ποτέ, παρότι η επιλογή του έργου έγινε πριν από την καραντίνα. Στο ενδιάμεσο όμως προέκυψε η καραντίνα και έτσι ήρθε και ανέδειξε όλη αυτή τη δυστοπία που βιώνουμε πλέον και οι ίδιοι.
Έχουμε πράγματι στο μυαλό μας την κινηματογραφική εκδοχή, τώρα σκηνοθετείτε σε μία άλλη συνθήκη, τη θεατρική. Ποια είναι η σκηνοθετική προσέγγιση, γιατί η εικόνα της απειλής έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ταινία.
Ναι η εικόνα έπαιζε σπουδαίο ρόλο, όπως και οι ήχοι των πουλιών. Να θυμίσω ότι στην ταινία δεν υπάρχουν μουσικές, παρά μόνο τα ηχητικά τοπία των πουλιών. Η θεατρική εκδοχή βασίζεται όχι τόσο στην οπτικοποίηση της απειλής, εξάλλου βρισκόμαστε σε μία εποχή που η απειλή και οι φόβοι είναι συνήθως αόρατοι. Βρίσκονται σε μία διάσταση που ενδεχομένως δεν μπορούμε να συλλάβουμε ούτε να καταλάβουμε. Οπότε με ενδιέφερε να αναδειχθεί η κατάσταση των ανθρώπων, η ανθρώπινη διαχείριση του φόβου και φυσικά όλο αυτό δένεται στην παράσταση με τις υπέροχες μουσικές και τα ηχητικά τοπία του Μάνου Αντωνιάδη, ο οποίος συνέβαλε πάρα πολύ στη δημιουργία της ατμόσφαιρας που δεν είναι οπτική πια, αλλά είναι κυρίως ακουστική όπως και οι ήχοι των πουλιών και φυσικά οπτική ως προς την εξέλιξη της πλοκής των σχέσεων που διαμορφώνονται στην πορεία της παράστασης. Η ατμόσφαιρα φυσικά ενισχύεται και από τους φωτισμούς και από όλα τα στοιχεία που την κάνουν μία αμιγώς θεατρική πράξη.
Βιώσαμε τα τελευταία δύο χρόνια εγκλεισμό. Πόσο βαθιά στην ψυχολογία του έγκλειστου διεισδύει το έργο σε σχέση και με την εμπειρία που έχουμε και οι ίδιοι πλέον από το πώς διαμορφώθηκε η ψυχολογία μας μετά τον εγκλεισμό;
Ακόμη πιστεύω ότι δεν έχουμε εισπράξει εντός μας και στους γύρω μας τα πλήρη αποτελέσματα του ψυχολογικού κόστους αυτού του εγκλεισμού. Πιστεύω ότι είναι μία συνθήκη που θα έχει σταδιακή εξέλιξη και ελπίζω να είναι διαχειρίσιμη. Η παράσταση μπαίνει σε βάθος, πηγαίνει στα σκοτάδια της ψυχής προς αναζήτηση της ελπίδας, δηλαδή προς αναζήτηση του φωτός. Ο απεγκλωβισμός είναι ειλικρινά δύσκολος γιατί απευθύνεται σε κόσμο που ο ίδιος προσπαθεί να απωθήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, οπότε η παράσταση πολλές φορές λειτουργεί ως καθρέφτης αυτού που ήδη βιώνουμε.
Έχει δηλαδή διάδραση με τον θεατή η παράσταση…
Σαφώς. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο για τον οποιοδήποτε να το βιώσει ξανά και πόσο μάλλον να το δει μπροστά του. Από την άλλη όμως η δική μας άποψη, των δημιουργών της παράστασης, είναι ότι αυτό λειτουργεί λυτρωτικά. Γιατί η Τέχνη λειτουργεί λυτρωτικά…
Και θεραπευτικά μέχρι ένα βαθμό λειτουργεί, γιατί πιστεύω ότι όταν βλέπουμε τους φόβους μας απέναντί μας ή αυτό που θέλουμε να απωθήσουμε, να ξορκίσουμε, εκείνη ακριβώς την στιγμή βρίσκουμε έναν τρόπο διαχείρισης και επέρχεται η γαλήνη, η συμφιλίωση…
Έτσι πιστεύω και εγώ, απλώς είναι μία διαδικασία που θέλει αντοχές και μία φιλοσοφική σκέψη, μία διάθεση για προβληματισμό πάνω σε αυτό που βλέπουμε, γιατί σαφώς τα έργα των μεγάλων δραματουργών λειτουργούν θεραπευτικά μέσα από την παρουσίαση ακραίων καταστάσεων και όπως συμβαίνει και στην τραγωδία, αυτό λειτουργεί καθαρτικά. Ως προς το ανθρώπινο συναίσθημα…
Στο διήγημα, που υπήρξε προφητικό, θίγεται και το οικολογικό πρόβλημα. Στην παράσταση πώς αναδεικνύεται αυτό το θέμα;
Με αφορμή τα πουλιά εκκινείται μία διαδικασία που μας βάζει να αναρωτηθούμε για τη φύση. Αυτό ήταν και ένα μήνυμα επίσης της ταινίας που έχει αναλυθεί παρά πολύ ως προς το τι ήθελε να εκκινήσει, να συμβολίσει, ενδεχομένως τι ήθελε να προοικονομήσει. Η ταινία κατέθεσε πολύ γρήγορα μία δυναμική θέση ως προς το πού πάει αυτός ο κόσμος. Είναι από τις πρώτες ταινίες που κατέγραψαν ένα πιθανό σενάριο για το μέλλον. Αυτό αυτήν την στιγμή γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Η καταστροφή δηλαδή της φύσης από τον άνθρωπο και τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφής έχουν αντίκτυπο στον ίδιο τον άνθρωπο. Και η παράσταση θίγει αυτό το θέμα, ωστόσο θίγει περισσότερο την έννοια του εγκλωβισμού και τα ολέθρια αποτελέσματα στην ανθρώπινη ψυχολογία. Βέβαια αυτός ο εγκλωβισμός υποσυνείδητα ταυτίζεται με εκείνον ενός ζώου, που εκπροσωπεί τη φύση, μόνο που στην παράσταση στη θέση αυτού του ζώου τοποθετείται ο ίδιος ο άνθρωπος. Δηλαδή πώς ο ίδιος ο άνθρωπος εγκλωβίζεται εκεί που πάει ο ίδιος να εγκλωβίσει είτε τα ζώα, είτε να χαλιναγωγήσει την ίδια τη φύση προς το συμφέρον του.
Να υποθέσω ότι αυτός είναι και ο συμβολισμός της παράστασης στο Vault, ότι τοποθετείτε τον άνθρωπο σε ένα κλουβί, όπως αυτός τοποθετεί τα ζώα;
Ακριβώς και σκηνογραφικά η ιδέα που είχαμε με τον Michelangelo Bevilacqua ήταν αυτή. Όλο το σκηνικό είναι φτιαγμένο από κλουβιά. Όλες οι επιφάνειες, τα πλέγματα, δίνουν την αίσθηση ενός κλουβιού. Γιατί το κλουβί παρέχει την εξής δυνατότητα, που είναι πολύ τραγική για τον φυλακισμένο, δηλαδή να βλέπει αυτόν που είναι ελεύθερος. Οπότε κάνει τον εγκλωβισμό του ακόμη πιο οδυνηρό. Από την άλλη αυτός που έχει ελευθερία, βλέπει πώς λειτουργεί ένας άλλος άνθρωπος σε κατάσταση εγκλεισμού.
Και ίσως με λίγη ενσυναίσθηση μπορεί να τοποθετήσει ακόμη και τον εαυτό του σε αυτή τη συνθήκη…
Ακριβώς, ακριβώς!
Θα ήθελα όμως να μου μιλήσετε και για τη ιδιότητα που σας γνώρισα, του καθηγητή. Παράλληλα με την καλλιτεχνική σας πορεία, έχετε και πορεία ως πανεπιστημιακός, διδάσκετε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιος είναι ο λόγος που επιλέξατε και τη διδασκαλία;
Για μένα η διδασκαλία είναι μία ακόμη δημιουργική κατάσταση, στην οποία μοιράζεσαι με τους άλλους γνώση, εμπειρίες, σκέψεις. Προσπαθώ πάντα να διδάξω με τον τρόπο που θα ήθελα εγώ να διδάσκομαι. Αυτό γιατί επί της ουσίας διδάσκομαι, επειδή πολλές φορές η επαφή με τους νέους ή ακόμη μεγαλύτερους ανθρώπους που θέλουν να μοιραστούν κάποιες από τις γνώσεις μέσα από το μαγικό κόσμο του θεάτρου με τον οποίο ασχολούμαι, λειτουργούν και εμπειρικά, οπότε εισπράττω και εγώ μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση όλο αυτό το μέγεθος της ικανοποίησης και της χαράς. Είναι άλλη μία θεατρική πράξη με ρόλους, όπως όλη μας η ζωή, ρόλους που παίζουμε κοινωνικούς, θεατρικούς… Είναι μεγάλη η χαρά μου που μπορώ να το κάνω και να το συνδυάζω.
Για το κλείσιμο, θα ήθελα μία φράση μέσα από το έργο που σας εκφράζει και σας έχει αγγίξει…
Υπάρχει μία στιγμή μέσα στο έργο που ήθελα να την αναδείξω και σκηνοθετικά. Δεν είναι μία ποιητική σκηνή, αλλά δημιουργείται από τη ζωή απέναντι στους ανθρώπους με τα γεγονότα, τις δυσκολίες και γενικότερα τις καταστάσεις που μας συμβαίνουν. Υπάρχει λοιπόν η φράση που λέει «Ήρθε από εκεί που δεν το περίμαν, ποιος να το πίστευε άραγε;». Αυτή η φράση που ουσιαστικά απευθύνεται προς τους θεατές, παρακινεί να «ξυπνήσουμε» και να δούμε ότι τελικά η ζωή είναι φευγαλέα και απρόβλεπτη και αυτό που μένει είναι η αγάπη, τα μικρά ασήμαντα πράγματα -κατά πολλούς- που όμως είναι πολύτιμα για εμάς, οπότε ας μην αφήσουμε αυτές τις στιγμές, τις απροσδόκητες και τις πολύ δύσκολες, να μας κάνουν να χάσουμε τον πραγματικό προορισμό μας. Η αγάπη και η ανθρωπιά μας είναι τα μόνα που μας έχουν μείνει.