Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, μια σκηνοθέτις με το δικό της προσωπικό στίγμα, μας μιλάει για την καινούρια της σκηνοθεσία στο Θέατρο Θησείο και όχι μόνο.
-“Φευγάδα-Εμείς κι οι Έλληνες”, “Το Σκυλί του Ωρίωνα”, “Θέλετε να χορέψομε Μαρία”, “Προς Ελευσίνα”: Ποιος κοινός άξονας (ένας ή περισσότεροι) συνδέει αυτές τις δουλειές; Ποια είναι η κινητήριος δύναμη που σε ώθησε στην πραγμάτωσή τους;
Δεν ξέρω ακριβώς ποιος κοινός άξονας συνδέει τις δουλειές που ανέφερες. Μπορώ να υποθέσω κάποιον ή κάποιους αλλά και αυτοί θα είναι μάλλον οι προφανείς: γίνεται μια δουλειά γύρω από τα ελληνικά, νέα και παλαιά, κείμενα. Και ειδικότερα κείμενα που ασχολούνται με το ελληνικό ζήτημα (καθένα με τον δικό του τρόπο). Στην αρχή αυτό συνέβαινε τυχαία, έπειτα ίσως σε ένα βαθμό να μορφοποιήθηκε συνειδητά. Σίγουρα πάντως η επιλογή ενός κειμένου μετά από ένα άλλο προκύπτει από πυκνές και ασαφείς διαδρομές, οι οποίες πολύ περισσότερο έχουν να κάνουν με την προσωπική παρατήρηση του ποιος ήσουν και ποιος έγινες και πολύ λιγότερο με αιτιοκρατικές συνδέσεις μεταξύ των κειμένων. Δεν είναι μια παγιωμένη δύναμη αυτή που με κινητοποιεί. Το σπουδαίο με την τέχνη είναι ότι αλλάζει και σε αλλάζει. Είσαι σε μια διαρκή πορεία μαζί της.
-“Οδοιπόρος” του Παναγιώτη Σούτσου ή “Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά”. Μίλησέ μας για την επόμενη σκηνοθετική σου δουλειά, και πώς αυτή συνδέεται με τις προηγούμενες;
Διάβασα το κείμενο πριν αρκετά χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο ξαναήρθε στο προσκήνιο ως κομμάτι των συζητήσεων με τα μέλη της ομάδας. Ο Οδοιπόρος γράφτηκε το 1831 και ο Σούτσος έγραψε άλλες 3 εκδοχές του το 1842, το 1851 και το 1864. Για χρόνια θεωρούσαν ότι η εκδοχή του 1864 είναι το πρωτότυπο. Αυτό που με γοήτευσε στον Οδοιπόρο είναι αυτή ακριβώς η περιπετειώδης λογοτεχνική πορεία του και η αναγωγική του σχέση με τη ζωή του ίδιου του Σούτσου. Ο τρόπος που αντιμετώπισε το έργο του ο Σούτσος, μου έδωσε μεγάλη ελευθερία στη διαχείρισή του. Στην πραγματικότητα, το «Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά» δεν είναι παρά η πέμπτη εκδοχή του Οδοιπόρου. Σε αυτήν, ξαναδουλεύτηκε η αλληλουχία των σκηνών και δοκιμάστηκε η συνάντηση του πρωτότυπου κειμένου με ποιήματα από όλο το ιστορικό φάσμα.Τέλος, σ’ αυτή την εκδοχή, υπάρχουν τέσσερις χαρακτήρες: ο Οδοιπόρος, η Ραλού, η Σοφή και η Τροφός. Πρόκειται για τέσσερα πρόσωπα, ερωτευμένα. Άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο, άλλα συνειδητά, άλλα ασυνείδητα. Όμως όλα ερωτευμένα. Κι αυτό είναι που δεν τους επιτρέπει ούτε νεκροί να πεθάνουν. Αυτό τους ωθεί στο να επιδιώκουν ξανά και ξανά τη συνάντηση με τον άλλον, με την ελπίδα να βρουν την ταυτότητά τους. Την καινούρια φορεσιά τους.
-Έλληνες συγγραφείς και ποιητές ως επί το πλείστον, τι κρύβεται πίσω από αυτή την προτίμηση;
Όπως είπα και πριν, δεν νομίζω ότι κρύβεται (ή εγώ δεν ξέρω να κρύβεται) κάτι πίσω από αυτήν την προτίμηση. Ίσως να έχει να κάνει με τα παιδικά μου αναγνώσματα και με το πώς μεγάλωσα. Ίσως να το καθόρισε το πόσο ισχυρή εγγραφή είχαν μέσα μου ορισμένα ελληνικά κείμενα και ποιήματα· αυτό σίγουρα δημιούργησε μια προτίμηση. Ίσως πάλι να μην είναι παρά μια αντίδραση μου στην κουραστική αντιμετώπιση της ξένης δραματουργίας ως απόδειξη θεατρικής σοβαρότητας και σκηνοθετικού μεγέθους. Και είναι και τα ελληνικά. Τόσο ωραία γλώσσα, διονυσιακή. Μια λέξη, από ποίημα σε ποίημα, από πρόταση σε πρόταση, επιδεικνύει μια συναρπαστική πλαστικότητα και μια αντοχή στο πλήθος των νοηματοδοτήσεων που αποκτά.
-“Εάν αυτό το φόρεμα, βαρύ φορτίο είναι / τι φταίω αν το παραιτώ; Κριτή σε κάμω, κρίνε”…
Πρόκειται για ένα δίστιχο του χαρακτήρα της Ραλούς, το οποίο αποτέλεσε οδηγό για την παράσταση και για τον τίτλο. Το φόρεμα που αναφέρεται είναι η ζωή. Σε αυτό το δίστιχο η Ραλού υπερασπίζεται το δικαίωμά της στην αυτοχειρία. Περιγράφει τη ζωή σαν ένα φόρεμα που φοράς όταν γεννιέσαι και που αν αποδειχτεί βαρύ, αφόρητο, ποιος (Θεός ή άνθρωπος) μπορεί να σε κρίνει που το παρατάς. Ερωτευμένοι αυτόχειρες, οντολογικοί αμφισβητίες. Άνθρωποι που αυτό που λέγεται ζωή τους στενεύει, που βλέπουν το θάνατο σα γύμνια. Ποιος μπορεί να τους κρίνει αν ασφυκτιούν μέσα σε αυτό το ρούχο;
-Γιατί θέατρο και γιατί κινηματογράφος;
Στο θέατρο με συγκινεί η μεταχείριση ζωντανών σωμάτων σε ζωντανό χρόνο, η ησυχία του, το κεκλεισμένων των θυρών του. Κάθε παράσταση είναι μια οιονεί τελετή. Κλείνεσαι σε ένα χώρο και προσπαθείς με ζωντανά υλικά να μετασχηματίσεις ένα σωρό από ψέματα σε μια κάποια αλήθεια. Γι’ αυτό αντιπαθώ και τις ψυχολογίες και τις μεθόδους υποκριτικής για να μπεις στο ρόλο· αποτελούν ένα ψέμα στο ψέμα, ή ακόμα χειρότερα ένα ψέμα που νομίζει ότι είναι αλήθεια. Στον κινηματογράφο με συναρπάζει η ανοιχτωσιά και ο ορίζοντάς του, το εκτός των τειχών του. Και το κάλεσμα που κάνει στη φαντασία σου με όλες αυτές τις τεχνολογικές δυνατότητες και την ελευθερία των μέσων. Το θέατρο είναι η βάση μου. Η σχέση μου με τον κινηματογράφο είναι αυτή της μαθητείας. Κάποτε ο κινηματογράφος έμαθε πολλά από το θέατρο, αρκετά αποδείχτηκαν άχρηστα αλλά μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από αυτά. Μπορεί και το θέατρο να μάθει από τον κινηματογράφο.
-Ένα κείμενο που οπωσδήποτε θα δούμε σε σκηνοθεσία σου στο μέλλον.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Υπάρχουν αρκετά κείμενα που έχουν πάρει μέσα μου αυτή τη θέση που μοιάζει με «οπωσδήποτε», αλλά αυτό που θα οδηγήσει στο να ασχοληθώ μαζί τους, είναι οι συναντήσεις με ανθρώπους και η υπόλοιπη πορεία μου. Κανένα κείμενο δεν είναι ξεκομμένο από το προηγούμενο. Όπως είπα και πριν, συνδέονται υπόγεια και οι συνδέσεις του συμβαίνουν με παρά πολύ αργούς ρυθμούς. Για παράδειγμα, ενώ είχαμε καταλήξει στο επόμενο έργο με την ομάδα, η δουλειά πάνω στον Οδοιπόρο εξανάγκασε την απόσυρσή του και την άφιξη ενός άλλου στην επιφάνεια.
–Πώς πιστεύεις ότι διαμορφώνεται η σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα; Κοινωνική, πολιτική, οικονομική…
Η πραγματικότητα δεν είναι κοινωνική, πολιτική και οικονομική- η καθημερινότητα είναι. Η πραγματικότητα είναι πάνω και πέρα από την καθημερινότητα και τα σχήματα του πραγματικού έχουν άλλες εντάσεις και υφές από αυτές του καθημερινού. Ο άνθρωπος που επιλέγει την Τέχνη, επιλέγει ουσιαστικά να διαμορφώσει μέσω αυτής τη σχέση του με την πραγματικότητα. Μέσω αυτής δομεί τον εαυτό του ως ιστορικό σώμα και άρα ως φορέα του μεταφυσικού. Και τη διαλέγει για εγχειρίδιο ανάγνωσης και παρατήρησης του φαινομένου της ζωής, παρότι γνωρίζει ότι η Τέχνη δεν είναι μια αντικειμενική μονάδα μέτρησης και εξήγησης του πραγματικού, όπως η επιστήμη. Για μένα ένας καλλιτέχνης οφείλει να είναι ευερέθιστος, να μην εφησυχάζει. Να επιτρέπει στα πράγματα και στον εαυτό του μια ρευστότητα και να μη χάνει χρόνο για να δώσει εξηγήσεις. Να αποσκοπεί στην ευτυχία του ίδιου και όσων έρθουν σε επαφή με το έργο του. Ό,τι κάνει να το κάνει με ενθουσιασμό, ένταση και χαρά, ακόμα κι αν ασχολείται με τα πιο σκοτεινά και δυστυχή κομμάτια της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης. Και να μην κουράζεται να γνωρίζει συνεχώς καινούρια πράγματα και ανθρώπους· να έχει την προσοχή στραμμένη στον ορίζοντα και σε ό,τι αυτός συνεπάγεται. Αν ο καλλιτέχνης διαμορφώσει μια τέτοια διαλεκτική και ταυτόχρονα συμπαγή σχέση με την πραγματικότητα, τότε δεν μπορεί παρά και η σχέση του με το καθημερινό (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά) να έχει διαμορφωθεί σε διαυγείς βάσεις.
-Έρωτας και Θάνατος…
«ίδου οι δύο δρόμοι / στον πρώτον λύπαι, ταραχαί, περισπασμοί και τρόμοι / στον δεύτερον ανάπαυσις… /αλλ’ η αιωνιότης, του μέλλοντος το άδηλον και η αβεβαιότης / αυτό στα χείλη του κρημνού τον άνθρωπο βαστάζε. / Τι τρέμεις της στιγμής, υιέ, ο νους σου τι διστάζει; / Το παραπέτασμ’ άνοιξε με χείρα θαρραλέαν… / Με βήμα πήδησε τυφλόν εις άλλην στάσιν νέαν».
Παναγιώτης Σούτσος
-Σε ποια εποχή εκτός από αυτήν θα ήθελες να ζεις και με ποια ιδιότητα;
Στο μέλλον (σε καμιά χιλιοστή χρόνια από τώρα). Ως προς την ιδιότητα, και πάλι άνθρωπος θα ήθελα να ήμουν.
-Μεγαλύτερος φόβος, σφοδρότερη επιθυμία, αγαπημένη ευχή.
Ευχαριστώ για την ερώτηση, αλλά έχω μια τρομακτική ανεπάρκεια να απαντάω σε τέτοιες ερωτήσεις. Μόλις μια απάντηση πάει να γραφτεί, έρχεται μια άλλη με την απελπιστική ταχύτητα χιονοστιβάδας σε ταινία του Φstlund. Ανωτέρα βία, λοιπόν, θα την αφήσω αναπάντητη.
Συνέντευξη Σήλια Γεωργίου