21.2 C
Athens
Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου, 2024

Ο μικρός συγγραφέας (1ο+2ο μέρος)

«Ξέρεις ότι δεν είσαι καλλιτέχνης, ε;» είπε ο παχύς του αντίχειρας στο κοκαλιάρικο μικρό. Αυτό συρρικνώθηκε και προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στα πολλά, αλλά δεν μπορούσε. «Είσαι  μικρό και φοβισμένο. Ποτέ κανείς δεν θα σε δει! Είσαι το μικρό και δεν χρησιμεύεις πουθενά.»
Τότε αυτός ίσιωσε την παλάμη του ξαφνικά και την είδε από ψηλά.
“Εγώ είμαι μικρό, αλλά είμαι το μόνο που χωρά. Μέσα στις μύτες των ανθρώπων, στα σκοτεινά, στα βρομερά, μες στις φωλιές των σκουληκιών και στα αυτιά! Είμαι το μόνο που χωρά.”
 
Ο μικρός συγγραφέας το έλεγε από μικρός αυτό, όταν περπατούσε. Περπατούσε πολύ. Έλεγε ότι το κάνει για να κρατάει ενεργό το μυαλό του. Ψιθύριζε κείμενα απ’ έξω, όπως κάνουν οι ηθοποιοί, για να κρατάει ενεργό το μυαλό του. Ενεργό, ενεργό, ένα μυαλό που εδώ και καιρό είχε μπλεχτεί μόνο σε μία σκέψη. Τι θα γράψει. Θα γράψει; Και αν γράψει, πότε θα  γράψει και αν γράψει ποιος θα το διαβάσει και αν δεν γράψει ποιος θα καταλάβει ότι δεν έγραψε; Τι θα γράψει; Τι έχει να πει; Να πει για να μην ξεχάσει να λέει ή για να θυμούνται οι άλλοι ότι κάποτε είπε;
 
Ο μικρός συγγραφέας μερικές φορές δεν μιλάει. Κρύβεται σε κάτι σκοτεινά δωμάτια και δεν θέλει να βγει. Δεν έχει τι να πει. Είναι μικρός και δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα και φοβάται ότι ό,τι και να πει είναι και αυτό μικρό. Όχι παθητικά. Ενεργά. Κυνικά. Θυμώνει με τον κόσμο, που δεν έχει κάτι καινούριο να δώσει, κάτι ωραίο, να το πει. Και μετά θυμώνει με τον εαυτό του που δεν έχει κάτι ωραίο να δει, κάτι καινούριο να πει. 
 
Μαλακίες. Πώς να τα γράψω αυτά; Ποιος διαβάζει τέτοιες μαλακίες; Δεν θα γράψω τίποτα. Θα φάω ένα σουβλάκι και θα πάω σπίτι για ύπνο. Κοπελιά, πιάσε ένα απ’ όλα με κέτσαπ. Κέτσαπ, όχι μαγιονέζα. Κέτσαπ! Τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν έχεις κέτσαπ στην χώρα σου; Κόκκινο παχύρρευστο υγρό; Ναι αυτό. Φαϊ, ναι, λίγο φαϊ, να κάψει λίγο την σκέψη και να βουλιάξει την απραξία μέσα σε μια καυλωτική πράξη! Ναι…. Αυτό είναι! Συγγραφέας και μαλακίες. Κέτσαπ, λίγη κέτσαπ να τρέξει στο λαρύγγι, να γεμίσει το στόμα, να την νιώσει η γλώσσα και να βγει μέσα από την μύτη. Κέτσαπ μέσα μου, μόνο κέτσαπ…Αξεπέραστη, καυλωτική κέτσαπ!
 
Τι κοιτάς ρε; Θες φαϊ; Έλα, γαμώ την φιλανθρωπία μου. Πάρ’ το! Ναι, πάρ ‘το όλο. Τι κοιτάς; Δεν θες να φας; Τι θες; Θες λεφτά; Λεφτά δεν παίζουν φίλε, θες τα παπούτσια μου; Η αλήθεια είναι ότι βαρέθηκα να τα φοράω. Ναι, πάρ ‘τα. Δε τα θέλω. Θες και το σακάκι μου; Κι αυτό! Πάρ ‘το κι αυτό. Σακάκι με σουβλάκι δεν πάει. Θες και αυτήν την τσάντα; Δερματίνη είναι, αλλά δεν γαμιέται. Τόσα χρόνια την κουβαλάω και τι, άδεια παραμένει. Θα κρατήσω μόνο αυτό το μολύβι. Δώρο της γυναίκας μου. Τι; To θες; Πάρ ‘το! Δεν το χρειάζομαι, απ΄ ότι φαίνεται. Δεν καταλαβαίνω γιατί με κοιτάς. Γιατί δεν φεύγεις; Τι; Με συμπαθείς; Συγνώμη που γελάω, αλλά μου φαίνεται γελοία η κατάσταση. Γιατί με πλησιάζεις; Να με αγκαλιάσεις θες; Τράβα από δω παλιό πούστη! Τράβα σου λέω! Μακριά! Ανώμαλε!
 
Έλεος πια. Θες να κάνεις μια καλή πράξη και μετά θέλουν να τους στήσεις και κώλο. Ουίσκι. Διπλό. Χωρίς. Όχι, δεν θέλω να ξεχάσω. Να θυμηθώ θέλω, φίλε μου. Μ’ αρέσει αυτή η εικόνα τού πότη άντρα. Μοιάζω πιο άντρας καταρχήν και επιπλέον, όταν το μάτι αρχίζει να γυαλίζει, βλέπει καλύτερα. Μόλις πιω λίγο, θα μπορώ και να επικοινωνήσω. Τώρα, παπάρια. Λέω αυτά που έχω μάθει απ’ έξω. Μέσα σε μισή ώρα έχω γίνει όλοι όσοι χρειάζεται για να μην θεωρηθώ τρελός. Το μόνο αφύσικο που έκανα είναι να δώσω τα παπούτσια μου σε ένα πούστη ζητιάνο.
 
Τι λες ρε μαλάκα; Ούτε το ουίσκι μου δεν τελείωσα! Πας καλά; Τι επειδή δεν φοράω παπούτσια; Άσε ρε. Σε κωλόμπαρο μπήκα, όχι σε εστιατόριο. Σε ενοχλεί η γύμνια; Να ρε γύμνια! Πάρ ‘την. Πάρε και το πουκάμισο, πάρε και το παντελόνι, πάρ ‘τα όλα ρε! Μαλάκα. Στ’ αρχίδια μου σε γράφω. Ούτε το ουίσκι του δεν μπορεί να πιει κανείς, στην κωλόπολη. Βάλε τώρα πιο δυνατά την μουσική.
 
Μουσική, μουσική. Το κεφάλι μου. Λίγο ακόμα θέλει και έγινε. Λίγο ακόμα. Σαράντα. Καστανά μαλλιά με ελάχιστες λευκές. Τελευταία μούσια, γιατί είναι της μόδας. Βάλε άλλο ένα διπλό. Σκέτο. Χωρίς. Ώπα! Να το έγινε… Νέος. Δεν ξέρω τι γίνεται. Δεν ξέρω αν θα φάω ή θα φαγωθώ. Έτσι κι αλλιώς αχόρταγος. Ένα ρεμάλι, όπως τότε. Χωρίς κουστούμι. Χωρίς τίποτα. Απλός και ωραίος! Εγώ!
 
Γεια. Πώς σε λένε; Ωραίο όνομα. Ταιριάζει τόσο πολύ σε αυτά τα θλιμμένα μάτια. Γιατί δεσποινίς, λυπάστε; Μπορώ να πάρω όλη τη θλίψη σας και να την φάω, μόνο και μόνο για να νιώσω την χαρά ότι έχω μέσα μου κάτι από σας. Τόσο απαλό δέρμα. Κι αυτά τα δίχτυα. Ένα ψάρι είσαι ομορφιά μου, ενα μικρό ψαράκι μέσα στα δίχτυα μου πιασμένο. Πάμε πάνω. Έλα μωρό μου, δεν κρατιέμαι. Είσαι τόσο όμορφη. Υπέροχη! Δε θέλω να σε αγγίξω, δεν μπορώ, μην χαλάσω την εξαίσια ομορφιά. Μην φοβάσαι. Έλα, φέρε τα κλειδιά. Γδύσου! Γδύσου σου λέω! Βγάλ’ τα όλα! Δεν αντιστέκεσαι ε; Ούτε μια μικρή αντίδραση να μου το παίξεις δύσκολη; Μαλακισμένη! Δεν μιλάς ε; Σε έχουν μάθει μόνο να δέχεσαι ε;  Παίζεις τον ρόλο σου. Το παίζεις καλά. Έτσι σιωπηλή. Να φαντάζεται ο άλλος όλες τις απαντήσεις . Έτσι, ακίνητη και γυμνή! Φοβάσαι; Γιατί δεν αντιστέκεσαι, ε; Δεν με φοβάσαι; Δεν σου κάνω καμία αίσθηση; Μίλα! Πες κάτι, γαμώτι μου! Δεν φτιάχνομαι έτσι. Σ’ αρέσω; Γιατί δεν μιλάς; Γαμημένη πόρνη! Πόνα! Γιατί δεν πονάς; Με μισείς; Νιώσε κάτι! Πόνα! Γιατί δεν πονάς; Γιατί δεν νιώθεις; Γυναίκα είσαι. Σε βιάζω, δεν νιώθεις; Θα ‘πρεπε να νιώθεις! Πουτάνα. Έχεις παιδί;  Γι’ αυτό γαμιέσαι; Θα στο φάω! Πόνα πόρνη, πόνα! Πόνα, πόνα, πόνα, πονάω!
 
Τι κάνεις; Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό. Τι κάνεις; Μην με ακουμπάς. Σταμάτα. Με αναγκάζεις να σου χρωστάω κι εγώ δεν έχω να δώσω. Μπορώ να στα πάρω όλα, το ξέρεις; Όλα! Το κεφάλι μου. Ούτε να χύσω δεν μπορώ, ρε πούστη! Είναι όλα κρατημένα εδώ μέσα και αν ανοίξω θα σε πνίξω. Γιατί δεν μιλάς; Απλά κοιτάς. Τι κοιτάς; Ένας ξοφλημένος συγγραφέας είμαι. Τι κλισέ. Γελάω. Μόνο ένα έργο έπιασε και αυτό παίζεται έξι χρόνια συνεχόμενα. Πάω στην πρώτη παράσταση κάθε χρόνου και δεν αναγνωρίζω τίποτα, ούτε το έργο, ούτε εμένα. Με συγχαίρουν για το έργο ενός άλλου κι εγώ τους ευχαριστώ εκ μέρους αυτού τού άλλου, που όλοι τον ξέρουν εκτός από εμένα. Δεν ξαναέγραψα. Δεν μπορούσα. Έπρεπε να ικανοποιήσω τις προσδοκίες τους. Δεν μπορούσα. Ούτε τις δικές μου δεν μπορώ να ικανοποιήσω. Οι δικές μου δεν είναι πολλές. Μόνο να μου σηκώνεται θέλω. Δεν μιλάς. Βαρέθηκα. Πάρε αυτά. Δεν έχω ψιλά. Ελπίζω να ικανοποίησα τις προσδοκίες σου. Και συγνώμη αν σε πόνεσα. Νόμιζα ότι θα σ’ αρέσει. Αν δεν σ΄αρέσει, να μιλάς. 
 
Ξημέρωσε. Τώρα θα πρέπει να φαίνομαι! Στο στούντιο Χ, παρακαλώ. Ναι, εγώ είμαι. Ευχαριστώ. Να ‘στε καλά. Το διαβάσατε; Το είδατε, τότε . Μάλιστα… Τότε ως προς τι τα συγχαρητήρια; Για μένα. Ευχαριστώ. Πλέον δεν χρειάζεται να κάνω και πολλά. Μόνο που υπάρχω, αξίζει. Πολύ ξεκούραστο, αλήθεια. Πάω για μία συνέντευξη. Όχι, για το παλιό. Δεν γράφω κάτι για την ώρα. Φυσικά και θα γράψω. Συγγραφέας είμαι. Γράφω, μόνο γράφω. Άντε, και τι γράφετε; Ενδιαφέρον. Και κάθε πότε γράφετε; Έχετε έμπνευση. Και ποιος σας διαβάζει; Τα παιδιά σας…Τουλάχιστον έχετε πολλά; Λίγα είναι…Τζάμπα το τύπωμα. Ναι, το ξέρω. “Η χαρά είναι στην διαδικασία”. Κι εγώ έτσι έλεγα. Μέχρι που η αναγνώριση μου έδωσε περισσότερη και τότε μου την πήρε όλη. Έμπνευση φυσικά. Πάντα έχω έμπνευση. Συγγραφέας είμαι. Όλα στην ζωή μού δίνουν έμπνευση. Το θέμα είναι ότι δεν έχω τι να πω, γιατί έχω βαρεθεί να ακούω μαλάκες να λένε μαλακίες. Σταμάτα. Θέλω να κατέβω. Σκατοταρίφα! Άντε ρε που θες και λεφτά. Θα τα βγάλεις από τις εκδόσεις. 
 
Ο μικρός συγγραφέας περπατούσε. Του άρεσε να περπατά για να κρατά ενεργό το μυαλό του. Κοιτούσε τα δάχτυλά του, που σιγομουρμούριζαν. Τσακωνόταν το μικρό με το μεγάλο. Το μεγάλο υπερηφανευόταν για την μεγαλοσύνη του και το μικρό για την χωρητικότητα του. Το μικρό ήταν μικρό και ένιωθε μικρό και το μεγάλο ήταν μεγάλο και ένιωθε μεγάλο. Αυτός όμως όταν κοίταγε την παλάμη του από μακριά, έβλεπε το μικρό να ΄ναι διπλάσιο από το μεγάλο κι αυτό τον μπέρδευε. Δεν ήξερε αν είναι το μικρό ή αν είναι το μεγάλο. Και το χειρότερο, δεν ήξερε ποιο θέλει να γίνει.
 
Ναι, κάπως έτσι ξεκινά το νέο μου έργο. Την συνέχεια δεν θα ήθελα να την αποκαλύψω, για να την ανακαλύψουν οι αναγνώστες μας. Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Το εμπόδιο… Ναι, πάντα πρέπει να υπάρχει ένα εμπόδιο, που να απομακρύνει τον πρωταγωνιστή από τον στόχο του, αλλά το συγκεκριμένο έργο δεν έχει πρωταγωνιστή. Κι όμως ναι! Και ακριβώς αυτό είναι το εμπόδιο. Όχι, δεν ταυτίζομαι με κανέναν. Είναι όλοι ρεμάλια και πουτάνες στα έργα μου. Όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, απλώς αυτοί οι χαρακτήρες έχουν πλάκα. Γίνονται συνεχώς άλλοι, για να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους, ότι δεν είναι αυτοί και είναι οι άλλοι, όμως όλοι ξέρουν, και αυτοί και οι άλλοι, ότι παραμένουν πάντα οι ίδιοι, αυτοί που συνεχώς προσπαθούν να είναι οι άλλοι. Είναι διασκεδαστικό αυτό. Για τους άλλους, γιατί για τους ίδιους είναι κόλαση!
 
Δεν ξέρω αν πρέπει να απαντάω στις ερωτήσεις σας για μένα ή για τους χαρακτήρες μου. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι εγώ δεν είμαι οι χαρακτήρες μου. Η φαντασία μου είναι οι χαρακτήρες μου.  Με ενοχλεί που μου μιλάνε στο δρόμο, σαν να με ξέρουν. Με εμποδίζουν να αλλάξω. Όχι, δεν έχω θυμό. Είμαι πολύ ήρεμος. Συγνώμη, εγώ ή οι χαρακτήρες μου; A! Αυτοί κάποιες φορές έχουν. Δεν ξέρω γιατί, γαμώ το κέρατό μου, ρωτήστε τους! Γαμώ τις ερωτήσεις μου, γαμώ! Χίλια συγνώμη. Είμαι άυπνος και κουρασμένος. Αν έχετε την καλοσύνη, κόψτε το αυτό στο μοντάζ. Δεν θα ΄θελα να, ξέρετε, να αλλοιωθεί η εικόνα μου. Για μένα η εικόνα μου δεν λέει τίποτα. Να ‘στε σίγουρος. Προτιμώ μία τσαλακωμένη, μέχρι και σκισμένη εικόνα, παρά μία καθώς πρέπει, ψεύτικη, στημένη φωτογραφία. Απλώς οι άλλοι με θέλουν έτσι και πρέπει να ικανοποιήσω τις προσδοκίες τους. Καταλαβαίνετε… Όχι δεν ξέρω ποιοι είναι οι άλλοι. Είναι αυτοί οι χαμογελαστοί περαστικοί, που αγαπούν αυτόν τον άλλον, που νομίζουν πως είμαι εγώ. Δεν θέλω να τους απογοητεύσω. Τους αγαπάω και μ’ αγαπούν, αλλά πιο πολύ αγαπάω αυτόν , που νομίζουν πως είμαι.
 
Επιτυχία; Η μάνα μου μού ‘λεγε να πετύχω για να μην νιώθει αποτυχημένη… Και όντως έκανα μία επιτυχία, αφού πέθανε όμως. Όσο ζούσε μου ήταν αδύνατο να της κάνω την χάρη. Επιτυχημένος. Nιώθω επιτυχημένος. Με αναγνωρίζουν στο δρόμο, το έργο μου το παίζουν συνεχόμενα τα τελευταία έξι χρόνια, μου παίρνουν συνεντεύξεις. Για ποιο λόγο να μην νιώθω επιτυχημένος; Οι αναγνώστες μου ανυπομονούν για το επόμενο έργο κι εγώ θα ικανοποιήσω τις προσδοκίες τους άμεσα. Δεν έχω παιδιά. Δεν θέλαμε. Πέρασαν τα χρόνια και ξεχαστήκαμε. Η γυναίκα μου ήθελε πολύ, μόνο αν το κάναμε την μέρα. Εγώ γύρναγα πάντα βράδυ. Όχι δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτήν. Δεν θα απαντήσω! 
 
Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ άλλες ερωτήσεις. Δεν μπορώ να δίνω εξηγήσεις. Ρωτάτε, όλο ρωτάτε για να γεμίσετε τον γαμημένο χρόνο σας. Μέσα σε είκοσι λεπτά πρέπει να βγάλω όλο μου τον οισοφάγο, για να σας διασκεδάσω. Δεν έχω να πω τίποτα. Μόνο κέτσαπ έχω να δώσω σήμερα και λίγες στάλες ουίσκι. Θες να σε διασκεδάσω κι άλλο; Ξέρεις γιατί δεν έχει πρωταγωνιστή το νέο best seller μου; Γιατί δεν έχω γράψει ούτε σελίδα. Θα είναι ένα μεταμεταμοντέρνο έργο. Θα λέγεται “Το μη έργο” και θα ‘ναι γραμμένο από τον επιτυχημένο “Μη συγγραφέα”. Και όταν το εκδώσω, όλοι θα το αγοράσουν και όλοι θα λένε ότι είναι υπέροχο, γιατί το έγραψα εγώ και θα με συγχαίρουν, γιατί είμαι εγώ, αλλά κανένας δεν θα μου λέει ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ! 
 
Ο μικρός συγγραφέας περπατάει. Πάλι περπατάει. Βλέπει την παλάμη του που έχει αλλοιωθεί. Τα δάχτυλα του δεν τα αναγνωρίζει. Έχουν αλλοιωθεί. Πράσινα μεγάλα δάχτυλα και τα νύχια γεμάτα χώμα και αίμα. Ουρλιάζουν για το πιο θα επικρατήσει. Γίνονται ζητιάνοι, που θέλουν να τον φάνε και πόρνες, που θέλουν να τον γδύσουν. Μεγάλοι δικαστές, που όλο τον ρωτάνε. Τσακώνονται. Γίνονται όλοι αυτοί, που θέλουν να τον φάνε. Το μικρό είναι το μόνο που δεν μιλά. Έχει παγώσει και δεν αντιστέκεται. Κίτρινο και χωματιασμένο υπομένει. Το μεγάλο το σπρώχνει, το πατά και στο τέλος, ΚΛΑΚ, το σπάει.
 

.Το μωρό μου, πού είναι; Δεν γύρισα χτες. Δεν πήρε. Δεν πήρα ούτε εγώ. Η γυναίκα μου. Το μωρό μου. Πού είναι το μωρό μου;

 
Ο μικρός συγγραφέας μπαίνει μέσα στο σπίτι. Είναι διαλυμένος. Τα μάτια του είναι κόκκινα και δεν ξεχωρίζει καλά τις φιγούρες. Την ψάχνει. Κάπου εκεί είναι. Το σπίτι είναι ζεστό και μυρίζει καμένο ξύλο από την φωτιά στο τζάκι. Το φως είναι λιγοστό και αυτή βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα ξυπόλυτη με μία πετσέτα στα μαλλιά. Του χαμογελάει γλυκά. Δεν τον ρωτάει τίποτα. Τον κοιτάει και χαμογελάει. Νιώθει σαν να μην έφυγε ποτέ, αλλά φοβάται ότι έχουν περάσει αιώνες. Τον αναγνωρίζει και είναι πάντα έτοιμη να τον ξαναμάθει. Τον αγκαλιάζει και τον φιλά. Κάθε μικρή ανάσα του, την φιλά.
 
Αγάπη μου…Είσαι γυμνός… Έλα να σε ντύσω… Είσαι βρεγμένος…Έλα να σε σκουπίσω… Μα εσύ τρέμεις…Έλα να σε ζεστάνω…Μωρό μου…Φοβάσαι… Έλα να σε αγαπήσω… 
Άνοιξε την παλάμη σου… Χάιδεψε με… Δώσε μου τα δάχτυλα σου…Να νιώθω ότι είσαι εδώ… Να νιώθω ότι είμαι εγώ… Χάιδεψε με κι άλλο…Αυτό το αγαπώ γιατί είναι η δύναμη σου… Και τα υπόλοιπα τα αγαπώ…Μα πιο πολύ αγαπώ αυτό εδώ… Το μικρό…Είναι πρησμένο…Έλα να στο δέσω…Αγάπη μου πονάς… Έλα να σε γιατρέψω…Πιο πολύ αγαπώ αυτό…Γιατί είναι το μικρό… Ο φόβος σου είναι…Είσαι εσύ…
 
ΤΕΛΟΣ
Καλλιόπη Μανδρέκα, 6/1/2018

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα