Είναι στα πρώτα τους βήματα στον χώρο. Ούτε καν έχουν αποφοιτήσει ακόμα από την σχολή. Τα μηνύματα που στέλνουν, όμως, με την ερμηνεία τους τις Κυριακές στο Vault είναι άκρως ενθαρρυντικά.
Η Δώρα Γιαγτζίδου, η Κορνέλια Κυριάκη κι η Μικαέλλα Θεοδουλίδου, η Ειρήνα, η Μάσσα κι η Όλυα του έργου της Μαρίας Κυριάκη συνθέτουν μια έξοχη τριάδα και απαντούν στις ερωτήσεις του Αll4fun:
Τι σημαίνει για σας αυτή η παράσταση, που είναι και η πρώτη σας επαγγελματική;
Δώρα: Προσωπικά νιώθω πολύ τυχερή που η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση είναι με την κυρία Μαρία Κυριάκη, η οποία είναι για μένα όχι απλά μία σκηνοθέτιδα και δασκάλα, αλλά ένα ολόκληρο σχολείο.
Κορνέλια: Λένε πως μια καλή αρχή είναι και το ήμισυ του παντός. Αυτή η δουλειά είναι αυτό ακριβώς για μένα, ένα γερό πρώτο βήμα στον δρόμο που διάλεξα να ακολουθήσω. Είναι μια πολύ προσωπική δουλειά καθώς ξεκίνησε σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο στα πλαίσια του φεστιβάλ της σχολής μου στο δεύτερο έτος όταν ακόμα προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από πού πηγάζει η ανάγκη μας αυτή να υπάρχουμε σκηνικά, να υποδυόμαστε, να γινόμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που ξέρουμε. Η επιλογή του έργου ήταν καθαρά πρακτική. Ήμασταν τρεις κοπέλες, θέλαμε να δουλέψουμε κάτι για το φεστιβάλ και ενώ το φοβόμασταν, θέλαμε πολύ το συγκεκριμένο έργο. Εκεί μπήκε στο παιχνίδι η σκηνοθέτης-συγγραφέας της διασκευής μας.
Ως μητέρα μου αλλά και άτομο που χαίρει άκρας εμπιστοσύνης και των δυο άλλων κοριτσιών, ζητήσαμε την γνώμη και τις συμβουλές της και καταλήξαμε να έχουμε ένα υπέροχο έργο στα χέρια μας. Αυτό ακριβώς που ψάχναμε. Μια σύγχρονη έντονη διασκευή ενός αριστουργήματος άμεσα επηρεασμένη βεβαίως από το πρωτότυπο, με πολύ σεβασμό σ’ αυτό. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε το μικρό αυτό ταξίδι που τελικά μας πήγε πολύ παραπέρα από ότι φανταζόμασταν στις πρώτες πρόβες μας…
Ήταν και είναι εξ ολοκλήρου δικό μας. Από την πρώτη λέξη ως το τελευταίο σκηνικό αντικείμενο. Στην πορεία είχαμε απλά την τύχη να συναντήσουμε καταπληκτικούς ανθρώπους που το νοιάστηκαν και το αγάπησαν όπως κι εμείς και μας προσέφεραν κάθε είδους βοήθεια. Την σκηνογράφο μας την Λίνα Παγώνη, τον φωτιστή μας τον Δημήτρη Παντελιά, την οργανώτριά μας που στην πραγματικότητα είναι κι η ίδια σκηνοθέτης αλλά έκανε τα πάντα για να μας βάλει σε μια τάξη, την Κατερίνα Πολυχρονοπούλου και μια πληθώρα άλλων ανθρώπων αλλά και τον χώρο του Δημήτρη Καρατζιά, το Vault που μας φιλοξένησε με πολύ αγάπη.
Όλους αυτούς που μας στήριξαν και έκαναν αυτή την μικρή ανώριμη δουλειά, μια ολοκληρωμένη παράσταση τους ευχαριστώ γιατί είναι πολύ σημαντικό στα πρώτα σου αυτά βήματα, στην «αρχή» σου, να έχεις την υποστήριξη ανθρώπων πιο έμπειρων από εσένα και να σε κάνουν να πιστέψεις πως ναι, έχει νόημα να κάνεις θέατρο ως ένας άσημος -νέος- μαθητευόμενος ηθοποιός στην Ελλάδα του 2014 και πως ναι, ίσως και να τα καταφέρεις τελικά. Ήταν μια πανέμορφη εμπειρία που μας γέμισε και μας έδωσε υλικό για μια –ευελπιστώ- εξίσου συγκλονιστική συνέχεια.
Μικαέλλα: Με μια λέξη, θα χαρακτήριζα αυτή την παράσταση «σχολείο», κυρίως για κάποιον πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό όπως εγώ. Νιώθω απίστευτα τυχερή που η κυρία Μαρία μου εμπιστεύτηκε αυτό τον ρόλο κι έτσι είχα την ευκαιρία, μαζί με όλη την ομάδα, να είμαι συνεπιβάτης σε αυτό το δημιουργικό ταξίδι που προορισμό είχε το ανέβασμα της παράστασης στην σκηνή. Είμαι κομμάτι αυτής της παράστασης, όχι μόνο σαν παρουσία, αλλά επειδή έχω καταθέσει την ψυχή μου, όπως όλες μας άλλωστε και θεωρώ ότι έχω πάρει αρκετά εφόδια που με βοήθησαν να εξελιχτώ όχι μόνο σαν ηθοποιός αλλά και σαν άνθρωπος.
Πόσο κοντά βρίσκεστε στους ρόλους σας;
Δώρα: Νομίζω ότι το μόνο κοινό που με συνδέει με την Ειρήνα είναι η αγωνία για την ίδια μας την ύπαρξη. Θα έλεγα ότι είμαστε αρκετά αντίθετες και γι’ αυτό αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάθε φορά που με παίρνει από κάτω η κατάσταση που επικρατεί γύρω μου, φέρνω στο μυαλό μου την Ειρήνα και «κλέβω» λίγη από την αισιοδοξία της.
Κορνέλια: Ακριβώς επειδή είχαμε την πολυτέλεια του να μπορούμε να προσαρμόσουμε το έργο μας στις ανάγκες μας θεωρώ πως από γραφής τους οι συγκεκριμένοι ρόλοι είχαν πολύ να κάνουν με την δικιά μας αλήθεια σαν άτομα. Η συγγραφέας έχτιζε τους ρόλους παρακολουθώντας μας, γνωρίζοντας μας, βασισμένη σε δικά μας στοιχεία αλλά και στα κοινά μας σημεία με τις ηρωίδες του πρωτότυπου. Υπάρχουν στιγμές που θεωρώ πώς θα αντιμετώπιζα τις «εν λόγω» καταστάσεις όπως ακριβώς και η Μάσσα μου αλλά αυτό που ουσιαστικά νιώθω είναι πως αυτή τη γυναίκα την θαυμάζω… Είναι ίσως η γυναίκα που θα ήθελα να γίνω κάποια μέρα. Το δυνατό κοινό σημείο μας θεωρώ πως είναι το ότι προσπαθώ να αντιμετωπίζω ειδικά τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής μου με χιούμορ και πιστεύω πως με χαρακτηρίζει ένας κυνισμός τουλάχιστον έτσι λένε οι γύρω μου. Η βασική διάφορα μας και μια μεγάλη δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω είναι ότι η Μάσα είναι μια ολοκληρωμένη γυναίκα αλλά και μάνα. Με προβλημάτισε και προσπαθούσα να με φανταστώ δέκα χρόνια από τώρα, μακριά από την Ελλάδα με δυο παιδιά πίσω μου και ένα μέλλον αβέβαιο. Αν εξαιρέσουμε τα παιδιά το υπόλοιπο σενάριο μου φαίνεται αρκετά πιθανό.
Μικαέλλα: Αναμφισβήτητα η Όλυα που υποδύομαι, έχει αρκετά στοιχεία από την Μικαέλλα, άλλωστε αυτός είναι και ένας τρόπος προσέγγισης του ρόλου. Όσον αφορά όμως τις συνήθειες της, στην πραγματική μου ζωή, δυστυχώς δεν είμαι τόσο καλή νοικοκυρά και η υπερκατανάλωση αλκοόλ δεν αποτελεί την μοναδική μου διέξοδο. Μπορώ όμως να αγγίξω την ψυχή της Όλυας όσον αφορά τα αισθήματα της για τους ανθρώπους, την μοναξιά που νιώθει και την μελαγχολία της. Η Όλυα αποτελεί πλέον κομμάτι του εαυτού μου και ας μην είμαι εγώ επί της ουσίας.
Γιατί θα συνιστούσατε σε κάποιον/α να έρθει να σας δει;
Δώρα: Γιατί έχει ενδιαφέρον να δει κανείς μια εκδοχή με τις τρεις αδελφές σε μια συνθήκη σύγχρονη, 113 χρόνια μετά.
Κορνέλια: Ως νέα ηθοποιός ένα πράγμα έχω στο μυαλό μου σε σχέση με τις δουλειές που θέλω να κάνω… Να αφορούν. Να μπορεί ο μέσος άνθρωπος να αντιληφθεί, να συγκινηθεί, να θυμηθεί, να ταυτιστεί, να μπει στην θέση μου και να γίνει κομμάτι αυτού που κάνω. Θεωρώ ότι το έργο αυτό ακριβώς πετυχαίνει: Σε αφορά. Μας συναντά στο «τώρα» στην σημερινή Ελλάδα εν μέσω οικονομικής κρίσης, με έντονο τον φόβο και την αγωνία για το αύριο, για το πώς τελικά θα τα καταφέρουμε και αν… Κάθε τι που συμβαίνει είναι παρμένο απ’ την σημερινή κατάσταση. Βλέπουμε μέσα απ’ τα μάτια τριών γυναικών την πίεση που βιώνουμε κι εμείς οι ίδιοι καθημερινά αλλά και την αιώνια διάθεση για ζωή, την ατελείωτη προσπάθεια για να ζήσουμε… Και τελικά, όπως λέει και ο ίδιος ο Τσέχωφ θα ζήσουμε, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για να κάνουμε αυτό ακριβώς. Ένα πολύ συγκινητικό κομμάτι αυτής της δουλειάς ήταν τα σχόλια από ανθρώπους που ήρθαν να μας δουν και βιώνουν οι ίδιοι την μετανάστευση στην χώρα μας, ο τρόπος με τον όποιο ταυτιζόντουσαν με τις ηρωίδες… Εκεί θεωρώ πως κερδίσαμε ένα στοίχημα. Βέβαια είναι μια παράσταση με έντονο το στοιχείο του χιούμορ και θεωρώ πως αυτό είναι που κρατάει το κοινό, η έντονη δράση του, το ότι το τοπίο αλλάζει διαρκώς, προκύπτουν συνέχεια καινούριες εκπλήξεις στην ζωή τους, τις οποίες η κάθε μια με τον πολύ ειδικό/αστείο δικό της τρόπο αντιμετωπίζει . Ο κόσμος συγκινείται αλλά και γελάει. Είναι τέλος μια δουλειά νέων ανθρώπων και ο χώρος θεωρώ πως έχει τεράστια ανάγκη από νέο κόσμο, φρέσκες παραστάσεις, καινούρια πράγματα αλλά και οι νέοι άνθρωποι, την στήριξη του κόσμου. Πρέπει και οφείλουμε να κάνουμε το θέατρο κάτι που αφορά ΟΛΟΥΣ. Είμαι 20 χρονών και θέλω η γενιά μου να μπει στο θέατρο, να δει αυτό που βλέπω κι εγώ σ’ αυτό και είμαι σίγουρη πως θα το λατρέψει. Μ’ αυτήν την παράσταση αυτό ακριβώς προσπαθούμε να κάνουμε (επίσης στο τέλος της παράστασης κερνάμε σφηνάκια).
Μικαέλλα: Καταρχάς η γραφή του κειμένου είναι συγκλονιστική και η όλη ιδέα της μεταφοράς των τριών ηρωίδων του Τσέχωφ στο «σήμερα», είναι πρωτότυπη και έχει φοβερό ενδιαφέρον. Νοουμένου ότι το θέατρο αποτελεί μια φέτα ζωής, αυτή η παράσταση έχει τον τρόπο να κάνει τον θεατή, όχι να κοιτάει από την κλειδαρότρυπα την ζωή αυτών των τριών αδερφών αλλά να την βιώνει παράλληλα μαζί τους. Σε διάρκεια μιας ώρας, τα συναισθήματα εναλλάσσονται, τα γεγονότα ανατρέπονται και όλα αυτά γαρνιρισμένα με μια δόση χιούμορ. Γιατί να θέλει κάποιος να το χάσει;
– Δώρα θεωρείς πως υπάρχουν άτομα, όπως η Ειρήνα στις μέρες μας στην Ελλάδα; Πιστεύεις σ’ αυτήν τη νέα γενιά που έρχεται; Τόσο καλλιτεχνικά, όσο και γενικότερα;
Η Ειρήνα είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ελπίδες και όνειρα, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σε μία ξένη χώρα. Θεωρώ ότι κι εμείς, παρά την ανέλπιδη κατάσταση που βιώνουμε, δεν έχουμε κουραστεί ακόμη να ελπίζουμε αρκεί βέβαια να κάνουμε την ελπίδα αυτή κινητήρια δύναμη για δράση. Πιστεύω στον Άνθρωπο και στη δύναμη που έχει μέσα του. Κάθε γενιά δημιουργεί τις ευκαιρίες της και ελπίζω η νέα γενιά να δημιουργήσει ένα νέο αξιακό σύστημα βασισμένο στην ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη.
– Μίλησε μας για τη μέχρι τώρα πορεία σου στον χώρο, πώς και γιατί έγινες ηθοποιός και ποια είναι τα επόμενα σου σχέδια;
Είναι η πρώτη μου επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή. Ξεκίνησα με θεατρικό παιχνίδι και η αλήθεια είναι πως μου άρεσε τόσο πολύ ώστε όταν μου πρότεινε η Μαρία Κυριάκη να παίξω την Ειρήνα δέχτηκα κι έτσι βρέθηκα στην oμάδα. Τώρα υπάρχουν σχέδια για μια νέα παράσταση αλλά προς το παρόν δεν τα ανακοινώνουμε.
– Κορνέλια πώς είναι να παίζεις σε μια παράσταση, την οποία έχει σκηνοθετήσει και έχει γράψει η μητέρα σου;
Καθόλου γλυκό και ασφαλές αν έτσι ακούγεται… Πολύ δύσκολο. Το θέμα είναι βασικά να καταφέρεις να κρατήσεις τις πολύ λεπτές ισορροπίες. Στην συγκεκριμένη παράσταση συνεργάζομαι με την μητέρα μου και δυο πολύ καλές μου φίλες. Γενικά το κλίμα είναι «οικογενειακό». Και κακά τα ψέματα, έτσι είναι σήμερα το θέατρο σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό. Μαζευόμαστε άνθρωποι που δένουμε-επικοινωνούμε- μοιραζόμαστε την κοινή αυτή ανάγκη και κάνουμε δουλειές γιατί σχεδόν δεν μπορούμε αλλιώς. Εγώ είχα την τύχη να έχω την μητέρα μου στο πλάι μου από την πρώτη στιγμή που διάλεξα να κάνω θέατρο στην ζωή μου. Αυτή έχοντας ζήσει κυριολεκτικά μια ζωή σε διάφορα πόστα στον χώρο αυτό από ηθοποιός –συγγραφέας-σκηνοθέτης-δημοσιογράφος, με προετοίμασε όχι για τις εισαγωγικές μου εξετάσεις αλλά για το ταξίδι που αποφάσισα να κάνω. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στον χώρο του θεάματος, μέσα σε πρόβες, γυρίσματα, ανάμεσα σε καλλιτέχνες κάθε μορφής και ήταν αναπόφευκτο ότι θα τον «ερωτευόμουν». Με στήριξε όπως θα με στήριζε ότι κι αν διάλεγα να κάνω στην ζωή μου αλλά θέλω να είναι πολύ ξεκάθαρο ότι ποτέ- γιατί δεν είναι στον χαρακτήρα της -δεν θα με «έχωνε» σε μια δουλειά μόνο και μόνο γιατί είμαι κόρη της. Βλέπει κάτι σε μένα και θέλει να το πάει παραπέρα όπως κάνει και με τους άλλους ηθοποιούς της. Παίρνω τις αποφάσεις μου και τα ρίσκα μου μόνη μου κι απλά έχω έναν άνθρωπο μέσα στο σπίτι μου με τον όποιο μοιραζόμαστε την ίδια τρέλα. Η συνεργασία μας κύλισε πολύ όμορφα… υπήρξαν εντάσεις γιατί κάποιες στιγμές την αντιμετώπιζα ως την μαμά μου και όχι ως την σκηνοθέτη μου αλλά κι αυτή το ίδιο… Προσπαθώντας να μην αδικηθεί κάνεις και να μην υπονοηθεί ότι επειδή είμαι κόρη της έχω το τάδε προβάδισμα η την τάδε ειδική μεταχείριση, περνάγαμε στο άλλο άκρο. Αλλά τελικά αυτά συμβαίνουν με κάθε δεμένη ομάδα… ζεις τόσα με τον άλλο που στο τέλος η σκηνή είναι το δεύτερο σπίτι σου και ο συνεργάτης σου, οικογένεια σου. Κι όπως κάθε οικογένεια έτσι κι αυτή είχε τις καλές και τις κακές στιγμές της. Θεωρώ ότι η συνεργασία με την μητέρα μου, μου έδωσε πολλά όχι γιατί είναι μητέρα μου αλλά γιατί είναι πολύ καλή σ’ αυτό που κάνει. Σεβόμαστε η μια την δουλειά της άλλης και μαζί προχωράμε.
Ο ρόλος σου έχει αρκετά κωμικά στοιχεία. Θεωρείς πως σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις που περνούν οι τρεις αδερφές το χιούμορ λειτουργεί και ως ένας τρόπος σωτηρίας;
Ναι το πιστεύω, και εκεί ακριβώς βρίσκεται και το μεγάλο κοινό μου στοιχείο με τον ρόλο μου. Είναι στάση ζωής της Μάσσα αλλά και δική μου προσωπική. Δεν θα έλεγα πως το χιούμορ της είναι ένα μέσο διαφυγής της από την ουσία των προβλημάτων αλλά ο τρόπος της να τα αντιμετωπίζει. Το συστατικό για μια επιτυχημένη για μένα παράσταση είναι το να καταφέρει να σε συγκινεί αλλά και να σε κάνει να γελάς με την καρδιά σου. Ο κυνισμός της Μάσσα είναι που την κάνει ακαταμάχητη για μένα και είναι και ένας λόγος που αγάπησα πολύ τον συγκεκριμένο ρόλο. Γέλαγα και εγώ με τις ατάκες μου στις πρόβες. Και μετά έψαχνα να βρω τρόπους να το κάνω ουσιαστικό να είναι κομμάτι της προσωπικότητας της… εκεί είναι που θεωρώ ότι περνάει στο κοινό. Μια εξυπνακίστικη ατάκα θα κάνει τον κόσμο να γελάσει μεν αλλά το υπέροχο είναι που από ένα σημείο και έπειτα, αστείο δεν είναι μόνο αυτό που λέει αλλά και το ότι ο κόσμος περιμένει να το πει η συγκεκριμένη ίσως στην πιο ακατάλληλη στιγμή και να γελάσει με την αντίδραση των άλλων και την αλήθεια που κρύβεται μέσα στο αστείο. Για μένα η κωμωδία είναι απλά το να είσαι σοβαρός με αστείο τρόπο. Το γέλιο είναι μια υπέροχη άμυνα που μας χαρίζει η φύση .Τα στραβά και τα ανάποδα θα έρθουν έτσι κ αλλιώς, το θέμα είναι το πόσο τα αφήνουμε εμείς να μας επηρεάσουν… Αν προσπαθήσουμε να τα αντιμετωπίσουμε με όσο χιούμορ διαθέτει ο καθένας μας και γιατί όχι να αυτοσαρκαστούμε κιόλας, θα βγούμε απ’ την κατάσταση αψεγάδιαστοι. Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι ότι παραβλέπουν τα πράγματα σοβαρά… Δεν γελάμε μόνο όταν είμαστε ευτυχισμένοι, είμαστε ευτυχισμένοι ακριβώς επειδή γελάμε. Αυτό πιστεύει η Μάσα και εγώ επίσης.
– Μικαέλλα δικαιολογείς – εν μέρει τουλάχιστον – τις αντιδράσεις της Όλυα και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις καταστάσεις;
Η Όλυα, είναι ένας χαρακτήρας που νοιάζεται για όλους και για όλα, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τα δικά της «θέλω», την δική της ζωή. Αν δεν δικαιολογούσα μέσα μου τις αντιδράσεις της και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις, δεν θα μπορούσα να γίνω η Όλυα πάνω στην σκηνή. Για μένα, το γεγονός ότι, βρίσκει καταφύγιο στο ποτό, έχοντας για σύμμαχο της την πίστη της στην θρησκεία, αποτελεί παράλληλα και την πηγή της δύναμης και της αισιοδοξίας της. Αναζητά συνεχώς λύσεις στα διάφορα προβλήματα… Ακόμα και στο σημείο εκείνο που όλοι οι μηχανισμοί άμυνας της καταρρίπτονται κι η ίδια λυγίζει, δεν αργεί να ξαναβρεί το κουράγιο της και την δίψα για ζωή. «Θα ζήσουμε…»!!!
– Η Όλυα και οι αδερφές της μιλούν για τον ρατσισμό που βιώνουν ως «ξένοι» στην Ελλάδα και επιθυμούν διακαώς να πάνε στη Ρωσία. Θεωρείς ότι σε γενικές γραμμές οι Έλληνες είναι ρατσιστές ή έστω κρυφο-ρατσιστές;
Είναι άδικο να προσδώσω ένα τέτοιο χαρακτηρισμό σε όλους τους έλληνες, επειδή μια ομάδα ανθρώπων, έχει την τάση να συμπεριφέρεται ρατσιστικά. Αποτελεί όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός, η έξαρση ενός ρατσιστικού φαινομένου που μαστίζει έντονα την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια και που πιθανότατα έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Κατανοώ τον φόβο των ανθρώπων προς το άγνωστο, το διαφορετικό, αλλά όταν αυτός ξεπερνάει τα όρια, φανερώνει ανασφάλεια και αδυναμία και δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι άνθρωποι στην Ελλάδα σήμερα, τους συναντάμε καθημερινά. Αυτό όμως, επαναλαμβάνω, δεν κάνει όλους τους έλληνες ρατσιστές, γιατί υπάρχει και άλλο ένα ποσοστό που συνειδητοποιημένα αγωνίζεται κατά του ρατσισμού κι αυτό είναι ελπιδοφόρο.
& Αναλυτικές πληροφορίες για την παράσταση ακολουθούν στον σχετικό σύνδεσμο:http://www.all4fun.gr/fun/theater/8240-q—q—vault.html
Του Κυρ. Κουρουτσαβούρη, 27/3/2014