Oι ατάκες του συνεχίζουν να ακούγονται λες και ήταν μόλις χθες, όταν εκείνη η τρελοπαρέα του Λυκαβηττού εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις οθόνες μας. Μέλος των θρυλικών Απαράδεκτων, που έφεραν τη δική τους επανάσταση στα τηλεοπτικά δεδομένα της χώρας μας είναι από τους λίγους Έλληνες, τους οποίους ο κόσμος αναφέρει με το μικρό τους όνομα.
Σε μια χρονιά, όπου το MEGA γιορτάζει τα 20 του χρόνια, το All4fun συνάντησε τον Σπύρο Παπαδόπουλο και μίλησε μαζί του για την σειρά που άφησε εποχή στην έναρξη της περασμένης δεκαετίας, για την αγαπημένη του εκπομπή Στην Υγειά μας στη ΝΕΤ, για την πρόσφατη κριτική που του έγινε, αλλά και φυσικά για το Φιόρο του Λεβάντε, το οποίο αισίως διανύει την τρίτη του θεατρική σεζόν.
– Οι Απαράδεκτοι έγραψαν τη δική τους ιστορία στην ελληνική τηλεόραση. Δύο δεκαετίες μετά σας κουράζει να σας ρωτούν ακόμα για τη συγκεκριμένη σειρά;
Ποτέ δε θα με κούραζε να μιλάω για τους Απαράδεκτους, διότι ό,τι ήταν για τον κόσμο, ήταν πολύ περισσότερο για μας. Ήταν η παρέα, το βήμα όλων μας για να προχωρήσουμε μπροστά, η χημεία που προέκυψε στην πορεία. Έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό η Δήμητρα, που βρήκε τα κατάλληλα πρόσωπα για να βγει αυτό το αποτέλεσμα.
– Ήταν μήπως και η αθωότητα εκείνης της εποχής;
Ήταν κάτι που γινόταν με κέφι. Δεν είχε να κάνει με κανένα είδος επαγγελματισμού.
– Σας λείπουν εκείνες οι στιγμές;
Ε ό,τι σε ενώνει αποτελεί και μια παραπομπή. Δε γίνεται να μη σου λείπει.
– Είχατε καταλάβει τότε τη μεγάλη σας επιτυχία;
Όχι, ούτε καν. Ούτε ασχολούμασταν τότε με τα νούμερα. Γενικά είναι ένα θέμα που ακόμα και τώρα δεν ασχολούμαι.
– Να πάμε και στο κεφάλαιο Βλάσης Μπονάτσος. Η απώλεια του ήταν και ο λόγος που δεν έγινε το επετειακό επεισόδιο των Απαράδεκτων με αφορμή τον εορτασμό των 20 χρόνων του ΜΕGA;
Πράγματι.
– Σας λείπει;
Σίγουρα. Κάθε ημέρα λόγω δουλειάς αναγκαστικά περνάω από το 1ο νεκροταφείο και του λέω, Γεια σου Βλασσάρα. Και το βράδυ, όταν γυρίζω σπίτι το ίδιο κάνω. Δύο φορές τη μέρα χαιρετιόμαστε.
– Πλην των Απαράδεκτων τι άλλο ξεχωρίζετε στην πλούσια τηλεοπτική σας πορεία;
Το Στην υγειά μας και το Ποιος θα γίνει εκατομμυριούχος.
– Ο εκατομμυριούχος ήταν και ένα τηλεπαιχνίδι που συνδέθηκε πολύ με το πρόσωπο σας. Αυτήν την στιγμή ποιο τηλεπαιχνίδι θεωρείτε καλύτερο;
Α, δεν παρακολουθώ, γιατί δεν βλέπω τηλεόραση.
– Δεν είναι λίγο παράδοξο;
Από μικρό παιδί ήμουν πάντα νευρικός. Γεμάτος ραδιόφωνα ήμουν και είμαι. Δεν μπορώ να καρφωθώ μπροστά στην οθόνη. Ούτε τα δικά μας δεν βλέπω.
– Σοβαρά; Δεν έχετε δει ούτε ένα επεισόδιο των Απαράδεκτων;
Όχι δεν έχω δει ποτέ κανένα ολόκληρο. Η Δήμητρα μου το λέει συνέχεια. Ξέρω θα εκνευριστώ, γιατί δε μου αρέσει να με βλέπω. Εννοείται λοιπόν πως όχι. Διατηρώ τον εφήμερο χαρακτήρα του θεάτρου. Γίνεται κάτι και τελειώνει.
– Όταν βλέπεις τον εαυτό σου, όμως, δε βελτιώνεσαι, δε διορθώνεις τα λάθη σου;
Μου το λένε, αλλά δε λειτουργώ έτσι.
– Κινηματογράφο βλέπετε;
Ναι, μου αρέσει πολύ.
– Και εκεί, όμως έχουμε να κάνουμε με μια οθόνη.
Στην αίθουσα είναι διαφορετικά. Ξεκινάς μια διαδικασία και πας να δεις ένα συγκεκριμένο φιλμ. Δεν κάθεσαι να χαζεύεις.
– Το Στην Υγειά μας, διανύει πλέον την έκτη του σεζόν. Το διασκεδάζετε το ίδιο;
Ναι και όσο περνάει ο καιρός πιο πολύ.
– Πώς προετοιμάζετε την εκπομπή;
Με πολύ άγχος. Μου τρώει μια εβδομάδα. Πολύ διάβασμα. Όταν κάνεις τη βιογραφία κάποιου προσώπου πρέπει να ξέρεις πολλά πράγματα για εκείνον. Όπως και στοιχεία για τους καλεσμένους για το πού θα οδηγηθεί η κουβέντα. Στην επέτειο π.χ. της 28ης Οκτωβρίου, είχα διαβάσει πολύ και ήμουν πολύ αγχωμένος. Την στιγμή, όμως, που ξεκινάει το γύρισμα, απελευθερώνομαι. Πάνω απ’ όλα θέλω να είμαι σωστός οικοδεσπότης.
– Υπάρχουν στιγμές που μπορείτε να βαρεθείτε στην εκπομπή;
Όχι, δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Αν εγώ βαριέμαι, τότε οι καλεσμένοι θα βαρεθούν διπλά.
– Δεν είναι, όμως, και ανθρώπινο να μην είναι πάντα καλή η διάθεσή σας;
Όχι, δε συμβαίνει. Αν καλέσεις κόσμο στο σπίτι σου, δεν μπορεί και να βαριέσαι. Πρέπει να σέβεσαι τους καλεσμένους σου. Έρχεται τόσος κόσμος για μια βραδιά, κάποιοι αφήνουν τη δουλειά τους και επίσης δεν πληρώνονται για την παρουσία τους στην εκπομπή. Μέσα σ? αυτές τις τρεις ώρες, λοιπόν, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να βαρεθεί. Άλλωστε σ? αυτό το τρίωρο περνάμε πολύ καλά.
Θέλω να σου πω επίσης ότι ειδικά οι ομογενείς διασκεδάζουν πολύ με την εκπομπή. Μαζεύονται 300, 500 άτομα σε πνευματικά κέντρα και έχουν μαζί τους φαγητά, κρασιά και μας βλέπουν. Μου λένε: Σας βλέπουμε και τραγουδάμε, χορεύουμε, πίνουμε. Όταν το ξέρω, λοιπόν, αυτό δεν μπορεί να είμαι χαλαρός.
– Αντιμετωπίσατε σκληρή κριτική για τα οικονομικά της εκπομπής. Τι απαντάτε;
Θεωρώ ότι ήταν άδικη και άσχετη. Δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια, αλλά όσοι την έκαναν θα έχουν τους λόγους τους. Κάποια στιγμή θα σταματήσουν.
– Σας πείραξε;
Όταν δε σε ακουμπάει καθόλου, δε σε πειράζει. Αν για παράδειγμα κάποιος με πει ναζί, δε θα έχω πρόβλημα, διότι είναι κάτι τόσο μακριά σε μένα. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ίσως έχουν πρόβλημα ή, λάθος πληροφόρηση.
– Στην εκπομπή βγαίνει ένα εορταστικό κλίμα. Είναι όντως έτσι;
Απολύτως. Αυτό που φαίνεται είναι και πραγματικό. Σαν να είναι ένα ζωντανό πρόγραμμα. Πολλοί καλεσμένοι έρχονται κουμπωμένοι, αλλά μόλις αρχίζει η εκπομπή όλα αλλάζουν. Όσοι έχουν έρθει λένε το πόσο καλά έχουν περάσει. Είναι κάτι για το οποίο καμαρώνω. Μέσα σε 10 λεπτά από το ξεκίνημα της εκπομπής ξεχνούν τις κάμερες και αφήνονται.
– Ποια ήταν η πιο δύσκολη εκπομπή που έχετε κάνει;
Δύσκολη, δεν μπορώ να πω. Δύο φοβερές εκπομπές είναι με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πριν την κάνω είχα διαβάσει πολλά βιβλία, 2000 σελίδες. Για ένα καλοκαίρι πήγαινα συνέχεια Αθήνα – Βραχάτι. Για ένα 15ημερο μιλούσαμε για 5 ώρες τη μέρα. Θέλω να ξέρω πράγματα, ακόμη και αν δεν τα χρησιμοποιήσω. Δεν μπορεί να μου πει κάτι ένας τέτοιος καλεσμένος και εγώ να τον κοιτάω σαν τον χάνο.
– Ποιος είναι ο πιο γλεντζές καλεσμένος;
Ο Γιώργος Μοσχίδης! Φοβερός. Εχει κάνει σχολή στο να πετάει τραπέζια. Το έκανε μια φορά και μετά μου λένε διάφοροι: Να πετάξω και εγώ; Ο Μοσχίδης πώς το κάνει;. Λέω ο Μοσχίδης, είναι Μοσχίδης!
– Για πόσο καιρό θα συνεχίζετε την εκπομπή;
Νομίζω όσο μπορώ βιολογικά. Την αγαπάει τόσο πολύ ο κόσμος. Σκεφτόμουν να την σταματήσω και μόλις το είπα, κατακλύστηκε το γραφείο από γράμματα και μηνύματα για ν’ αλλάξω γνώμη. Το ξέρεις ότι δεν μας βλέπουν μόνο Έλληνες; Είχα συναντήσει 15 Ισραηλινούς που δεν γνωρίζουν ελληνικά και μόλις με είδαν μου φώναξαν: Σπύρο, Σπύρο στην υγειά μας. Και κάτι Αμερικανοί με είχαν σταματήσει στο Παρίσι και μου έλεγαν ότι βλέπουν την εκπομπή.
– Μια που είσαστε και από τον Πειραιά θα κάνετε κάποια εκπομπή για την πόλη σας;
Ναι, το έχω σκοπό.
– Ενδεχομένως και κάποια σειρά;
Σειρά; Δεν το έχω στο νου. Δυστυχώς δεν γράφω.
– Επισκέπτεστε τον Πειραιά τώρα;
Γεννήθηκα στην Παλαιά Κοκκινιά, αλλά δεν πάω πια. Είναι άλλο τοπίο, ένα διαφορετικό σκηνικό. Μου λείπουν οι γειτονιές της εποχής μου.
– Είστε γνωστός και για την αγάπη σας για τον Ολυμπιακό. Ποιο θεωρείτε ως το κορυφαίο του παιχνίδι τα τελευταία χρόνια;
Το 6-2 επί της Λεβερκούζεν στη Ριζούπολη.
– Πηγαίνετε φέτος στο γήπεδο;
Πέρσι πήγα μόνο στην Ευρώπη και φέτος ούτε και εκεί. Δεν προλαβαίνω καν να δω τους αγώνες ούτε από την τηλεόραση. Βλέπω μόνο τα γκολ.
– Αγαπημένος σας παίκτης που έχει περάσει από τον Ολυμπιακό;
Γενικά; Θα έλεγα Μποτίνος, Γιούτσος.
– Θα κάνετε κάποια εκπομπή με τους παλαίμαχους του Ολυμπιακού;
Θέλω, αλλά δε μαζεύονται. Έχω κάνει με παλιούς παίκτες αλλά όχι μόνο του Ολυμπιακού. Κάποια στιγμή ελπίζω να την πραγματοποιήσουμε.
– Από την τωρινή ομάδα ποιος σας αρέσει περισσότερο;
Πολλοί, αλλά δεν τρελαίνομαι με κάποιον. Αν ξεχώριζα κάποιον ίσως να ήταν ο Ντιόγκο. Γενικά μου μιλάει στο γήπεδο, όταν παίζει καλά. Έχω ένα θέμα με τους Βραζιλιάνους. Ταιριάζουν με τον Ολυμπιακό.
– Ο Ζίκο σας έχει δείξει κάτι;
Οχι κάτι τόσο φοβερό. Από την άλλη, όμως, δεν έχει και μαγικό ραβδάκι. Θαύματα δε γίνονται με μισή ομάδα.
– Αν ο Ολυμπιακός περάσει στους {16} του τσάμπιονς λιγκ μπορεί να πετύχει κάτι θετικό;
Δύσκολο. Άμα ενισχυθεί τον Ιανουάριο, ίσως κάνει κάτι καλό, όμως στο τσάμπιονς λιγκ πρέπει να έχεις τύχη. Αν σου πέσει και πάλι μια Τσέλσι τι θα κάνεις; Για να περάσεις στην Ευρώπη πρέπει να έχεις ρέντα. Δηλαδή ο αντίπαλος σου να έχει τρία δοκάρια και εσύ με μισή φάση να βάλεις γκολ. Πώς να χτυπήσεις τέτοιες ομάδες; Με βάση την ποιότητα τους είναι μάλλον παράλογο.
– Πάμε και στο θέατρο. Το Φιόρο του Λεβάντε συνεχίζεται και φέτος με μεγάλη επιτυχία.
Πράγματι είναι η 3η σεζόν και ναι το διασκεδάζω πολύ. Ο κόσμος όχι μόνο το αποδέχθηκε, αλλά το διαφημίζει από στόμα σε στόμα. Ξέρεις, ο τίτλος δεν παραπέμπει σε κάτι σύγχρονο, δεν είναι τραβηχτικός. Μιλάει, όμως, ο κόσμος που το βλέπει. Λέει ο άλλος που περνάει από την Κηφισίας, τι να πάω να δω τον Ξενόπουλο; Το θέατρο, ωστόσο, είναι γεμάτο. Όσοι το βλέπουν μου λένε, δε θα ερχόμουν ποτέ να το δω, αλλά ήρθε ένας φίλος μου, μια φίλη μου και μου είπαν ότι είναι πολύ ωραίο. Ετσι, λοιπόν, ήρθα για να το διαπιστώσω και εγώ.
– Για πόσο καιρό θα συνεχίσετε την παράσταση;
Μπορεί να παίζεται για πολλά χρόνια ακόμη, αλλά κάποια στιγμή θες να κάνεις και άλλα πράγματα.
– Η αποδοχή του από τον κόσμο, πάντως, αποδεικνύει και τη διαχρονικότητα του Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Είναι ένα κλασικό έργο, που γράφτηκε πριν από περίπου 100 χρόνια. Έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς. Διαβάζονται και μετά από 50 χρόνια από τώρα. Το ίδιο θα είναι. Είναι ένας μεγάλος δάσκαλος. Ένας μεγάλος κωμωδιογράφος.
– Έχετε συνεργαστεί με πολλά νέα παιδιά. Για ποια νιώθετε μεγάλη υπερηφάνεια για την εξέλιξη τους;
Για πολλά, αλλά δε θα ήθελα να μιλήσω συγκεκριμένα για κάποιο. Αυτό που θα έλεγα για το θέατρο είναι πως από ηθοποιούς ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα. Ίσως να υπάρχει στους συγγραφείς. Αυτό που βλέπω τώρα είναι πως υπάρχουν πολλά νέα παιδιά με ταλέντο. Περισσότερα από ποτέ άλλοτε. Τα τελευταία 10 χρόνια βγαίνουν συνεχώς πολλά νέα παιδιά. Φαίνεται πως σε μας τους Έλληνες η ηθοποιία είναι στο αίμα μας…