Ήρθαμε σε επαφή με δουλειά του πέρσι, όταν παρουσίασε το «Περί τυφλότητας», μια παράσταση-πρόταση που καινοτόμα επέκτεινε τα όρια του θεάτρου, περιορίζοντας την όραση, τη βασική αίσθηση του θεάματος.
Ζει μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας και την Παρασκευή 28/12, λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου, στο ερειπωμένο Ξενοδοχείο Μπάγκειον, έχει επίσης να μας προτείνει και να μας «ξεναγήσει» σε νέους θεατρικούς δρόμους και εμπειρίες μέσα από το “Hotel Apocalypse”.
O Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος, μας μιλά για την Αγγλία και την Ελλάδα, την αντίληψή του για το θέατρο και βέβαια για την -ακόμα μια φορά- καινοτόμα παράστασή του στο ιστορικό ξενοδοχείο της Ομόνοιας:
Έχοντας ζήσει, σπουδάσει και εργαστεί στην Αγγλία, πόσο ίδιες ή διαφορετικές, εύκολες ή δύσκολες είναι οι συνθήκες στην Ελλάδα για έναν δημιουργό;
Στο Λονδίνο, το οποίο δεν είναι ακριβώς αυτό που είναι η υπόλοιπη Αγγλία, ζουν και επισκέπτονται με δουλειές τους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Αυτή η συγκέντρωση ταλέντου, καλλιτεχνικών ρευμάτων και ενός απαιτητικού κοινού δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για εξελιχθεί κάποιος καλλιτεχνικά. Οι συνθήκες είναι όπως και σε οποιαδήποτε άλλη δουλειά, τα ωράρια, οι ιεραρχίες και οι οικονομικές συμφωνίες γίνονται με ξεκάθαρο και ευθύ τρόπο.
Στην Ελλάδα δυστυχώς αυτό δε συμβαίνει. Υπάρχει μια χαοτική κατάσταση που πολλές φορές είναι γόνιμο έδαφος για παρανομίες -κάτι που είναι αποδεκτό από τους περισσότερους στον χώρο. Σε μια τέτοια συνθήκη προσπαθούμε όλοι να δημιουργήσουμε, με ένα συνεχές κούνημα του κεφαλιού και την απορία για το πώς είναι δυνατόν να λειτουργεί ο οποιοδήποτε κλάδος σε τέτοια κατάσταση. Αυτό αρχίζει από τους παραγωγούς, τα θέατρα και τους πολυχώρους και εξαπλώνεται προς τα κάτω.
Και η Αγγλία έχει τα αρνητικά της βέβαια, τα υψηλά νοίκια, τα ακριβά εισιτήρια, κλειστοί καλλιτεχνικοί κύκλοι, επιχορηγήσεις με πολύ στενά κριτήρια και ένα εμπορικό θέατρο – τουριστική ατρακτιόν καταπίνει ό,τι άλλο μικρό προσπαθεί να αναδυθεί. Προτιμώ να ζω και να δουλεύω και στις δύο χώρες με έργα που απευθύνονται στην κάθε μία ξεχωριστά.
Με την πρώτη σου δουλειά στην Ελλάδα πέρσι, πρότεινες ένα διαφορετικό θέατρο, ένα θέατρο «με κλειστά τα μάτια». Πώς δούλεψε αυτό στο κοινό; Είναι ανοιχτό το κοινό ελληνικό κοινό στο «νέο» και «διαφορετικό»;
Νομίζω κανείς δεν περίμενε αυτό να δουλέψει αλλά δούλεψε. Ο κόσμος μπορεί αρχικά να μην ένιωθε άνετα με την όρασή του να έχει περιοριστεί σε μία θολή λευκή οθόνη (η λευκή τυφλότητα από το έργο ‘Περί Τυφλότητος’ του Σαραμάγκο) αλλά με αυτόν τον τρόπο η φαντασία τους ενεργοποιούταν πολύ πιο έντονα. Η ιστορία εξελισσόταν γύρω τους με τους ήχους, τις μυρωδιές, τις αφηγήσεις και τους διαλόγους πλάθοντας έναν κόσμο μέσα στο κεφάλι του καθενός, δίνοντάς τους χώρο να συμμετάσχουν σωματικά και συναισθηματικά όσο ήθελε ο καθένας. Νομίζω αυτή η μη επιβολή του συναισθήματος και της δραματικότητας εκτιμήθηκε. Η εμπειρική πλευρά του έργου ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και έτσι το κοινό την αποδέχτηκε εύκολα.
Νομίζω και τώρα θα βρουν το ίδιο: μια παράσταση, ένα συμβάν που λειτουργεί μόνο με την παρουσία τους -όπως θα έπρεπε και κάθε θεατρική παράσταση κατά τη γνώμη μου. Η πρόσκληση έχει μεγάλη σημασία, πώς υποδέχεσαι κάποιο μέσα σε αυτό που έχεις φτιάξει, και εμείς έχουμε κάτι πολύ ιδιαίτερο και φιλόξενο για εκείνους.
Tι διαφορετικό έχεις να προτείνεις με το “Hotel Apocalypse»; Τι να περιμένει ο θεατής;
Κάτι που θα το ανακαλύψει προσωπικά ο καθένας από εσάς εξερευνώντας το κτήριο αλλά και τον εαυτό του μέσα σε αυτό που έχουμε δημιουργήσει: μια κοινωνική εκδήλωση που συναντά το θέατρο, που συναντά τη νυχτερινή διασκέδαση, που συναντά την αρχιτεκτονική περιήγηση, που συναντά μία θρησκευτική τελετή, που συναντά την αφήγηση ενός μύθου. Ενός μύθου προσωπικού και ταυτόχρονα παγκόσμιου. Ενός μύθου που θα πλάθεται διαφορετικά την κάθε βραδιά ανάλογα με εσάς.
Το ζήτημα για εμάς είναι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των θεατών, να νιώσουν άνετα και ασφαλείς μαζί μας. Θέλουμε για αρχή οι επισκέπτες να έρθουν φορώντας τα πιο αγαπημένα τους ρούχα, από φορέματα και κοστούμια έως πιτζάμες και αθλητικά. Οι οικοδεσπότες θα τους υπενθυμίσουν πως είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που θα δουν πριν το τέλος. Και αυτό σίγουρα είναι κάτι.
Να περιμένετε χιούμορ, πολλές επετείους, μία χρονοκάψουλα, δυναμικό διαλογισμό, κοκτέιλς, ένα μάθημα χορού και πολλή μουσική όσο πλησιάζουμε το τέλος.
Το ξενοδοχείο Μπάγκειον και το περιβάλλον του, υπήρξε η αφορμή για την παράσταση ή βρήκες το ιδανικό τοπίο για αυτήν;
Ήταν η αφορμή για να αναπτύξω ένα πρότζεκτ που ξεκίνησα πριν χρόνια στο Λονδίνο και δεν είχε βρει τον κατάλληλο τόπο. Αρχικά ήταν μια παράσταση-συναυλία που με το Μπάγκειον στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μία μεγαλύτερη διαδραστική εμπειρία και τελετουργία.
Το Μπάγκειον είναι ένα ιστορικό κτήριο που καταρρέει στο κέντρο της Αθήνας. Η παρακμή ενός περασμένου μεγαλείου είναι το ιδανικό σκηνικό για ένα πάρτι για το τέλος του κόσμου. Δε θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ποτέ ένα σκηνικό που θα είχε τόσο ισχυρό αντίκτυπο στο κοινό και θα καθρέφτιζε την ψυχολογία των παρευρισκομένων με τόση ακρίβεια. Είναι σαν το φάντασμα μιας παλιάς γιορτής, που με την κατάλληλη φροντίδα μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι καινούργιο και ελπιδοφόρο.
Από την πλευρά μας ως δημιουργοί, το κτήριο και οι αίθουσες καθόρισαν τη δραματουργία του έργου, τη διαδρομή του κοινού σε φυσικούς χώρους αλλά και μεταφορικούς. Δε θα μπορούσε η παράσταση με τη μορφή που έχει πάρει τώρα να παρουσιαστεί σε άλλον χώρο.
Το θέατρο είναι ή πρέπει να είναι εμπειρία;
Το θέατρο πάντα είναι εμπειρία. Ένα πίνακας είναι εμπειρία. Ένα πιάτο μακαρόνια είναι εμπειρία. Δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που έρχονται στο θέατρο για να δουν ταινία. Αναπνέοντας απέναντι από τους ηθοποιούς γίνεσαι μέρος της παράστασης, μοιράζεστε τον ίδιο αέρα, ο πομπός (ηθοποιός) και ο δέκτης (θεατής). Εμείς απλά ανοίγουμε το ενδεχόμενο αντιστροφής των ρόλων αυτών. Πληρώνεις το εισιτήριο για να ζήσεις κάτι μαζί μας, κάτι που έχουμε ετοιμάσει για εσένα, όχι για να καταναλώσεις ένα προϊόν.
– Γιατί είναι σημαντική η διαδραστικότητα μεταξύ κοινού και καλλιτεχνών;
Ήταν σημαντικά από τον πρώτο προϊστορικό αφηγητή που μοιράστηκε μια ιστορία κυνηγιού με κάποιους άλλους γύρω από μια φωτιά. Το βλέμμα, κάποιο νεύμα, το χειροκρότημα, το ποτό και το φαγητό που μοιράστηκε μαζί τους ήταν κατά κάποιον τρόπο μια τεχνική αφήγησης.
Σήμερα νομίζω είναι σημαντικό γιατί σε πολύ θέατρο που βλέπω, διαπιστώνω πως έχει ξεχαστεί το πιο βασικό συστατικό του θεάτρου, το πως όταν παίζεις έχεις απέναντι σου έναν ζωντανό άνθρωπο που δεν είναι απαραίτητο πως θα τον προσεγγίσεις με αυτό που κάνεις. Υπάρχει διαπραγμάτευση. Έχει ρίσκο, ζωντάνια και τον απρόσμενο παράγοντα που είναι αυτό που με ελκύει στο θέατρο περισσότερο. Υπήρχαν κάποτε παραστάσεις που ξαφνικά μετατρέπονταν σε διαμαρτυρίες και επαναστάσεις, αλλού το θέατρο κάποτε ήταν υποχρεωτική εκπαίδευση για να γίνεις πολίτης, να ενηλικιωθείς, σε άλλο τόπο και χρόνο απαγορευόταν, θεωρούταν επικίνδυνο.
Τώρα βλέπω πολύ θέατρο που δε νομίζω να ικανοποιεί κανέναν. Έχει γίνει ένα υποκατάστατο της λογοτεχνίας, της ιστορικής αναπαράστασης ή της τηλεόρασης, και μάλιστα θέτοντας ένα επίπλαστο δίλημμα μεταξύ κουλτούρας και διασκέδασης. Θέλω να πιστεύω πως η επιμονή στην επικοινωνία με τον θεατή μπορεί να δώσει πίσω στο θέατρο τη δύναμη, την αμεσότητα και τη ριζοσπαστικότητα που μπορεί να έχει. Μπορεί να την κάνει το θέατρο αυτήν την αστική λειτουργία που έχουμε ανάγκη, όχι για να μας καθοδηγήσει και να μας δώσει απαντήσεις, αλλά για να μας θυμίσει την κοινή μας ταυτότητα, να μας επιτρέψει να συνομιλήσουμε, να μας ενώσει.
Βγαίνοντας από την παράσταση, υπάρχουν μηνύματα που το κοινό θα κρατήσει;
Πιστεύω το θέατρο που απλά θέλει να περάσει ένα μήνυμα είναι αδύναμο. Πολλά έργα γράφονται μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν ένα πιστεύω του συγγραφέα. Είναι αλαζονικό να φέρνεις το κοινό στον χώρο σου για του κάνεις μάθημα.
Θέλω οι θεατές να κρατήσουν αυτό που θα έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε εκείνους και τους ηθοποιούς ή και άλλους θεατές. Κυρίως θέλω να τους μείνει η δύναμη που έχει η συγκέντρωση ανθρώπων στον ίδιο χώρο. Η εν δυνάμει αλλαγή, ανατροπή ή και μεταμόρφωση.
Τρεις μόνο λέξεις που θα χαρακτήριζες εσύ την παράσταση
Απρόβλεπτη – Ποπ – Μυσταγωγική
Κώστας Ζήσης 27/12/20118
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ “HOTEL APOCALYPSE” ΕΔΩ
Ο Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος συστήνεται
Τελειώνοντας το σχολείο στην Ελλάδα πριν 13 χρόνια, αποφάσισα να μετακομίσω στην Αγγλία και να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Στην πορεία είδα πως αυτό δε με ικανοποιούσε και κατέληξα να σπουδάζω θέατρο και εικαστικές τέχνες στο πανεπιστήμιο του Brighton. Έπειτα συνέχισα σε μεταπτυχιακές σπουδές στο σωματικό θέατρο στο πανεπιστήμιο Saint Mary’s, και λίγο αργότερα στη δραματική σχολή LAMDA όπου σπούδασα σκηνοθεσία. Την ίδια περίοδο είχα την τύχη να συνεργαστώ με τις εταιρείες Actors Touring Company, Theatre Rites και Secret Cinema στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ήταν ένα σχολείο από μόνες τους ως προς το βιωματικό/εμπειρικό (immersive) αλλά και site-specific θέατρο που χαρακτηρίζει τη δουλειά μου σήμερα.
Έχω σκηνοθετήσει έργα στο Brighton Fringe, στα διεθνή φεστιβάλ της Μίριανγκ και Κοτσαντγκ στην Νότια Κορέα αλλά κυρίως στο Λονδίνο όπου με την καλλιτεχνική εταιρεία μου Ferodo Bridges δημιουργήσαμε παραστάσεις και σκηνικές συνθέσεις μέσα σε εγκαταλειμμένα δικαστήρια, σε γραφεία στην Oxford Street, στον OXO Tower, και θέατρα όπως το Pleasance, το The Yard, και το Landor.
Το πρώτο βήμα στην Ελλάδα έγινε πέρυσι με το “Περί Τυφλότητος” στο BIOS που έλαβε μια αναπάντεχα θερμή υποδοχή από ένα κοινό που δε με γνώριζε. Αυτό που με ενδιαφέρει στην Αθήνα είναι να βρω νέα έργα και κυρίως μη-θεατρικούς χώρους που θα επιτρέπουν μια πιο τολμηρή εγγύτητα μεταξύ κοινού και δημιουργών.