Ξύπνησε βαριαστενάζοντας. Έβριζε τη μοίρα με κάτι λέξεις άναρθρες, σαν βογγητό, εσωτερικό, να ακούγεται από το πιο βαθύ σημείο της χολής του. Η μέρα ήταν πρωί και η ώρα νύχτα. Δεν έβλεπε εδώ και καιρό το ρολόι στον κιτρινισμένο τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του. Οι δείκτες έλιωναν πάνω στο χαλί και δεν έκανε καμία κίνηση να τον σκουπίσει, έστω να κρύψει την πίσσα που απλωνόταν. Μόνο την κοίταζε και ανυπομονούσε να εξατμιστεί. Μα ο χρόνος εκεί. Απεριόριστος, δυνατός μέσα στο συνεχή χαμό του. Κουτούλησε το κεφάλι του στο σπασμένο δοκάρι του κρεβατιού, που χρόνια τώρα προγραμμάτιζε να επισκευάσει, μα δεν πίστευε στους μάστορες, ούτε στις επισκευές. Μόνο στη φθορά. Έβριζε. Έβριζε όπως ποτέ ξανά δεν είχε βρίσει. Όλα στο σπίτι είχαν σκουριάσει και η υγρασία είχε σαπίσει τα σεντόνια. ”Μα γιατί βρωμάνε τα σεντόνια; Γαμώ τους Χριστούς και τους Θεούς. Γαμώ την θρησκεία και την κοινωνία. Γαμώ τα πρωινά που πρέπει να ξυπνάω και τις νύχτες που δεν τολμώ να κοιμηθώ. Γαμώ. Γαμώ. Γαμώ.” είπε και κοίταξε τον απελπισμένο κόκκινο τοίχο και τα καρφιά που είχαν φυτρώσει στις σχισμές. Εκατοντάδες μικρά καρφιά να του θυμίζουν τα μεγάλα “όχι” και τα συρρικνωμένα “δεν μπορώ”.
H Kαψούρα
Δεν είχε νόημα να τα σκέφτεται άλλο. Σηκώθηκε από το νωπό κρεβάτι, έξυσε απαλά το καρούμπαλο στο κεφάλι του, βόλεψε λίγο το πούτσο του και άρχισε να προσεύχεται. Ήρεμος, ματαιωμένος και άκρως ξεθεωμένος. “Άγιε των πάντων. Θεέ των αιώνων. Σε σε μιλώ. Σε σε που δεν έχεις όνομα, μήτε σώμα. Σε σε που δεν σε πίστεψα ποτέ. Σε σε που τις ύστατες στιγμές της ύπαρξής μου με άφησες να σέρνομαι στα κίτρινα ποτάμια, με τα πενιχρά σκοτάδια. Σε σε που όταν ούρλιαζα από πόνο, τραγουδούσες ξεβράζοντας ηδονή, ‘Αγάπη μόνο’. Σε σε παντοδύναμε Θεέ, που δεν ελπίζω και δεν ορίζω. Σε σε που μόνο μια φορά ένιωσα, όταν η υπέρτατη δύναμη των ουρανών εισάκουσε την ευχή και τα τερατόμορφα κουνούπια του υγρού καλοκαιριού σταμάτησαν να βουίζουν στ’ αυτιά μου και μπόρεσα επιτέλους να ξεραθώ. Σε σε τον Μεγαλοδύναμο. Σε σε Θεέ μιλώ και σε παρακαλώ. ΔΩΣΕ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΚΑΨΟΥΡΑ. Δώσε τέλος στη μάταιη σκοτούρα.”
Είπε και κόλλησε το βλέμμα του στην πράσινη χλαπάτσα που είχε κολλήσει στον τοίχο η μικρή του ανιψιά. Ήρθε σήμερα πολύ πρωί, σχεδόν ξημέρωμα, την ώρα που τα πορτοκαλοκόκκινα πουλιά εμφανίζονται για μια στιγμή και χάνονται. Ήρθε και με μεγάλη δυσκολία πάλευε μόνη να σούρει μια τεράστια βαλίτσα, πιο μεγάλη από την ίδια, γεμάτη με αυτά τα δαιμονισμένα πράγματα, που παίζουν τα παιδιά. Ξεμαλλιασμένες κούκλες και ιδρωμένα αρκουδάκια, που τους λείπουν τα μάτια. Πάντα τεμαχισμένα τα παιχνίδια των παιδιών. Αν δεν τα καταστρέψουν, δεν τα νιώθουν δικά τους. Η ανάγκη για κτήση. Είναι δικό μου λένε και τους κόβουν τα μαλλιά. Είναι δικό μου λένε και τα δαγκώνουν, με λύσσα. Μα αυτά δεν μιλάνε. Υπομένουν, γιατί γνωρίζουν ότι έχουν κατακτηθεί.
Είχε έρθει για να του θυμίσει πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν δεν σε μοιάζει τίποτα! Την παρατηρούσε να ξεκαρδίζεται στα γέλια, επειδή η αγαπημένη της πράσινη χλαπάτσα έβγαζε ήχους πορδής, κάθε φορά που προσγειωνόταν στο πάτωμα. Αρκούσε αυτός ο ήχος για να αρχίσει να χορεύει μέσα στο δωμάτιο και να προσπαθεί ξανά και ξανά να την κολλήσει στον μισογκρεμισμένο τοίχο. Δεν την ένοιαζαν οι σοβάδες και τα δοκάρια που γκρεμίζονταν. Αυτή ήθελε να παίξει. Ήξερε καλά την μικρή του ανιψιά και τον διαστροφικό χαρακτήρα της. Την αγαπούσε, παρόλο που μισούσε τα παιδιά. Ήταν παράξενα τριχωτή. Τα φρύδια της πεταχτά, κατάξανθα και τα χείλη της αφύσικα πρησμένα, πάντα με υπολείμματα σοκολάτας και άχνης ζάχαρης. Παχουλή, σχεδόν χοντρή. Ένα τριχωτό τέρας.
Την κοίταξε και ένιωσε μία περίεργη αγαλλίαση. Ένα είδος πίστης, που δεν ήξερε από πού ερχόταν. Πίστη σε ένα μωρό παιδί. ‘ΔΩΣΕ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΚΑΨΟΥΡΑ’ ούρλιαξε ξαφνικά και ακαριαία έκλεισε το στόμα του με τα δυο του χέρια, ελπίζοντας να αποτρέψει το αποτέλεσμα αυτού που ήδη είχε ευχηθεί, ίσως γιατί γνώριζε ότι υπήρχε περίπτωση να πραγματωθεί. Η μικρή πάγωσε. Γούρλωσε τα μάτια. Το βλέμμα της έδειχνε απόλυτα προσηλωμένο στη φράση αυτή, η οποία γκρεμίστηκε μπροστά της σαν το σπασμένο δοκάρι πάνω από το κρεβάτι. Ένα τρομερό δίλημμα, τρομακτικό για την ψυχοσύνθεση ενός μικρού παιδιού, είχε γεννηθεί. Τι να έκανε; Να συνεχίσει να παίζει με την πράσινη χλαπάτσα, που τόσο αγαπούσε ή να βοηθήσει τον εξαντλημένο θείο της, που πρώτη φορά αντίκριζε τόσο αδύναμο και ταλαιπωρημένο. Δεν ήξερε τι σημαίνει ταλαιπωρία και εξόντωση, αλλά πρόλαβε να παρατηρήσει κάποιες μικρές αλλαγές στην συμπεριφορά του το πρωί, που της θύμισαν την εικόνα των αγαπημένων της παιχνιδιών, όταν τα βασανίζει. Όταν μπήκε στο σπίτι, δεν της έδωσε τις καραμέλες, που συνήθιζε και με ένα απαθές νεύμα, που πιο πολύ αποφεύγει, παρά βλέπει, σκάλωσε στο παράθυρο της κουζίνας με τα σίδερα, το οποίο δεν είχε θέα. Σκέτος ακάλυπτος. Και το σημαντικότερο: Όσο έπαιζε και διέλυε το σπίτι, δεν άκουσε κιχ. Μόνο ένα αδιάφορο χαμόγελο, που περισσότερο έκλαιγε, παρά γέλαγε την ενθάρρυνε να συνεχίσει. Αυτή τη φορά ο θείος επιδίωκε την καταστροφή. Επιθυμούσε την διάλυση. Τα πράγματα ήταν σοβαρά! Δεν το καταλάβαινε, μα το ένιωθε.
Άφησε την χλαπάτσα να πέσει από τα παχουλά χεράκια της. Τον κοίταξε έντονα, σταθερά ως ίσο προς ίσο. Δεν χαμήλωσε το βλέμμα της και ανάπνευσε βαθιά, μέχρι να γεμίσει ολόκληρη με αέρα, προσπαθώντας όσο μπορεί να μεγαλώσει το μικρό της κορμάκι. Πήρε φόρα και όρμηξε κατά πάνω του, σαν να την χτύπησε κεραυνός στο δόξα πατρί και άρχισε να τον ξύνει. Δεν ήξερε γιατί. Κάτι μέσα της, την ωθούσε σε αυτή την παράλογη πράξη. Δεν το είχε ξανακάνει. Μα όλο της το είναι την οδηγούσε σε αυτή την πράξη: Το ξύσιμο! ‘Θείε μην ανησυχείς. Θα σε κάνω καλά εγώ!’ Άρχισε τότε να τον ξύνει με όλη της τη δύναμη. Ο θείος, εξαντλημένος καθώς ήταν, παραπάτησε και έπεσε στο πάτωμα, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον μικρό τριχωτό τύραννο να τον καβαλήσει και να βάλει ακόμα περισσότερη πίεση στα νύχια, καθώς τον έξυνε. Έξυνε, έξυνε. Μόνο έξυνε και το βλέμμα της γέμιζε φωτιά, σχεδόν απόλαυση, που συχνά βλέπεις να ξετρυπώνει στο βλέμμα των μικρών παιδιών. Το μόνο κίνητρο: Η χαρά. Ο μόνος στόχος: Η εξόντωση. Ο θείος ανίκανος να κουνηθεί, σαν να τον είχε καβαλήσει ένα τέρας, άνοιξε τα βλέφαρα του, που τόση ώρα είχε προτιμήσει να έχει κλειστά, για να μην φαίνεται ότι συναινεί. Τα άνοιξε και έβλεπε μόνο δάχτυλα να τον ξεζουμίζουν. Τρίχες να ξεριζώνονται και ιδρώτα. Το παιδί έλιωνε πάνω του εκστασιασμένο και έσταζε πάνω σε ένα απέραντο πάτωμα που τον ρουφούσε και του ούρλιαζε ‘Ξύσου’. “Θείε, έλεγε η μικρή ξανά και ξανά, μην φοβάσαι. Θα σε σώσω εγώ.” Και έξυνε.
Ο θείος δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. Γιατί αυτό το μικρό τέρας είχε αναλάβει την σωτηρία του και γιατί ο ίδιος δεν αντιστεκόταν; Πονούσε; Πονούσε πολύ. Τα άκρα του έτρεμαν και πλέον το γκρεμισμένο ταβάνι φαινόταν θολό. Τα μάτια του έκλαιγαν και η φωνή του είχε σφηνώσει στο λαιμό. Ήθελε να φωνάξει. Ήθελε να σωθεί, μα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Κάτι κέρδιζε από όλο αυτόν το πόνο. Κάτι άλλο τον κρατούσε. Όχι ο πόνος. Μια απίστευτη αίσθηση αγαλλίασης που κρατούσε το μυαλό θολό. Ένα μούδιασμα στον πυρήνα της πιο βαθιάς σκέψης, της πιο μόνης, της πιο κρυφής, της πιο αποδιοργανωμένης. Είχε καιρό να νιώσει, αυτή τη χαρά που φέρνει η εξάντληση των σκέψεων. Μόνο στον έρωτα και στο θάνατο το παθαίνεις, σκεφτόταν και δεν έκανε καμία κίνηση να σωθεί. Οι σκέψεις του τον τελευταίο καιρό, ήταν σαν χορδές τεντωμένες, που ούρλιαζαν σε κάθε τι. Σε κάθε τι που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Μια μάταιη προσπάθεια να εξηγήσει τη ρωγμή στον τοίχο, το αδιέξοδο στον ακάλυπτο, τον εξοντωτικό ήχο που τσίριζαν τα μεταλλικά κουταλάκια του καφέ, στις μάταιες συνευρέσεις.
‘ΞΥΣΕ ΚΙ ΑΛΛΟ’ βόγγηξε δυνατά και η μικρή ακαριαία, καθώς δεν είχε έλεγχο και καθώς η μαμά του, δεν είχε προλάβει να της κόψει τα νύχια, τα οποία έμοιαζαν με νύχια δράκου, παρά παιδιού, άρχισε σιγά σιγά να τα βαθαίνει στο μαραμένο σώμα και πλέον όχι να ξύνει, μα να ματώνει τον αφημένο θείο. Να τον ματώνει και να μην μπορεί ούτε εκείνο να σταματήσει ούτε αυτός να φωνάζει. Ούρλιαζε ‘Κι άλλο, κι άλλο. Δεν αντέχω άλλο!’, εκστασιασμένος καθώς ήταν, με τα κοκκινισμένα μάτια του να φωνάζουν απόλαυση και παραίτηση.
Το παιδί, το τριχωτό τέρας του Λόχνες, μάτωνε πλέον τον αγαπημένο του θείο χωρίς δισταγμό. Ήταν ένα παιχνίδι κι αυτός. Έπρεπε να τον χαρεί ολόκληρο. Να νιώσει κάθε σπασμό δικό του, να ακούσει τα βογγητά του και να γίνει ένα με το θύμα του. Να τον κατατροπώσει κυριολεκτικά. Ήθελε να φάει το παιχνίδι του, να το γευτεί, να το καταναλώσει και χωρίς δισταγμό άρχισε να τον δαγκώνει και να τρέμει από χαρά. Χωρίς φόβο. Όπως κάνουν τα παιδιά. Δεν ήθελε να τον πονέσει. Ήθελε να παίξει. Όπως κάνουν τα παιδιά. Και η χλαπάτσα παραπεταμένη, κάτω από το τραπέζι της κουζίνας έμοιαζε με ένα ανούσιο παιχνίδι, που κανείς πια δεν θυμόταν. Αδιάφορο. Πλέον νικημένο. Ίσως ο χρόνος θα του έδινε σημασία κάποια στιγμή και θα του έκανε τη χάρη να το θάψει κάτω από τη σκόνη ή να το κρύψει κάτω από τον καναπέ που είχε βουλιάξει στο πάτωμα.
‘Θείε, μ’ αρέσει να πονάς’, ξεστόμισε ξαφνικά η μικρή και τα μάτια της κοκκίνισαν από πάθος και έξαρση. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, αλλά έδωσε την αφορμή στον θείο να το ακούσει και να συνειδητοποιήσει ότι πραγματικά πονάει. Ότι οι πληγές πλέον είχαν βαθύνει και ότι μια μυρωδιά αίματος είχε απλωθεί στο σαλόνι. Μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να σωθεί. Κανένα ένστικτο επιβίωσης δεν είχε ξυπνήσει. Προλάβαινε να αναρωτηθεί και να απορήσει για αυτή την παθητική συμπεριφορά, μα συνέβαινε κάτι πιο παράξενο που του είχε τραβήξει την προσοχή. Δεν ένιωθε πόνο. Ήξερε ότι θα έπρεπε. Φανταζόταν ότι λογικά πονούσε, μα το σώμα του δεν αντιδρούσε και το χειρότερο αναγνώριζε ότι η ψυχή του για άγνωστους λόγους το ποθούσε. ‘Ποιος πονάει; Δεν πονάει. Κανείς δεν πονάει. Δεν υπάρχει πόνος. Δεν πονάω. Λαχταράω.’
Ξαφνικά όλα γύρω του έγιναν λευκά και το παιδί φαινόταν στα μάτια του σαν μεγαλοδύναμος Θεός, σαν υπέρτατος θαυματοποιός και ο ίδιος ενεργητικός πια, γεμάτος ζωή και φως, έκανε πράξη, χωρίς να περιμένει ότι ακριβώς ποθούσε. Έχωσε τα νύχια του στο πάτωμα και ούρλιαξε σκληρά, σπάζοντας την κόκκινη φλέβα, που είχε εμφανιστεί στο κούτελό του τους τελευταίους μήνες, ενώ οι σοβάδες από το ταβάνι του σαλονιού έπεφταν και κάλυπταν τα έπιπλα του σαλονιού με μια λευκή πάχνη σκόνης, που μόνο θαύμα θύμιζε: ‘ΔΩΣΕ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΚΑΨΟΥΡΑ. ΧΤΥΠΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΓΚΟΥΡΑ.’ Το παιδί τότε άναυδο, σηκώθηκε όρθιο και οι τρίχες του τεντώθηκαν και τα μαύρα φουντωτά φρύδια του μεταμορφώθηκαν σε τοξωτά βέλη, δημιουργώντας δυο ευθείες που ξαφνικά ενώθηκαν και πλέον έμοιαζε πιο πολύ με δαίμονας, παρά με Θεό. ‘Χτύπα σου λέω. Χτύπα.’
Το παιδί πήρε την μαγκούρα και ακολούθησε τις εντολές του θείου, που τόσο αγαπούσε, πιστά, χωρίς αντίρρηση, χωρίς να τον προειδοποιήσει. Πιστά, σαν υπάκουο σκυλί και το βλέμμα του για μια στιγμή δεν ήταν σκληρό, ήταν το βλέμμα ενός φοβισμένου σκλάβου που υπάκουε. Χτύπαγε. Παντού. Στα χέρια, στα πόδια, στη πλάτη. Κόκκινα σημάδια εμφανίζονταν απευθείας στο ταλαιπωρημένο κορμί του και αυτός συνέχιζε με σπαρακτική φωνή. ‘Χτύπα! Μ’ αρέσει. Χτύπα. Δεν πονώ.’ Το παιδί τότε, με μια άγαρμπη κίνηση χτύπησε κατά λάθος το στερεοφωνικό στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι, κειμήλιο της γιαγιάς, με το λευκό σεμεδάκι και μια μουσική με τύμπανα και πνευστά στρίγλισαν σαν την φωνή της νεκρής, με έντονο ρυθμό πανηγυριού και αυτό έδωσε άλλη χάρη στο μικρό δαίμονα, που πλέον χτυπούσε πιο σκληρά, πιο βίαια, πιο άκαρδα. Οι ενοχές ήταν ο εχθρός και ο μόνος τρόπος να τις αποφύγει ήταν να χορέψει. Στριφογύριζε και βαρούσε. Απέραντη χαρά! Σαν να βρισκόταν σε γιορτή, έκανε στροφές γύρω από τον ημιλιπόθυμο θείο, σαν να ήταν αυτός η φωτιά του, που έπρεπε να νικήσει και ο οποίος τραύλιζε μόνο λέξεις. ‘Κι άλλο. Τώρα. Δεν πονάω. Σ΄αγαπάω. Κι άλλο!’
Τότε η μικρή αναθάρρησε και στο μεγάλο ‘μπαμ’ του τελειώματος της μουσικής, έδωσε την τελευταία βολή της στο κεφάλι, ακριβώς πάνω στο καρούμπαλο που είχε δημιουργηθεί από το δοκάρι. Ακούστηκε όπως τον ήχο των δέντρων, όταν ξεριζώνονται και πέφτουν κάτω μετά την αστραπή. Ένας βαρύς γδούπος και ένα ανάλαφρο ανασήκωμα του στεγνού χώματος, για λίγα δεύτερα μετά την λήξη του σκοπού. Η εξόντωση επετεύχθει και το παιδί σταμάτησε, χωρίς να ξέρει γιατί, με την ίδια απορημένη αίσθηση που είχε όταν ξεκίνησε. Παραξενεύτηκε. Ένα λυπημένο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του θείου και δεν άλλαζε. Έμενε καρφωμένο εκεί, σε αντίθεση με την κόκκινη λίμνη, που συνεχώς μεγάλωνε. Ίσως ο θάνατος να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τη ζωή, σκέφτηκε και ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτές τις λέξεις στο μυαλό της.
Μαζεύτηκε κόσμος, όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, μετά από άχρονο χρόνο και η μικρή καθόταν ακούνητη στη κουζίνα, κρατώντας την πράσινη χλαπάτσα στα χέρια της, με μια θλίψη πιο βαθιά από κάθε ανθρώπινη λύπη. ‘ Μα πότε θα ξαναπαίξουμε, δώσε τέλος στη φαγούρα;’
ΤΕΛΟΣ
15/9/2020, Καλλιόπη Μανδρέκα