ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σήμερα είναι Παρασκευή. Η Μπρέντα πρέπει να πάει σχολείο. Η Μπρέντα πρέπει να σηκωθεί από το κρεβάτι και να πάει σχολείο. Η Μπρέντα πρέπει να βρει ένα γαμημένο λόγο να ξεκινήσει η μέρα της. Πρέπει να σκεφτεί ότι η ζωή είναι ωραία και ότι τα πουλάκια κελαηδούν, να σκεφτεί ότι ο ήλιος λάμπει και ότι όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για να τους περπατήσει χαμογελαστή και λαμπερή, γιατί είναι στα δεκαέξι και στα δεκαέξι όλα τα παιδιά πρέπει να χαμογελούν.
Η Μπρέντα ήταν καλό κορίτσι παλιά. Πήγαινε κάθε μέρα σχολείο. Διάβαζε και έπαιρνε καλούς βαθμούς. Δεν ήταν κανένα κωλόπαιδο. Η Μπρέντα δεν ήταν επιθετική, ήταν το κοριτσάκι που αγαπούσαν όλοι, γιατί ποτέ δεν μίλαγε και έκανε πάντα ότι πρέπει. Αμίλητη, το αμίλητο νερό, δεν μιλούσε, ποτέ δεν μιλούσε, ούτε τώρα μιλάει, δεν θέλει να μιλήσει, τι να πει; Ποιος θα την ακούσει; Δεν ακούνε οι άνθρωποι, μόνο μιλάνε και ξαναμιλάνε και δεν σταματάνε ποτέ να λένε μαλακίες. Σιωπούν μόνο λίγο πριν πεθάνουν. Εκεί καταλαβαίνουν πόσο χρόνο έφαγαν, εβδομήντα, ογδόντα χρόνια, μιλώντας μόνο για τον εαυτό τους, ακούγοντας μόνο τον εαυτό τους, ζώντας μόνο με τον εαυτό του, βλέποντας παντού μόνο τον εαυτό τους. Ψόφο ρε!
Η Μπρέντα αγαπάει τα ψάρια. Δεν μιλάνε αυτά, δεν βγάζουν ούτε τον παραμικρό ήχο. Ακούνε μόνο μπουρμπουλήθρες και είναι ευχαριστημένα. Κάνουν βόλτες στην θάλασσα, χωρίς στόχους, απλά κολυμπάνε και περνάνε καλά, μαζί με άλλα ψαράκια. Έτσι πρέπει να κάνει και η Μπρέντα, να σηκωθεί και να πάει να πνιγεί.
Η Μπρέντα δεν μπορεί να πάει να πνιγεί. Είναι μικρή, πρέπει να τελειώσει το σχολείο, μετά το Πανεπιστήμιο και μετά να κάνει μεταπτυχιακό, πρέπει να μάθει ξένες γλώσσες και μετά να κάνει διδακτορικό. Κατά την διάρκεια θα μαθαίνει να μιλάει όλο και πιο πολύ για τον εαυτό της και θα σωπαίνει μόνο όταν ακούει τα αφεντικά της και αυτούς που θα ξέρει ότι θα την πάνε πιο ψηλά. Θα φτάσει κάποτε τόσο ψηλά, ώστε μετά να μην χρειάζεται να σταματά ποτέ να μιλά. Θα λέει για τα κατορθώματα της, για τις γνώσεις και τις εμπειρίες της. Τότε θα είναι αναγκασμένοι οι άλλοι να την ακούν. Τότε θα παντρευτεί και θα κάνει παιδιά για να τα μάθει κι αυτά να σιωπούν, όταν μιλάει αυτή, μέχρι να μεγαλώσουν και να τα μάθει να μιλάνε κι αυτά ακατάπαυστα, για να σιωπούν οι άλλοι. Θα περιμένει λίγο ακόμα, μέχρι τα παιδιά της να γίνουν πολύ μεγάλα και να έρθουν να την ευχαριστήσουν, που τους έμαθε να είναι τόσο μεγάλα, σαν κι αυτή. Μετά θα περιμένει να πάρει την σύνταξή της και θα πάει να πνιγεί με την ησυχία της!
Η Μπρέντα όμως δεν πρέπει να πάει να πνιγεί ούτε τότε, γιατί είναι αμαρτία να αυτοκτονείς. Αν την σκοτώσουν δεν είναι αμαρτία όμως. Χέστηκε, δεν πιστεύει στο Θεό, θα αυτοκτονήσει όποτε γουστάρει! Θεοί είναι μόνο αυτοί που έχουν πολλά λεφτά και κάνουν τους άλλους ό,τι θέλουν. Αυτοί που έχουν εργοστάσια και μεγάλες εταιρείες και κανονίζουν τις ζωές των αμίλητων. Η Μπρέντα ανήκει ακόμα στους αμίλητους, αλλά είναι μικρή. Σε λίγο καιρό θα μιλήσει και θα ακουστεί παντού!
Το χρονικό ενός μονολόγου που δεν θα ακουστεί ποτέ. Η Μπρέντα είναι ψάρι, ψαρούκλα, πώς θα μιλήσει; H Μπρέντα δεν μπορεί να βγει ούτε από το δωμάτιο, ήδη έχει χάσει τις τέσσερις πρώτες ώρες και πεινάει, αλλά βαριέται να πάει να φάει, βαριέται να μιλήσει και βαριέται να κουνηθεί. Η μαμά της βαριέται σαν κι αυτή, βαριέται να την δει. Έχει να την δει από τα Χριστούγεννα, που της πήρε δώρο μία πορσελάνινη κούκλα, όπως κάθε χρόνο, όπως και πριν χωρίσει με τον πατέρα της. Μία πορσελάνινη κούκλα με καστανές μπούκλες σαν τις δικές της και λεπτά χείλη σαν τα δικά της, βαμμένα κόκκινα και λίγο ανοιγμένα για να παίρνει καλές πίπες και φοράει και ένα φόρεμα πουά σαν αυτά που φοράνε οι πόρνες.
Πόρνη είναι και η νέα της μαμά, η Σεσίλια, που την γκάστρωσε ο μπαμπάς της και έπρεπε να την παντρευτεί, γιατί τα μωρά χωρίς γάμο θα αποκτήσουν ψυχολογικά, οπότε πρέπει να χαλάς τον γάμο μετά από δέκα χρόνια, που τότε το παιδί καταλαβαίνει ότι ο γάμοι είναι για το πούτσο και δεν θα πάθει ψυχολογικά! Οι γονείς της Μπρέντας χώρισαν στα εννιά της, χωρίς λόγο, αλλά η Μπρέντα κατάλαβε ότι ο μπαμπάς της ήθελε να την πηδάει και να την χτυπάει και η μαμά της στην αρχή το έκανε χωρίς να μιλάει! Μετά όμως μίλησε και χώρισαν.
Ο μπαμπάς της είναι καλός. Απλά είναι τρελούτσικος, έτσι όπως πρέπει να είναι κάθε άντρας. Δεν ξέρει τι θέλει, βρίζει συνέχεια, επειδή δεν ξέρει τι θέλει και όταν αποφασίσει να σταματήσει να μην ξέρει τι θέλει βάζει κάτι τρελές ουισκάρες και πέφτει για ύπνο. Είναι ωραίος γιατί βρίζει τους μπάτσους και όσους έχουν εξουσία. Έχει πολλά όπλα και ξέρει απίστευτη σκοποβολή. Εδώ και δύο χρόνια μαθαίνει και στην Μπρέντα να το κάνει. Τα Χριστούγεννα της πήρε δώρο ένα τουφέκι. Το πρώτο της όπλο! Φοβερό! Μαύρο, τεράστιο 22άρι τουφέκι, αλλά πολύ ελαφρύ, σαν πούπουλο. Έτσι είναι ο θάνατος ελαφρύς. Ωραίος και ελαφρύς, μαύρος, επαναστάτης και ελαφρύς. Σαν αφρός μπύρας, ξεχειλίζει εύκολα και απολαυστικά.
Η Μπρέντα ξέρει τι πάει να πει θάνατος. Είναι η αίσθηση ότι όλα τα γράφεις στα αρχίδια σου. Η αίσθηση ότι δεν πονάς και είσαι δυνατός. Δεν φοβάσαι και δεν προσδοκάς. Είσαι κουλ και υπερήφανος. Είσαι ο θάνατος, ένας ροκ τύπος, που γαμάς και δεν σε γαμάνε. Θάνατος είναι να παίρνεις ένα μικρό άχρηστο γυαλί σπασμένης μπύρας και να ξύνεις την πληγή σου, γιατί σε τρώει ή όταν δεν έχεις τασάκι και σβήνεις το τσιγάρο στο μπούτι σου. Θάνατος είναι να θες να ξεσκίσεις την ζωή, γιατί είναι κομματάκι βαρετή.
Καλλιόπη Μανδρέκα, 13/4/2017
& Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να τον βρείτε στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/columns/who-me/14765-2017-04-06-18-33-05.html
&& Το τρίτο μέρος του διήγηματος θα δημοσιευτεί την Πέμπτη 20/4/17