12.6 C
Athens
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024

AΛΕΞΑΝΔΡΑ ΑΪΔΙΝΗ: Επρεπε να ακολουθήσω αυτό που έλεγε η καρδιά μου…

Όταν συναντάς την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, αισθάνεσαι ότι απέναντι σου βλέπεις την ελληνική έκδοση της Αμελί. Και αντιλαμβάνεσαι πως η συγκεκριμένη ηρωίδα δεν είναι μόνο πρωταγωνίστρια μιας πολύ επιτυχημένης ταινίας, που παραπέμπει σε άλλες εποχές και σε μια διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας, αλλά υπάρχει και στην αληθινή ζωή. Όλα αυτά φυσικά δεν σχετίζονται μόνο από το γεγονός ότι η 27χρονη Ελληνοιταλίδα από τη Ρώμη θυμίζει φυσιογνωμικά την Όντρεϊ Τοτού.

Είναι μια παραδοχή που προκύπτει από την στάση ζωής που ακολουθεί η ίδια. Μόνο που εκείνη, όπως και η Γαλλίδα συνάδελφος της είναι απλά μοναδική. Και αν η καταγωγή της δεν παραπέμπει σε Γαλλία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά θυμίζουν κάτι από ένα κορίτσι της Μονμάρτης…

Η ελληνική έκφραση της Αμελί δεν είναι από τους ανθρώπους που μένουν στο περιτύλιγμα – πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι -, αλλά αναζητούν το περιεχόμενο. Η γλυκύτητα της σε μαγεύει. Όπως και η απλότητα της. Αυτό το αθώο και αγνό χαμόγελο. Η φωνή της, τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Για την Ελλάδα τέτοιες παρουσίες αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση. Μια ζωντανή απόδειξη πως η χώρα μας δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το εξωτερικό, τουλάχιστον στον καλλιτεχνικό χώρο.

Και αν το 2004, όταν εκπροσώπησε ολόκληρη την Ελλάδα στο Βερολίνο στο Schooting Stars, δεν ακολούθησε διεθνή καριέρα, τα όνειρα της για μια τέτοια πορεία δεν σταματούν ποτέ. Υπάρχει, εξάλλου, και το παράδειγμα της αγαπημένης της ηθοποιού, της Ρέιτσελ Βάις, η οποία συμμετείχε στον ίδιο διαγωνισμό το 1998. Εννιά χρόνια μετά η 36χρονη Βρετανίδα θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της σύγχρονης εποχής, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της ένα όσκαρ.

Με τη βαριά κληρονομιά της συγκλονιστικής της ερμηνείας στο “Λιβάδι που δακρύζει” του Θόδωρου Αγγελόπουλου το 2004, η Αλεξάνδρα διεκδίκησε το βραβείο στο περίφημο φεστιβάλ του Βερολίνου. Ήταν η χρονιά που η σπουδαία Σαρλίζ Θέρον σάρωσε όλα τα βραβεία για το “Μonster. Το να χάνεις το βραβείο από μια τέτοια διεθνούς φήμης αρτίστα δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί αποτυχία. Το αξιοπερίεργο, όμως, είναι πως η Αϊδίνη δεν εξαργύρωσε με τον ανάλογο τρόπο τις θετικές κριτικές, αν και οι δουλειές που ακολούθησαν ήταν απόλυτα επιτυχημένες. Ίσως, όμως, γιατί μετά από μια τέτοια φοβερή παρουσία, που έφερε την παγκόσμια αναγνώριση, ακολουθεί η σύγκριση. Ίσως και γιατί είναι θέμα συγχρονισμού οι προτάσεις που έπονται.

Ένα διάστημα, μάλιστα, που οι συνεργασίες τις οποίες δέχθηκε δεν ήταν αυτές που θα ικανοποιούσαν τις επιθυμίες της και κυρίως την καλλιτεχνική της φύση, σταμάτησε για λίγο την ηθοποιία και έγινε σερβιτόρα. ¨

“Ήθελα να βγάζω το χαρτζιλίκι μου και να νιώθω περήφανη ότι  στηρίζομαι στα πόδια μου. Δεν ήθελα να κλαίω τη μοίρα μου και μου άρεσε αυτή η εμπειρία. Τη διασκέδασα και θα το έκανα ξανά”, ανέφερε στο Sportart.gr δίχως να ξεχνά εκείνη την περίοδο, στα τέλη του 2005.

Για άλλους ανθρώπους θα ήταν υποτιμητικό από εκεί που βρίσκονταν στο ίδιο κόκκινο χαλί με τη Θέρον, τον Αγγελόπουλο, την Κέιτ Μπλάνσετ και όλους αυτούς τους θρύλους του παγκόσμιου κινηματογράφου, να σερβίρουν απλά καφέδες και ποτά. Για την Αλεξάνδρα, όχι. Και όσοι έχουν το μοναδικό προνόμιο να τη συναντούν, καταλαβαίνουν απλούστατα τον λόγο.

“Mεγάλωσα στη Ρώμη, αλλά ήρθα από μικρή στην Ελλάδα και πήγα σε ελληνοιταλικό σχολείο. Λόγω της αγάπης μου για τα ζώα ήθελα αρχικά να γίνω κτηνίατρος και δεν ήμουν από τους ηθοποιούς που από μικροί, επιθυμούσαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο. Λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, όμως, πήγα με τη μία μου γιαγιά στο θέατρο και μαγεύτηκα. Δεν ήθελα να είμαι αυτή που βλέπει, αλλά αυτή που παίζει. Ετσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την ηθοποιία. Όταν, πάντως, το ανακοίνωσα στον πατέρα μου, πήγε να τρακάρει (σ.σ. γέλια)”, σημειώνει για το πώς άρχισε να ασχολείται με τον συγκεκριμένο χώρο.

Κόρη του διάσημου ζωγράφου Διαμαντή Αϊδίνη και της Ιταλίδας αρθρογράφου της Ελευθεροτυπίας Ελιζαμπέτα Καζαλέτι, η Αλεξάνδρα μετά το “Λιβάδι Που Δακρύζει” συμμετείχε στην μικρού μήκους ταινία “Paperboat” της Δάφνης Λαμπρινού, ενώ στο θέατρο μετά το “Παράξενο Ιντερμέτζο” του Βασίλη Μαυρομμάτη τη σεζόν 2005-06 ακολούθησε ο “Ηλίθιος” του Στάθη Λιβαθηνού που αποτέλεσε την πιο επιτυχημένη παράσταση της θεατρικής χρονιάς. Και αυτό δεν προέκυψε μόνο από το βραβείο του κοινού που δόθηκε από τους αναγνώστες του Αθηνοράματος, αλλά και από την κριτική που έγινε από στόμα σε στόμα.

– Συμμετέχοντας σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα που δίνει τόσα πολλά μηνύματα, τι πιστεύεις πως αποκόμισαν οι θεατές που παρακολούθησαν τον “Ηλίθιο”;

Νομίζω πως τους αλλάζει προς το καλύτερο. Είναι ένα έργο διαχρονικό, επίκαιρο. Ο “Ηλίθιος” είναι σαν το πετραδάκι που σκαλώνει σ’ ένα γρανάζι και χαλάει το μηχάνημα..

– Υπήρξε ηθικό δίδαγμα στην παράσταση;

Ηθικό δίδαγμα; Είναι ένα τόσο ανθρώπινο έργο. Δείχνει πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το καλό και το κακό. Και εκεί που σε βάζει στη διαδικασία ακόμη και να μισήσεις κάποιους από τους ήρωες, αλλάζεις γνώμη, διότι αντιλαμβάνεσαι πως για κάποιον λόγο ενεργούν έτσι. Και εκεί προσπαθείς να καταλάβεις το γιατί. Για μένα το ηθικό δίδαγμα, είναι η ματιά του “Ηλίθιου”. Αυτή η αθωότητα του που τον έκανε να ξεχωρίζει. Αν μπορούσε ο καθένας να βλέπει μ’ αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία θα ήταν διαφορετική. Υπάρχουν, όμως, κομμάτια “Ηλίθιου” σε όλους μας. Ο “Ηλίθιος” δε βαριέται ποτέ και δεν είναι χαζούλης όπως θα μπορούσε να πιστεύει κανείς, λόγω του τίτλου του έργου. Απλά προσεγγίζει διαφορετικά την πραγματικότητα. Λέει ωραίος ο κόσμος, δεν σκέφτεται τον εαυτό του, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει γενικότερα στον κόσμο μας. Θα ήταν πραγματικά πολύ ωραίο όλοι να σκεφτόμασταν σαν εκείνον.

– Έχει αλλάξει η γνώμη σου για τους ανθρώπους λόγω της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη παράσταση;

Ναι, πάρα πολύ. Αναγνωρίζω “Ηλίθιους” και τους σέβομαι. Ανθρώπους που αρχικά δεν τους δίνεις σημασία. Τώρα τους προσέχω περισσότερο. Προσπαθώ να βρω αυτό που έχουν κρυμμένο μέσα τους και που θες να ανακαλύψεις.

– Δεν χρειάζεται πολύς χρόνο κάποιος δίπλα σου για να καταλάβει πως είσαι από τους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν τους γύρω τους καλύτερους. Τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι.

Νομίζω ότι όλοι έχουν περάσει σ΄ αυτήν τη φάση. Τώρα πια αυτό που θέλω περισσότερο είναι να κάνω πράγματα για τους ανθρώπους τους οποίους αγαπάω. Λες κάποια στιγμή, “θέλω να πάω στην Αφρική να βοηθήσω”. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Από την άλλη, όμως, μπορείς να κάνεις κάτι πιο απλό. Να σταθείς δίπλα σ’ έναν φίλο, μια φίλη, να βοηθήσεις κάποιον δίπλα σου που δεν έχει να φάει. Από το να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο, είναι ωραίο να δίνουμε αγάπη στους δικούς μας και χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα. Και υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άνθρωποι, που έχουν τεράστιο φιλότιμο.

– Πώς ήταν η συνεργασία μ’ έναν σκηνοθέτη σαν τον Στάθη Λιβαθηνό;

Αισθάνομαι τυχερή που δούλεψα δίπλα σ’ έναν τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητή. Ο Στάθης Λιβαθηνός σε αφήνει να αυτοσχεδιάσεις. Αυτό είναι το μεγάλο του ταλέντο. Σε βλέπει να υπερασπίζεσαι τον ρόλο σου και το αφομοιώνει. Θέλει να σε δει πως θα τον ερμηνεύσεις για να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός.

– Και με σπουδαίους ηθοποιούς να συμμετέχουν σαν τη Μαρία Ναυπλιώτου, που ήταν πραγματικά ανεπανάληπτη.

Η Μαρία άξιζε όλα αυτά τα μπράβο που εισέπραξε, κάτι που ίσχυσε και για τους υπόλοιπους συντελεστές. Δικαιούται και με το παραπάνω τα συγχαρητήρια. Και εγώ που την έβλεπα καθημερινά τη θαύμαζα για την ενέργεια της.

– Τώρα που τελείωσαν οι παραστάσεις, σε πιάνει μια μελαγχολία;

Σίγουρα ισχύει αυτό, όμως νιώθω ευλογημένη που έζησα σχεδόν δύο υπέροχα χρόνια, αφού οι πρόβες είχαν ξεκινήσει από τον Αύγουστο του 2006. Ο κόσμος αγάπησε το έργο, όπως το αγαπήσαμε πολύ και εμείς που το ζήσαμε εκ των έσω. Η καρδιά και το μυαλό όλων μας ήταν εκεί. Μεγάλωσα μέσα μου συμμετέχοντας σ’ αυτήν την παράσταση και έμαθα πολλά. Βλέποντας τον Βασίλη (σ.σ. Ανδρέου), τον Δημήτρη (σ.σ. Παπανικολάου), αλλά και όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Έβλεπες την προσέγγιση τους και στις πρόβες. Ήταν σαν μια αληθινή παράσταση. Υπήρχαν στιγμές που μπορούσες ακόμη και να κλαις!

– Ζήλεψες κάποια στιγμή έναν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο από την Αλεξάντρα Ιβάνοβνα;

Όλα είναι θέμα φιλοδοξιών. Κάποια στιγμή μπορεί και να το σκέφτεσαι, όμως πρέπει να ξέρεις τα όρια σου. Δεν ξέρω αν μπορούσα ν’ αντέξω ένα τέτοιο βάρος και είναι άχρηστο και ανούσιο να ζηλεύεις. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να αποκομίσεις όλα αυτά που μαθαίνεις δίπλα σε τέτοιους ηθοποιούς. Αν μπεις σ’ αυτή τη διαδικασία, κουράζεσαι δίχως λόγο και είναι στην ουσία κάτι το άχρηστο.

– Πριν τον “Ηλίθιο” είχες συμμετάσχει στο “Paperboat”, μια μικρή μήκους ταινία της Δάφνης Λαμπρινού.

Πράγματι με διάλεξε η ίδια η σκηνοθέτιδα και ήταν μια από τις πιο όμορφες εμπειρίες που έχω βιώσει στη δουλειά μου. Τα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι του 2005 στην Κρήτη και είδα τη διαφορά τού πώς δουλεύουν στην Αμερική και του πώς στην Ελλάδα. Το συνεργείο είχε τρομακτική γνώση και έδειχνε έναν φοβερό σεβασμό. Εδώ, συναντάς, “το έλα μωρέ, δε βαριέσαι” και ο ηθοποιός συχνά περνά σε δεύτερη μοίρα. Εκεί είναι διαφορετικά. Ο ηθοποιός είναι στην οθόνη και θα πρέπει να βγαίνει ήρεμος. Ηταν μια πολύ καλή και επιτυχημένη δουλειά. Επίσης ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι σπουδαίος ηθοποιός και μέσα σ’ αυτές τις 10 μέρες στην Κρήτη έμαθα αρκετά πράγματα δίπλα του.– Πάμε τώρα στο ξεκίνημα σου.

Γράφτηκα στην δραματική σχολή του εθνικού θεάτρου και το 2001 ενώ πήγαινα να δω μια παράσταση με είδε ο Χάρης Παπαδόπουλος, συνεργάτης του Θοδωρή Αγγελόπουλου. Έψαχναν για την κοπέλα που θα υποδυόταν την Ελένη στο “Λιβάδι που δακρύζει”. Με ρώτησε αν είμαι ηθοποιός, διότι διέκρινε κάτι στο πρόσωπο μου. Στην αρχή δεν το πίστευα. Ήταν σαν να σου κάνουν πλάκα. Από το πουθενά, ένας τέτοιος ρόλος. Όταν, όμως, άρχισα να συμμετέχω στις πρόβες, κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια.

– Και έγινες έτσι πρωταγωνίστρια σε ταινία του Αγγελόπουλου! Το φιλμ, πάντως, είναι αρκετά μελαγχολικό. Πόσο επηρεάζεσαι συναισθηματικά συμμετέχοντας σ’ αυτό;

Σίγουρα κάπως σε επηρεάζει. Ήταν ένα δύσκολο φιλμ, όμως είναι σχολείο να βρίσκεται σε μια ταινία ενός σκηνοθέτη του δικού του βεληνεκούς. Υπήρχαν στιγμές που δεν ένιωθα καλά και αυτό ήταν λογικό, αφού συνολικά τα γυρίσματα διήρκησαν δύο χρόνια. Όταν βιώνεις μια τέτοια τραγική ιστορία, δεν μπορεί να είσαι χαρούμενος. Επειδή τα γυρίσματα γίνονταν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα μου έλειπαν οι γονείς μου, οι φίλοι μου, όμως όλα είναι μέρος της δουλειάς μας. Από την άλλη δεν μπορείς να παραπονιέσαι, όταν συμμετέχεις σε μια τέτοια προσπάθεια. Όταν βλέπεις τον ίδιο τον σκηνοθέτη να δίνει το 100% των δυνάμεων, όπως κάνει ο Αγγελόπουλος. Κρυώνει μαζί σου, δεν τρώει και εκείνος όταν δεν τρως, δίνεται ολοκληρωτικά.

– Είναι και αυτή η συννεφιά στις ταινίες του, που ενδεχομένως να προκαλεί κάποια θλίψη.

Ε, αυτό συμβαίνει στις ταινίες του Αγγελόπουλου, διότι αποτελούν και ένα στοιχείο της συγκεκριμένης θλιβερής ιστορίας. Δεν υπήρχε πουθενά ήλιος αν προσέξεις την ταινία. Και επειδή, βέβαια, ζούμε στην Ελλάδα υπήρχαν και μέρες όπου δε γυρίζαμε, αφού περιμέναμε πώς και πώς να βγει η συννεφιά. Θυμάμαι ότι μας ενημέρωναν και από το μετεωρολογικό δελτίο. Στο διάστημα αυτό συνήθως κάναμε πρόβες. Ήταν σημαντικό που βρισκόμουν μαζί με το Νίκο Πουρσανίδη. Ήμασταν συμμαθητές στην σχολή και συνεργαστήκαμε και στο θέατρο τον επόμενο χρόνο.

– Και μετά ήρθε το Βερολίνο.

Συμμετείχα στο Shooting Star στο Βερολίνο, όπου κάθε χώρα στέλνει από έναν εκπρόσωπο, ένα υποψήφιο ταλέντο, το οποίο μπορεί να διακριθεί στο εξωτερικό. Εκεί κάνεις φωτογραφήσεις, γνωρίζεις κόσμο, όμως εμείς είμαστε πίσω σε κάποια πράγματα.

– Παράλληλα η ταινία συμμετείχε στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου ήσουν υποψήφια και την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία.

Ήταν μια φοβερή εμπειρία. Εκείνη την χρονιά κέρδισε η Σαρλίζ Θέρον με το Monster. Το να βρίσκεσαι και μόνο υποψήφια με μια τέτοια ηθοποιό είναι σίγουρα τιμητικό. Δυστυχώς “Το Λιβάδι που Δακρύζει” δε συμμετείχε στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο ο κύριος Αγγελόπουλος ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ και έκρινε πως δεν ήταν τίμιο να διεκδικήσει κάποιο βραβείο η ταινία του.

– Έχοντας ήδη βγει προς τα έξω και έχοντας συγκεντρώσει θετικές κριτικές δε θα ήθελες να κάνεις διεθνή καριέρα;

Δεν κρύβω ότι η σκέψη αυτή υπάρχει πάντα στο μυαλό μου, όμως είναι δύσκολο. Στο εξωτερικό λειτουργούν εντελώς διαφορετικά. Ολοι οι ηθοποιοί έχουν ατζέντη, ο οποίος τους κανονίζει δουλειές, τούς στέλνει σε κάστινγκ. Εδώ χρειάζεται να ενεργείς μόνος σου παντού και αυτό σου αφαιρεί ενέργεια. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι εσύ τι λεφτά θα πάρεις, πού θα συμμετέχεις σε ποιους πρέπει να απευθυνθείς. Εξάλλου και εγώ και δεν είμαι των δημοσίων σχέσεων, που ίσως χρειάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

– Με την παρουσία αου στο Βερολίνο δεν ήρθες σε επαφή με κάποιους ατζέντηδες;

Έχω κρατήσει επαφή με μία μάνατζερ στη Νέα Υόρκη. Κατά καιρούς της στέλνω κάποια αποσπάσματα με σκηνές που προβάρω, όμως ξέρεις είναι δύσκολο να πετύχεις έτσι κάτι από μακριά. Το καταλαβαίνεις. Για παράδειγμα πες ότι υπάρχει υποψήφιος ένας ρόλος. Θα πρέπει να σε ειδοποιήσει και εσύ να φύγεις και να πας. Όλο αυτό εκτός από χρονοβόρο είναι και ψυχοφθόρο. Γενικά, πάντως, είναι δύσκολο. Πρέπει να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου και να πας να ζήσεις εκεί. Φεύγεις πολύ μακριά από τους δικούς σου και ήδη το έχω βιώσει με το “Λιβάδι που δακρύζει”.

– Και μετά όταν κάποια στιγμή βρέθηκες δίχως τη δουλειά που θα σε ικανοποιούσε, δε δίστασες να γίνεις σερβιτόρα.

Δεν ήταν κάτι για το οποίο ντρέπομαι. Το αντίθετο. Μου άρεσε που σέρβιρα κόσμο. Δεν ήταν κάτι κακό. Απλά μετά από ένα σημείο αποφάσισα πως έπρεπε να ακολουθήσω αυτό που μου άρεσε περισσότερο και αυτό που έλεγε η καρδιά μου.

– Δεν σε αναγνώριζαν από το {Λιβάδι που δακρύζει;}

Μάλλον όχι. Μια φορά με αναγνώρισαν κάπου αλλού και νόμιζα ότι ήταν από την ταινία. Και μου λένε εσύ δεν είσαι που σερβίρεις στο Βios; Πραγματικά όταν το άκουσα χαμογέλασα (σ.σ γέλια). Γενικά με βοήθησε αυτή η δουλειά στο να ξεπεράσω και λίγο την ντροπή μου, διότι είμαι και ντροπαλή σαν άνθρωπος. Έμαθα πολλά πράγματα, όμως και είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετό κόσμο και να γίνω πιο πρόσχαρη.

– Στην τηλεόραση έχεις συμμετάσχεις στην πολύ επιτυχημένη σειρά, “Η Τελευταία Παράσταση” και σ’ ένα επεισόδιο στο “Αληθινοί Έρωτες”. Ήταν επιλογή σου να μείνεις τόσο καιρό εκτός;

Δεν είμαι κατά της τηλεόρασης. Ίσα-ίσα, είμαι και εγώ από τα παιδιά της. Απλά νιώθω ότι γίνονται κάποια πρόχειρα πράγματα και υπάρχει ασυδοσία σ’ αυτούς που ελέγχουν τη δύναμη αυτού του μέσου. Φέτος συμμετείχα και σ’ ένα επεισόδιο της νέας σειράς “Σε είδα” που θ΄ αρχίσει να προβάλλεται στον Alpha μαζί με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τον Γιώργο Καραμίχο.

– Όσο για την επόμενη δουλειά σου στο θέατρο;

Θα παίξω στο Rainbow. Σχετίζεται με τη ζωή του ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ. Η πρεμιέρα είναι τον Μάιο και θα γίνει σε έναν χώρο-έκπληξη…

Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 14/01/2008

& Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο www.sportart.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα