Ο Τάκης Τζαμαργιάς επιστρέφει φέτος δυναμικά στη θεατρική σκηνή και σκηνοθετεί δύο παραστάσεις που επανέρχονται, καθώς λόγω κόβιντ είχαν διακοπεί, τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου και το Μινόρε της Αυγής, ενώ ετοιμάζει το εμβληματικό έργο του Ηλία Βενέζη Αιολική Γη για την σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Από τη Βίκυ Διαμάντη
Φέτος επιστρέψατε δυναμικά στη θεατρική σκηνή σκηνοθετώντας τρία έργα, αναφέρομαι στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, στο Μινόρε της Αυγής και στην Αιολική γη.
Τα δύο πρώτα υπήρχαν απλώς λόγω κόβιντ διακόπηκαν και συνεχίζονται τώρα. Η Αιολική Γη είναι το νέο έργο που θα σκηνοθετήσω φέτος για το Εθνικό Θέατρο.
Πρόκειται για διασκευές…
Ναι ακριβώς, η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη και ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη είναι λογοτεχνικά έργα που γνωρίσαμε ως βιβλία, ενώ το Μινόρε της Αυγής που σκηνοθέτησε τηλεοπτικά ο Μεσθεναίος, είναι η μεταφορά της σειράς στη θεατρική σκηνή.
Υπάρχουν δυσκολίες όταν πρέπει να μεταφέρουμε στο θέατρο λογοτεχνικά βιβλία ή μία τηλεοπτική σειρά;
Τεράστιες. Είναι η πρώτη φορά που το είπα, γιατί έχω κάνει αρκετά τέτοια, έχω κάνει Παπαδιαμάντη, το Τρίτο στεφάνι, έχω ασχοληθεί αρκετά στο παρελθόν με αυτό το είδος, και έχω ασχοληθεί και σε θεωρητικό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο, οι δυσκολίες είναι τεράστιες γιατί είναι ένα κείμενο που γράφτηκε για να διαβάζεται και πρέπει να γίνει κείμενο που παίζεται. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποκτήσει δράση και θεατρική ροή. Δεν είναι πάντα εύκολο ο αφηγηματικός λόγος να βρει δρώσες δυνάμεις…
Και μάλιστα σε συμπυκνωμένο χρόνο…
Φυσικά γιατί όλο αυτό πρέπει να κατορθώσεις να το αποδώσεις μέσα σε ένα θεατρικό χρόνο. Χρόνο που επειδή λόγω κόβιντ πλέον δεν έχει διάλειμμα, κάνει τα πράγματα ακόμη πιο πιεστικά και δεσμευτικά. Ενδεχομένως να χρειαστεί να θυσιάσεις κάποια σημαντικά σημεία του κειμένου προκειμένου να είσαι μέσα στον κώδικα του θεάτρου.
Ισχύει το ίδιο και για το Μινόρε;
Το Μινόρε το θεωρώ μεγάλη ιστορία… Θα ήθελα να σας πω δηλαδή, ότι ο Μεγάλος Περίπατος επειδή έχει μία γραμμική ροή ουσιαστικά μέσα απ΄ τα μάτια του Πέτρου εξελίσσεται η ιστορία, είναι κάπως τα πράγματα πιο καθαρά. Το Μινόρε, από την άλλη πλευρά είναι μία σύμπτυξη και συμπύκνωση 13ών επεισοδίων του 1ου κύκλου και ομολογώ ότι εδώ έκανε φοβερή δουλειά ο Δημήτρης Χαλιώτης, που συνεργαστήκαμε προσπαθώντας να βρούμε την ιδανική ισορροπία.
Τόσο στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου όσο και στην Αιολική Γη, όπου επίσης ο πρωταγωνιστής λέγεται Πέτρος, βλέπουμε μία πορεία δύο παιδιών όχι μόνο στην ενηλικίωση, αλλά και στην προσαρμογή σε κάποιες δυσοίωνες συνθήκες, πόλεμος, προσφυγιά. Γιατί είναι επίκαιρα στην εποχή μας αυτά τα έργα;
Νομίζω ότι δεν είναι επίκαιρα μόνο στην εποχή μας. Αλλά θα σταθώ και στην εποχή μας λόγω του κόβιντ και όλης αυτής της ιστορίας που περάσαμε, η οποία μας έφερε στην επιφάνεια τη συνειδητοποίηση ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, ότι όλα ανατρέπονται από τη μία στιγμή στην άλλη, και αυτό έγινε ξαφνικά και βίαια με κάποιον τρόπο. Και στα δύο έργα που συζητάμε νομίζω ότι επίσης όλη αυτή η πορεία προς την ωριμότητα γίνεται με βίαιο τρόπο, έχει μία ιδιαιτερότητα, γιατί υπάρχει ένας παράδεισος που χάνεται. Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων δηλαδή, που κάποιους ανθρώπους τους στιγμάτισε.
Ισχύει αυτό και για την Αιολική Γη;
Θα έλεγα ναι, όμως στην Αιολική Γη το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει μία τραυματική μνήμη, δεν υπάρχει συνοχή, δεν υπάρχει λογική και νοηματική αλληλουχία. Οπότε πρέπει να βρεις έναν τρόπο για να μην προδώσεις το πνεύμα που αναδίδει το κείμενο, ενώ θα πρέπει να βρεθεί ισορροπία και πρέπει να το πετύχουμε αυτό χωρίς να κρατήσουμε το γράμμα λόγω των θεατρικών περιορισμών.
Πώς θα προσεγγίσετε δηλαδή το συγκεκριμένο έργο;
Ουσιαστικά αυτό που με ενδιαφέρει, αν και θα ακουστεί κάπως περίεργο, είναι να έχει μία θεολογική υφή, να μιλάει για έναν παράδεισο ο οποίος κάποια στιγμή έχει τη συντριβή του, έχει τη ρωγμή του, η οποία έρχεται μέσα από τον πόλεμο. Μέσα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το έργο δεν τελειώνει βέβαια το ΄22, αλλά αναφέρεται ακριβώς στη χρονική περίοδο που είχε αρχίσει αυτό το κίνημα του ξεριζωμού των χριστιανικών πληθυσμών.
Που είναι μία τραυματική εμπειρία για μία παιδική ψυχή εν προκειμένω…
Και είναι κάτι που υπάρχει και σήμερα, μπορεί να μην το ζούμε εμείς, αλλά το ζούνε άλλοι λαοί και άλλες κοινότητες, άρα με την έννοια αυτή δεν υπάρχει ερώτημα στο κατά πόσον αφορά. Νομίζω ότι η έννοια του ξεριζωμού είναι τραυματική, άλλωστε όλοι με κάποιο τρόπο την έχουμε βιώσει, όχι απαραίτητα εξαιτίας ενός πολέμου αλλά και σε άλλες μορφές. Το έργο βέβαια να σημειώσουμε ότι γράφτηκε την περίοδο της Κατοχής, σε ένα σκληρό αθηναϊκό περιβάλλον και όπως υποστηρίζουν και διάφοροι θεωρητικοί αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας αφήνει να διαφανεί, ήταν μία διαφυγή από την πραγματικότητα. Με αυτό τον τρόπο άφηνε την Κατοχή και επέστρεφε ουσιαστικά στον παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Άρα μας δίνει μία μυρωδιά και μία ζωή Ανατολής, η οποία κινείται ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα.
Θα ήθελα να αναφερθούμε και στο Μινόρε της Αυγής που παίζεται αυτό το διάστημα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το έργο περιστρέφεται γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι και βλέπουμε ότι το ρεμπέτικο έχει μία ιδιαίτερη δύναμη που το καθιστά διαχρονικό. Επειδή μελετήσατε λόγω του έργου και το είδος αυτό μουσικής, από πού πιστεύετε ότι αντλεί αυτή τη δυναμική;
Μεταφέρω στο θέατρο ουσιαστικά τη μυθοπλασία της τηλεοπτικής σειράς Το μινόρε της Αυγής. Είναι μία παράσταση για τη μουσική. Η σειρά έγινε πετυχημένα από τον Μεσθεναίο. Όμως παρότι αναφέρεται στη γνωστή τετράδα του Πειραιά, αυτή έχει στο νου του, έχει κάνει μυθοπλασία, έχει πάρει στοιχεία δηλαδή από τη ζωή ενός προσώπου και τα έχει βάλει σε άλλο. Βεβαίως η παράσταση αυτή είναι ένας ύμνος στο πειραιώτικο ρεμπέτικο που ουσιαστικά τελειώνει την περίοδο αυτή. Η περίοδος στην οποία αναφέρεται η σειρά, και η δική μας παράσταση, καλύπτει μία μεγάλη χρονικότητα, από το ‘36 και σχεδόν μέχρι το ’42. Στόχος ήταν να αναδειχθεί αυτή η σκοτεινιά που κατάφερε να αποδώσει η σειρά, να μην πάμε να περιγράψουμε κάπως τους ήρωες, μέσα από σχήματα, μία μάγκικη συμπεριφορά, αλλά να δούμε την εσωτερική ζωή των ανθρώπων, να δούμε τον πόνο, την στέρηση τη μιζέρια, όλο αυτό το περιθώριο που βιώσανε αυτοί οι άνθρωποι και πού χωρίς να το καταλάβουν, άθελά τους, παρήγαν καλλιτεχνικό έργο…
Πράγματι δεν κατάλαβαν το καλλιτεχνικό έργο που παρήγαν, πλέον όμως αγγίζει όλους…
Νομίζω λοιπόν ότι το διαχρονικό βρίσκεται ακριβώς εκεί… Εμείς ασχολούμαστε με την περίοδο που καταλαβαίνεις ότι είναι η ανάγκη τους να πουν κάτι και επειδή δεν μπορούν να το πουν με λόγια, το λένε μέσα από το τραγούδι τους. Αυτό λοιπόν που έχει πολύ ενδιαφέρον, είναι ότι μέσα σε αυτό τον στίχο αποτυπώνεται μία πραγματικότητα που εμπεριέχει ποίηση. Αυτή νομίζω είναι η δυναμική του είδους. Τώρα που είμαι λίγο πιο αποστασιοποιημένος και βλέπω την παράσταση κάθε βράδυ, σε συνδυασμό με τα τραγούδια που επιλέχθηκαν και από τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη σε συνεργασία με τα αδέρφια Ξηντάρη, συγκινούμαι. Υπάρχει μία φοβερή ατμόσφαιρα με πλήρη εναρμόνιση του στίχου και της μουσικής. Οι ρεμπέτες όλα όσα τους πονούσαν τα έκαναν τραγούδια σε μία εποχή που πεινούσαν.
Αυτή η ποιητικότητα στην οποία αναφέρεστε, αν σκεφτούμε ότι το ρεμπέτικο αγγίζει ακόμη και πολύ νέους ανθρώπους, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει και στην εποχή μας;
Η ποίηση πάντα υπάρχει. Σε όλες τις εποχές πάντα υπάρχει μία μερίδα ανθρώπων που αναζητούν την ποίηση. Συνειδητά ή μη, έτσι;
Ο πολιτισμός είναι ένας από τους χώρους που τραυματίστηκε όλη αυτή την περίοδο του κόβιντ. Τώρα που επιστρέφετε στις θεατρικές σκηνές και στην εργασία σας, ποια συναισθήματα νιώθετε και τι εισπράττετε και από τους συνεργάτες σας;
Αυτό είναι μοναδικό. Το είδα πρώτα ως θεατής όταν είχα πάει να δω την επιθεώρηση στο Βεάκη έκλαιγα. Αυτή επαφή με τον κόσμο, η αίσθηση ότι ανήκεις σε μία κοινότητα είναι κάτι ξεχωριστό ως συναίσθημα. Βλέπω τώρα στο Μινόρε με τι λαχτάρα συμμετέχει ο κόσμος. Όμως είναι δύσκολα τα πράγματα, υπάρχει μία ανασφάλεια, καθώς δεν υπάρχει ακόμη ένα σαφές πλαίσιο.