Τέτοιο καιρό πέρσι η Κίττυ Παϊταζόγλου ήταν υποψήφια για το βραβείο Μελίνα Μερκούρη για την ιδιαίτερη και ξεχωριστή της ερμηνεία στο Λίλιομ.
Έναν χρόνο μετά ακολουθεί και πάλι τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θωμά Μοσχόπουλου, συμμετέχοντας στη δίκη του Κ.,ενώ στο Πόρτα παίζει και το Δευτερότριτο, συμμετέχοντας στη Μύτη σε σκηνοθεσία της Σοφίας Πάσχου.
Η Κίττυ τιμήθηκε στα 4α θεατρικά βραβεία κοινού All4fun με το 1ο ειδικό βραβείο, που δόθηκε από τα μέλη του σάιτ μας για ηθοποιούς οι οποίοι ξεχωρίζουν για το ταλέντο τους και τις υποκριτικές τους ικανότητες και μας μίλησε για τις δύο φετινές της δουλειές στο Πόρτα.
– Πώς αντιλαμβάνεσαι το «καφκικό σύμπαν» και πως το βλέπουμε να παρουσιάζεται στο έργο;
Eίναι το σύμπαν του Κάφκα σαν μια δίνη. Αν μπεις μέσα, πάει, χάθηκες, δεν υπάρχει επιστροφή. Πολύ σκοτάδι. Πολλές ενοχές. Με πολύ χιούμορ όμως, και αυτοσαρκασμό, γιατί αλλιώς δεν αντέχεται το σκοτάδι. Ούτε κι οι ενοχές. Η παράσταση στήνεται σαν μια τρελά κουρδισμένη μηχανή. Λοξή. Όπως λοξά είναι και όλα γύρω μας. Παράλογα. Καταιγιστικά.
– Συνεργάζεσαι και πάλι με τον Θωμά Μοσχόπουλο, όπως και στο εξαιρετικό σκηνοθετικά Λίλιομ. Τι το ιδιαίτερο έχει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης και πως καταφέρνει να μεταδίδει αυτό που θέλει αρχικά στους ηθοποιούς και μετά στο κοινό.
Αρχικά, εμπιστεύεται νέους ανθρώπους. Δεν είναι δεδομένο αυτό, ειδικά στις μέρες μας. Έπειτα, δίνει χώρο. Πολύ. Να ψάξεις τι σε αφορά εσένα στη δεδομένη παράσταση, τη δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Αυτό βέβαια έχει και ευθύνη. Να πεις, εγώ, στο όραμα αυτού του ανθρώπου θέλω να δοκιμάσω αυτό, ή το άλλο.
Ο Θωμάς είναι άνθρωπος που επιζητά να επηρεάσεις το όραμά του, ακόμα και να το χτίσεις μαζί του. Κι όταν λέμε πως η παράσταση της «Δίκης» είναι μια ομαδική δουλειά, εννοούμε αυτό ακριβώς. Τόσο από το Θωμά, όσο και από τη Σοφία Πάσχου που μας δούλεψε τα σώματα, την κίνηση, όσο και από εμάς-τους 10 ηθοποιούς- υπήρξε χώρος, εμπιστοσύνη και πολλή δουλειά, για να βρεθεί ένα κοινό όραμα. Που θέλω να πιστεύω ότι επικοινωνείται στο κοινό.
– Ο συγκεκριμένος ήρωας δείχνει εγκλωβισμένος χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ το γιατί κρατείται, αλλά και αν όντως έχει κάνει κάτι παράνομο. Ποια θεωρείς πως είναι η σχέση του συγκεκριμένου «θύματος» με τον άνθρωπο του 21ου αιώνα;
Δεν είμαι σίγουρη ότι ο ήρωας είναι μόνο «θύμα». Όπως κι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα δεν είναι μόνο θύμα. Εγώ θα μείνω στο θέμα που με ταρακούνησε όταν πρωτοδιάβασα τη Δίκη. Εκεί στάθηκα, εκεί κόλλησα, κι εκεί βρίσκω τη σύνδεση με τον άνθρωπο του 21ου αιώνα.
O Κ. συλλαμβάνεται στην αρχή της ιστορίας από μια άγνωστη ανώτερη αρχή, και χωρίς ποτέ να του απαγγελθεί η κατηγορία, παρατηρούμε την πορεία του μέχρι την τελική του εκτέλεση. Σε όλη τη διαδρομή όμως βλέπουμε ότι χειρίζεται πολύ λάθος την υπόθεσή του. Μπλέκεται σε άσχετες καταστάσεις, αρνείται άκριτα μέχρι τη μέση του έργου οποιαδήποτε ευθύνη και στο τέλος απλά αφήνεται τυφλά στην παραδοχή της ενοχής του.
Ποτέ δε ρωτάει το κρίσιμο ερώτημα: Παιδιά, στοπ! Γιατί είμαι ένοχος; Όπως και ο χωρικός της παραβολής ποτέ δεν επιχειρεί να περάσει από μόνος του την Πύλη του Νόμου. Αντίθετα γερνάει όλη του τη ζωή απέξω, στο κάθισμα, περιμένοντας από κάποιον άλλον να του επιτρέψει να μπει.
Εδώ για μένα βρίσκεται η ουσία του έργου. Φταίει ο ήρωας κι αυτός για την τύχη του; Δεν την χειρίστηκε ανεύθυνα; Αν είχε πάρει λίγο αλλιώς τη ζωή του, μήπως όλα θα ήταν διαφορετικά; Ή μήπως-κάτι που είναι ακόμα πιο ζοφερό, αν το σκεφτείς- ό,τι κι αν έκανε στο τέλος πάλι την ίδια κατάληξη θα είχε; Έχανε χρόνο ψάχνοντας για νόημα, γιατί νόημα, πάει και τελείωσε, στον κόσμο αυτόν δεν υπάρχει.
Γιατί τη μοίρα του δεν την ορίζει αυτός. Δεν έχω απάντηση. Βέβαια όπως λέει κάπου κι ο Σεφέρης; «Κάθε άνθρωπος μοιάζει με κάποιον τρόπο με τη μοίρα του, όσο κι αν του στάθηκε άδικη και αντίθετη».
– Πόσο πολύ ταυτίζεσαι εσύ με τον συγκεκριμένο ήρωα ως Κίττυ και πώς το αντιλαμβάνεται το κοινό σας;
Δεν θα μιλήσω πάλι για τις εξωτερικές συνθήκες, το παρόν οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό τοπίο. Θα μιλήσω για δικά μου λάθη. Αναβάλλω. Συνέχεια. Όπως κι ο ήρωας. Δυσκολεύομαι να πω το ναι ή το όχι. Να αποφασίσω εγώ για μια κατάσταση. Γιατί είναι πιο εύκολο να μένω στην αμφιβολία από το να χρειάζεται τελειωτικά να σκοτώσω τη μια ή την άλλη επιλογή. Κι έτσι αναγκάζομαι να τρέχω πίσω από τα πράγματα, η ζωή να μού γλιστρά από τα χέρια, να μην την ορίζω εγώ.
– Σχετικά με τη συμμετοχή σου στη Μύτη. Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τη Σοφία Πάσχου και την ομάδα της και με πόση ανυπομονησία περίμενες τη συγκεκριμένη δουλειά;
Με τη «Μύτη» ξεκινήσαμε 30 Γενάρη και παίζουμε κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Πάλι στο Θέατρο Πόρτα. Τη Σοφία τη γνώρισα από τη δουλειά της ομάδας της, τους Patari Project, στο «Πιάνω Παπούτσι Πάνω στο Πιάνο». Τρελάθηκα, έφυγα από το θέατρο κλαίγοντας και γελώντας. Εκείνη με γνώρισε στο «Λίλιομ». Noμίζω ό,τι και να πω είναι λίγο.
Την οξύτητα και την ευαισθησία που έχει σαν άνθρωπος, τη φέρνει στην πρόβα τόσο γενναιόδωρα και τόσο αληθινά. Μα την ίδια ποιότητα νιώθω και σε όλα τα μέλη της ομάδας του Παταριού- θα ήταν άδικο να μην το πω αυτό. Η Εριφύλη, ο Θεοδόσης, ο Αλέξανδρος, ο Θάνος, ο Γιάννης, η Κατερίνα, ο Αποστόλης, ο Ηλίας-παλιοί και νέοι μαζί- υπάρχει κοινή πλεύση, κοινή ανησυχία και κοινή καρδιά.
Όσο για την παράσταση, έχει τη ροή συνειρμού. Τα πράγματα σε αιφνιδιάζουν, δεν ξέρεις από πού σου έρχονται, συναισθηματικά, νοητικά, φιλοσοφικά.. Ανοιγοκλείνει- θα τολμήσω να πω, ύπουλα- το χρόνο, αλλά και το χώρο μέσα σου. Κι από αυτή την αρρυθμία και την αποσπασματικότητα αγγίζει το χάος. Με νόημα όμως…