[Η Αντιγόνη σηκώνεται από το κρεβάτι της και τον πλησιάζει. Είναι γύρω στα 30.
Ψηλόλιγνη παρουσία, τελείως απεριποίητη με μάτια λυπημένα τόσο, που οι στόχοι της φαίνονται ξεκάθαροι.
Τον κοιτάει λίγα λεπτά να κοιμάται].
Αντιγόνη: Μπαμπά, ξύπνα. Τελείωνε.
Οιδίποδας: Αντιγόνη!!
Αντιγόνη : Ναι, ήρθα
Δεν με περίμενες, σωστά;
Έμαθα ότι είσαι στα τελευταία σου
και είπα να πω ένα “γεια”
Και είπα αυτό το “γεια” να έχει μέσα του όλο το βάρος
που μου ‘δωσες να κρατώ τόσα χρόνια
Είμαι μικρή να το κρατάω, πατέρα
Και μεγάλη να το φυλάω
Μα πιο πολύ κουρασμένη να το αγαπάω
Βαρέθηκα να κρύβομαι
Τώρα εδώ μπροστά σου θα ξεράσω
Και θα ξεπλύνω τα σωθικά μου
Οιδίποδας: Πες τα όλα, κόρη μου, να ξεκουραστείς
Αντιγόνη: Μην το κάνεις αυτό, πατέρα
Γιατί τα μάτια μου θα ανοίξουν πιο πολύ
απ’ τα χείλη μου
Και η φωνή μου θα τσακίσει
Μην μου κρατάς το στόμα
Ήρθα να σε φάω και φοβάμαι μη φαγωθώ
το πιστεύεις;
Τα μάτια σου γεμάτα αλαζονεία πάντα
Η αλαζονεία είναι το καταφύγιο του φόβου ή του άφοβου;
Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλω;
Ακόμα και τώρα που είσαι ανήμπορος
Ακόμα και τώρα με φοβίζεις
Σε θαυμάζω και σε μισώ ταυτόχρονα
Πώς γίνεται;
Σαν τον θείο κι εσύ
Και οι δύο ικανοί να στέκεστε ακίνητοι
Και να καταφέρνετε να κινείτε όλο τον κόσμο γύρω σας
Είτε δίκαιοι είτε άδικοι
Βράχια κοφτερά σε γαλάζια πέλαγα
Μοναξιά μαζί με δύναμη
Πάνε μαζί αυτά, σωστά;
Κάποτε όμως φεύγει η δύναμη και μάντεψε τι μένει
Αν μπορούσα να σ΄ αγκαλιάσω θα το ‘κανα
Αλλά φοβάμαι μήπως το δέρμα σου
βγάλει άνθη ξαφνικά
Και μου θυμίσει τα δάση που περπατούσαμε
Μην αρχίσεις πάλι να με εκπαιδεύεις
στα ονόματα των λουλουδιών
Τα ροδόδεντρα να τα λες θάμνους
και τους κρίνους χαμομήλια
Σάπισαν τα λουλούδια μας, μπαμπά
Κι ήρθα σήμερα να τα ξεριζώσω
και να χώσω τα δάχτυλά μου στο χώμα
να βρω λίγο νερό
να βρω πηγή
Διψάω, μπαμπά
Να βρω τον αδερφό μου, μπαμπά
Να πνιγώ στα ίδια νερά
Εσύ φταις
Μας έμαθες να βλέπουμε την εξουσία ως κάτι θεϊκό
Και γι’ αυτήν να μπορούμε να σκοτώσουμε
Και να σκοτωθούμε
Μας δίδαξες να κρύβουμε σπαθιά στις τσέπες
Και αν δεν είχαμε, στις χούφτες
Μα αφήναμε λεκέδες κόκκινους στα τραπέζια
Και στα μαλλιά, μια περίεργη μυρωδιά
Δεν με αγκάλιαζε ο Αίμονας, μπαμπά
Φοβόταν μη λερωθεί
Και μου λεγε να τ’ αφήσω τα σπαθιά
Μα δεν μπορούσα
Κοιτούσα τα δάχτυλά μου και είχαν γίνει τα ίδια σπαθιά
Μίσος
Φοβάμαι μην ξεχάσω γιατί ήρθα
Το κεφάλι μου έχει γεμίσει περιστέρια
Και όλο φτεροκοπάνε και κάνουν θόρυβο
Δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ το βράδυ
Μου ψιθυρίζουν λόγια που πρωτάκουσα στα δάση που πηγαίναμε
Για την ζωή, μού λένε
Για την ευτυχία και την ειρήνη
Δεν θέλουν να υποκύψω στο μαύρο
Αλλά τα λόγια τους είναι μπερδεμένα πια
Και με δυσκολία τα μεταφράζω
Έχω πολλά να σκεφτώ
Πόσες μέρες είμαι δω;
Την νύχτα την καταλαβαίνω καλύτερα από την μέρα
Αυτή η μουσική από το διπλανό δωμάτιο με ηρεμεί
Μου θυμίζει τους χορούς που πηγαίναμε με τον Αίμονα
Με πίεζε να χορέψω, μα δεν ήθελα
Φοβόμουν πως αν χορέψω
τα περιστέρια θα βγουν και θα πετάξω
Εύχομαι κάποιες στιγμές παραδοχής
δεν είναι πολλές μην νομίζεις
να με πάρουν από ‘δω
Μα όταν τους δίνω την εντολή, αυτά κοιμούνται
Δεν ακούνε εντολές αυτά
Γι αυτό τα κρατάω ακόμα
Όταν το σκέφτομαι αυτό, χαμογελάω
Αλλά ανοίγουν τα μάτια μου τότε και τρέχουν θάλασσες
Και φοβάμαι μην τα πνίξω
Δεν θυμάμαι γιατί ήρθα
Μου αρέσεις όταν δεν μιλάς
Δίνεις την ψευδαίσθηση ότι ακούς
Σαν τα μάτια σου να μην είναι τόσο αλαζονικά πια
Αλλά όσο περνάνε οι μέρες νιώθω να μεγαλώνουν
κι αυτά
Όλα μεγαλώνουν αντί να μικραίνουν
Σε λίγο θα σε καλύψουν ολόκληρο
και θα γίνεις όλος μάτια
Και ίσως τότε η ευχή σου πραγματοποιηθεί
Και γίνεις Θεός
Δεν κλαίνε τα δικά σου
Μόνο μια φορά
Ήμουν εκεί εκείνη τη φορά
Που ράγισες
Ήμουν εκεί
Και τα είδα να παλεύουν να συγκρατήσουν
τον χείμαρρο που ερχόταν
Τα φρύδια και το σαγόνι τρεμόπαιζαν
Όλο το πρόσωπο πάσχιζε για ελευθερία
Επαναστατούσε στη δουλεία τόσων ετών
Έκλαιγες, πατέρα
Φοβόσουν
Παραδέξου το
Σε είδα
Για λίγες στιγμές μονάχα
Για μια στιγμή μόνο κατάφερες να αυτοκυριαρχηθείς πάλι
Και ήταν το πιο τρομερό πράγμα που ‘χω δει στην ζωή μου
Κοιτούσες μπροστά
Τόσο ήρεμος σαν άγιος
Όλα ηρέμησαν με μιας
Μια παύση θανάτου, σκέφτηκα
Ή ζωής;
Και τότε το ‘κανες
Έχωσες τα κοφτερά βράχια μέσα στα μάτια σου
Και ήσουν γεμάτος ζωή, μπαμπά
Έλαμπες
Και όταν με αγκάλιασες ένιωσα να ριγώ από ενθουσιασμό
Μην χαίρεσαι , όχι από περηφάνια
Δεν αντέχω τους ανθρώπους που δεν κλαίνε ποτέ
Και αυτούς που κλαίνε συνέχεια
Με εκνευρίζουν τα προαποφασισμένα πράγματα
Οι πρώτοι, πέτρες που ραγίζουν
Οι άλλοι, θύματα ενός άχρηστου εαυτού
Δεν είσαι Θεός, πατέρα
Ίσως μόνο άχρηστος
ίσως μόνο δυστυχισμένος
Απέδειξες ότι τα σκοινάκια μας οι άνθρωποι
μπορούμε να τα κινήσουμε μόνο προς
τον δρόμο της καταστροφής
Αλλά όχι, δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό
Δεν θέλω
Πνιγμένα νευρόσπαστα
με σκοινάκια που στάζουν πάθη και όνειρα
Έφυγες
Κι εγώ μεγάλωνα με αυτή σου την εικόνα
κάτω από το μαξιλάρι μου να ελπίζω ότι έγινες Θεός
Να ξέρω ότι με κοιτάς και με προσέχεις
Ένα μικρό παιδί που πιστεύει στα αδύνατα
Μα μερικά πρωινά την έβρισκα στο κομοδίνο
του θείου
Τον είχα πιάσει αρκετές φορές
να σε χαζεύει και να σου μιλάει
Εδώ δεν ήθελε να ‘ρθει
Φοβόταν μην αναγκαστεί να μείνει
Δεν ήταν σαν κι εσένα αυτός
Η δύναμη φαίνεται στα μάτια και στις πράξεις
Του Κρέοντα οι πράξεις έφερναν ντροπή
Και τα μάτια του διχόνοιες
Κάποτε με παρακάλεσε να τον λέω πατέρα
Εγώ γέλασα
Μετά με διέταξε
Και ξανά γέλασα
Μετά με χτύπησε
Και τότε σιώπησα
Από τότε έχω να του μιλήσω
Φοβόταν
Έτρεμε στην ιδέα
ότι θα πεθάνει χωρίς να τον έχει σεβαστεί κανείς
Ήταν άσχημος
Πώς να εμπιστευτείς άνθρωπο χωρίς σχήμα
Πώς να σεβαστείς το ιδρωμένο του πρόσωπο
και τα ρυάκια που σχηματίζονταν στις ρυτίδες του
γεμάτα σκουπιδάκια και βρωμιές
Τα μάτια του ορθάνοιχτα σαν τα δικά σου
Ποτέ δεν έκλαιγε κι αυτός
Αλλά τι σημασία έχει
αφού ο ιδρώτας του πάντα σε μπέρδευε
και νόμιζες ότι πλαντάζειμπέρδευε
και νόμιζες ότι πλαντάζει
Η Ισμήνη υπάκουσε
Τον φώναζε πατέρα χωρίς να της το ζητήσει
Μια μέρα που την άκουσα
την έφτυσα
Μια στο ένα μάτι, μια στο άλλο
Και της είπα να μην τα σκουπίσει
μέχρι να νιώσει τα μάτια της να καίνε
Αυτή δεν ήθελε οικογένεια
Ήθελε είδωλα να μπορεί να τα ονοματίζει
Εμένα με ονόμασε αδερφή, ενώ ήμουν ξένη
Τον Πολυνείκη τον ονόμασε ξένο
ενώ της ήταν αδερφός
Κι εσένα σε ονόμασε νεκρό
Έτσι μάθαμε την οικογένεια εμείς
Με τίτλουςΟι οικογενειακές φωτογραφίες μας
γέμισαν νεκρούς και θυμωμένους
Κι εμείς να σηκώνουμε το βάρος
Γιατί;
Γιατί;
Πεθαμένος κι εσύ από αδερφό
Ποιο να προλάβω να σώσω;
Έφερα λίγο χώμα μην με παρεξηγείς
Λίγο να βάλω στις πληγές σου
Εγώ τις δικές μου τις ξανανοίγω όταν κλείνουν
Δεν θέλω να ξεχάσουν
ούτε να ξεχαστούν
Θέλω να τις βλέπουν οι άνθρωποι και να θυμούνται
ότι αυτές με καθοδηγούν
Αυτές με καθορίζουν
Ταυτότητά μου είναι αυτές
Και τις τιμώ, τις αγαπώ
Και κάθε φορά τις ανοίγω και πιο πολύ
Να φανερωθούν όλα τα μυστικά
Είναι θαλασσινό
Το αλάτι θα σε τσούξει
Τόσα χρόνια υγρές οι πληγές στα μάτια σου
Πενθείς, πατέρα μου
Πενθείς την ζωή που ξέχασες να ζήσεις
Εμάς που ξέχασες να μας φιλήσεις
Και τον ήλιο που φρόντισες να κρύψεις
Άξιζε;
Απάντησε μου
Έμαθες, είδες, γνώρισες
Άξιζε; Πες μου
Αν δεν μπορείς να αλλάξεις
γιατί να δεις;
Μην χαμηλώνεις το κεφάλι
Όχι εσύ
Δεν θα το έσκυβες ποτέ
Άλλαξες
Τώρα το συνειδητοποιώ
Άλλαξες
Τα χρόνια σου ή η αλήθεια σε άλλαξε;
Θες δεν θες αλλάζεις
Ακόμα κι εδώ μέσα
Ειδικά εδώ μέσα
Εξόριστος στην ψυχή σου
Γι’ αυτό με φώναξες
Ήθελες να σου θυμίσω ποιος είσαι
Ήθελες να ξεκουραστείς λιγάκι από την μάχη
Μόνο τα μάτια μου βλέπουν την παλιά μορφή σου
Μόνο στα μάτια μου βλέπεις ποιος ήσουν
Τίποτα δεν έμεινε

Ξύπνα
Ούτε γιατροί ούτε νοσοκόμες βλέπουν το μεγαλείο σου
Μόνο αυτές οι πληγές μαρτυρούν
κάτι μακρινό που μπορεί να εξάψει την φαντασία
μα κι αυτό αδιάφορο
μέχρι και καθημερινό
Ποιος τις βλέπει νομίζεις
Όλοι με τις δικές τους ασχολούνται
Κι αυτοί που δεν έχουν
Δημιουργούν
Μα κρυώνω και ήρθα να σε συγχωρέσω
μήπως ζεσταθώ
Μήπως λειάνω τα δικά μου βράχια
Και αφήσω λίγο την θάλασσα να με χαιδέψει
Έχω μια κόρη να μεγαλώσω
Και θέλω τα λουλούδια να της τα μάθω με το όνομά τους
Τα ροδόδεντρα ρο-δό-δε-ντρα
Και τους κρίνους κρί-νους
Και άμα καμιά μέρα μπερδευτώ και κάνω λάθος
την επόμενη να το διορθώσω
Είδες τα ποδαράκια της
Δεν έχουν πληγές
Γλίτωσε
Αυτή γλίτωσε
Ευτυχώς
Χάρηκα που με φώναξες
Ή μόνη μου ήρθα;
Δεν θυμάμαι
Θα θελα να ακούσω κι εσένα
Αλλά τα αυτιά μου είναι πολύ ευαίσθητα πια
Και φοβάμαι
Νιώθω ότι χάνω την ακοή μου μερικές στιγμές
Βλέπω μόνο στόματα να κουνιούνται
Και δόντια να τρίζουν
Και αν με ακουμπήσει κανείς ταράζομαι
Νομίζω πως θέλει να με βλάψει
Τότε κουνάω το κεφάλι μου συγκαταβατικά
και ξεφυσάω
Αυτή η αντίδραση πιάνει πάντα
Όλοι αυτό περιμένουν από μένα
Συγκατάβαση
Αυτό θα κάνω κάποτε το ‘χω σκεφτεί
Θα ανέβω ένα ένα τα μεγάλα σκαλιά τού κήπου
Και θα ακούγονται βιολιά
Δεν θα κρατηθώ από κανένα κάγκελο
Οι σκάλες θα ‘ναι θεόρατες πέτρινες
Το τελείωμα τους δεν θα μπορώ να το δω
Θα φτάνει ουρανό
Θα είναι πολλές οπότε θα σταματάω πού και πού
να βλέπω τη θέα
Κι αν κουραστώ θα σταματήσω για λίγο
να ξεκουραστώ
Δεν θα με πάρει ο ύπνος
Δεν τον θέλω τον ύπνο
Με κάνει να ξεχνώ
Πρέπει να θυμάμαι γιατί ανεβαίνω
Θα δω πολλούς ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν
Και θα ‘μαι προετοιμασμένη να με σπρώξουν
Άλλοι επειδή βιάζονται
Άλλοι για να χωρέσουν
Και άλλοι για να πέσω
Μόνο σε αυτούς θα κάνω χώρο
Δεν τους θέλω πίσω μου
Κάποιοι θα ρθουν δίπλα μου
για παρέα
Θα τους αφήσω αν περπατάνε με τον ίδιο ρυθμό
Θέλω να μην είναι γοργός αλλά ούτε και αργός
Θέλω να προλαβαίνω να βλέπω
Θα προχωρώ και κάποιοι θα ‘ναι μπροστά
Μην αυξήσω τον ρυθμό
Θέλω να προλαβαίνω να βλέπω
Και κάποτε θα διψάσω
Τότε θα φιλήσω τον νεαρό που θα περνά
και θα πιω όλο του το νερό
Εκεί ίσως κοντοσταθώ
Και τότε κάποια στιγμή
θα δω το τελευταίο σκαλί
Πατέρα, τότε θα τρέξω
Όσο μπορώ θα τρέξω
Θα τρέξω και θα πέσω
Θα δω όλα τα σκαλιά από ψηλά
Και επιτέλους τα πουλιά
θα βγουν να πετάξουνε μπαμπά
Δεν θα ναι αυτοκτονία, στ’ ορκίζομαι
Ελευθερία θα ‘ναι
Κάθε μέρα το σκέφτομαι
Αλλά δεν μπορώ να ξεκινήσω
Την μία δεν εμπιστεύομαι τα παπούτσια για τόσο περπάτημα
Και παραγγέλνω καινούρια
Την άλλη προτιμώ να ξεκουραστώ για να ‘χω δυνάμεις
Την άλλη βλέπω συννεφιά και φοβάμαι μη και βρέξει και βραχούνε τα πουλιά
Άρχισαν πάλι να φτεροκοπάνε
Πονάει το κεφάλι μου πάλι
Πάω να ξαπλώσω λίγο, αν δεν σε πειράζει
Άλλα ήθελα να σου πω και άλλα είπα
Δεν θέλω να ξανάρθω
Κάνει κρύο εδώ μέσα και το κεφάλι μου καίει
Μην με αφήνεις να μιλάω άλλο, σε παρακαλώ
Αμφιβάλλω αν άκουσες έστω και μία λέξη μου
Δεν πειράζει
Με άκουσα εγώ και ίσως αυτό αρκεί
Θα σε φιλήσω μήπως και κάτι ζεσταθεί μέσα μας
Θα σε αγκαλιάσω μήπως τα σώματα θυμηθούν κάτι από τα παλιά
Μπας και λυτρωθούμε από τον θυμό μας
Και αφήσουμε το μικρό παιδί να χαρεί
Να ξανά αισθανθεί…
Το πρώτο μέρος του κειμένου βρίσκεται στον εξής σύνδεσμο: http://all4fun.gr/columns/who-me/14430–1-.html
Της Καλλιόπης Μανδρέκα, 9/2/2017