Ε ρε τα πουλάκια έχουν σκάσει μύτη στο παράθυρο και κάνουν τους τενόρους, με ρωτάτε έμενα αν θέλω να σας ακούσω; Με ρωτάτε; Δε με ερωτάνε και μου την δίνει.
Κάγκελο, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το κάγκελο αλλά πoιό κάγκελο; Αυτό που είσαι από μέσα και αυτό απ’ έξω , γιατί αν ήμουν εγώ απ’ έξω και αυτό από μέσα θα ήταν αλλιώς η φτιάξη. Το μέγιστο κακό είναι άπαξ και σου στερήσουν την ελευθερία, πέφτεις σε μια κατάθλιψη και άντε να συνέρθεις, αμ το άλλο; Εκεί να δεις μάγκα μου τυραννία, έχω να κάνω σεξ με γυναίκα 8 χρόνια και λέω με γυναίκα γιατί μόνος κάνω, άμε, αλλά δεν είναι το ίδιο. Το ίδιο είναι να έχεις ένα κοριτσάκι δίπλα σου ή έστω στην ανάγκη μια μουστόγρια και να κάνετε τα δικά σας, από το να κάθεσαι μόνος σου με το χειρογλύκανο και δωσ’ του; Πόσο να του δώσεις; Το σιχάθηκα, ναι αυτό ακριβώς, βλέπω το χέρι μου και το σιχαίνομαι, αλλά τι να κάνω; Να το κόψω;
Ξουτ ρε βρωμόπουλα ξουτ, μη μου θυμίζετε την χαμένη μου ελευθερία.. ελευθερία είπα; Αχ τι είχα τραβήξει μ’ αυτήν τη ζωντοχήρα την Ελευθερία από το μαχαλά, ένας κόματος, ένα μανούλι να το βλέπεις και να παθαίνεις τριπλό εγκεφαλικό στα πόδια!
Πρέπει να περπατούσα στα 20 κοντά όταν ήρθε και έμεινε απέναντι μας η Ελευθερία μια ζωντοχήρα στα 36, αμάν αδελφάκι μου όταν την είδα την πρώτη φορά τι έπαθα! Τουμπρουτέλα! (Μετάφραση, έχασα το φως μου) Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, είχε δυο μάτια! Δυο χείλια! Δυο βυζιά! Δυο πόδια! Όπως όλοι! Αυτή όμως τα είχε σε μοναδική αρμονία. Τρελάθηκα έβαλα στόχο ζωής να την κερδίσω να την κάνω δική μου ή έστω να της ρίξω μια φορά ένα τρίποντο στο κρεβάτι ή και στο πάτωμα δεν είχα τέτοια κολλήματα εγώ.
Ήταν γνωστό πως ήμουν τσικιρικιτζής όταν έβαζα κάτι στόχο ήταν καταδικασμένο να το πετύχω, αυτή θα μου ξέφευγε; Όχι ότι ήμουν ωραίος αλλά είχα την γοητεία τον τρόπο μου και ήμουν και πολύ ωραίος όχι απλά ωραίος, όχι που δε θα το έλεγα!
Από την επόμενη μέρα έστηνα καρτέρι στην αυλή να δω πότε θα βγει για να την πάρω στο κατόπι να δω τι καπνό φουμάρει, η μαντάμ που λες κυρία με Κ κεφάλαιο, ούτε αγαπητικό είχε ούτε ξενυχτούσε ούτε τίποτα, έριξα πετονιά να μάθω πως την βγάζει από χρήμα, ήρθε σήμα πως της έστελναν οι γονείς της από Λάρισα.
Στο μήνα πάνω προχώρησα στα δέοντα, καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα. Στο δίμηνο ένα βράδυ της τα έσπασα στα ίσα.
-Ελευθερία σου πω;
-Παρακαλώ.
-Παρακαλάμε μ’ αρέσει.
-Ορίστε;
-Όχι θέλω να πω… κοίτα να δεις εγώ εντάξει μπορεί να είμαι πιο μικρός αλλά έχω καλή δουλειά στρωμένη και… αν ήθελες δηλαδή… όχι πως… αλλά μην νομίζεις ότι είμαι και κανένας… αν πάντως έλεγες ναι… εγώ είμαι μέσα…
-Μίλα ανοιχτά δεν μου αρέσουν τα μισόλογα (ωραίες κουβέντες είπε, σταράτες)
-Γουστάρω, μου την δίνεις, έχω χάσει το μυαλό μου, θέλω να σε βάλω κάτω και να σου… χαϊδέψω το μ…. τα μαλλιά. (ευτυχώς κρατήθηκα).
-Πάμε σπίτι μου!
Και πήγαμε αμάν αδελφέ μου με έκανε η μαντάμ τελατίνη, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναζήσει η γυναίκα ήταν ηφαίστειο, λαβα, φωτιά, Βεζούβιος ό,τι έκαιγε τέλος πάντων, αυτό ήταν! Από εκείνη τη νύχτα και μετά έπεσα στην καψούρα της, κάθε βράδυ μετά τη δουλειά καθότι και δε ντρέπομαι να το πω υπήρξε μια περίοδος της ζωής μου που δούλεψα νόμιμα, κουβαλούσα τελάρα κάτω στην ψαρόσκαλα και παρότι μύριζα ψαρίλα από πάνω μέχρι κάτω έβγαζα τα προς το ζην και η κυρά Μαρία καμάρωνε για τον γιο της τον προκομμένο.
Είχα φτάσει τις μισές μέρες να κοιμάμαι σπίτι της, κάποια ρουφιάνα γειτόνισσα όμως το σφύριξε στην μάνα μου και μου άρχισε τον εξάψαλμο ώσπου τα μάζεψα και πήγα να μείνω μόνιμα σε εκείνην. Αδελφέ μου όσο την έχεις γκόμενα την άλλη περνάς μπόμπα άμα πας και εγκατασταθείς σπίτι της την έκανες από κούπες. Η γυναίκα φάνηκε νομικιόρα, ένα της πήγαινα δυο ήθελε, δυο της πήγαινα τρία ήθελε, καψούρης εγώ που να της χαλάσω χατίρι;
-Ό.τι θες μανίτσα μου, εγώ εδώ, ότι θες θα το έχεις αρκεί να μου δίνεις κοκό.
Εγώ έπαιρνα κοκό και αυτή τα πεντοχίλιαρα, λάθος η γυναίκα να σου παίρνει το μπαγιόκο αλλά όταν είσαι μέσα στο μέλι δε ξεκολλάς με τίποτα.
Στους έξι μήνες πάνω μου έριξε το μούσμουλο.
-Τα λεφτά δε φτάνουν θέλω παραπάνω.
Άντρας ήμουν και η γυναίκα ζητούσε, τι να έκανα; Να καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα; Έφτιαξα μια κομπίνα με τα ψάρια αλλά πριν προλάβω να τα πουλήσω με τσίμπησαν, έφαγα μήνες τρεις και σταμάτησε η κυρά Μαρία να καμαρώνει.
Δώσε του κλάμα η Ελευθερία στο πρώτο επισκεπτήριο, -θα σε περιμένω για πάντα, σε αγαπάω – ωραίες κουβέντες. Έλα όμως που από τότε δεν ξανά ήρθε. Είχα τρελαθεί δεν ήξερα τι να κάνω. Πιο πολύ με ένοιαζε που δε την έβλεπα παρά που ήμουν φυλακή. Στο δίμηνο ήρθε η μάνα μου και μου είπε πως μετακόμισε, έφυγε από την γειτονιά. Αυτό ήταν τρελάθηκα ήμουν σαν θηρίο στο κλουβί, μετρούσα τις μέρες μια μια ώστε να πάω να την βρω να γίνει χαμός. Όλα τα είχα κάνει για αυτή και εκείνη με παράτησε έτσι χωρίς ένα αντίο, μια κουβέντα;
Ο χρόνος περπατούσε και επιτέλους έφτασε η μέρα της ελευθερίας μου. Με το που βγήκα άρχισα να την ψάχνω, στο δεκαήμερο ο κολλητός μου έμαθε κάτι πληροφορίες και μου τις σφύριξε. Η μαντάμ είχε σπιτωθεί από έναν πενηντάρη στην Κυψέλη, μάλιστα μου έδωσε οδό, αριθμό, διαμέρισμα. Το μίσος με είχε κυριέψει, θα τους καρπάζωνα και τους δυο.
Το επόμενο βράδυ πήρα μια πεταλούδα στην κωλότσεπη και πήγα, θα τους σημάδευα και τους δυο για όλη τους την ζωή, έτσι ξεπληρώνω εγώ την αχαριστία. Έμενε στον πρώτο, δεν ήμουν κάνας πρωτάρης, θα έκανα αιφνιδιασμό, θα έσπαγα την πόρτα θα έμπαινα μέσα και μη τους είδατε.
Η ώρα είχε φτάσει, άνοιξα την εξώπορτα της εισόδου, ανεβαίνω στον πρώτο, η πόρτα ήταν της πλάκας δίνω μια δυνατή κλωτσά μπαίνω μέσα αλλά από την φόρα παραπάτησα και έπεσα κάτω, μέχρι να καταλάβω τι γίνεται είχε πέσει ένας τεράστιος από πάνω μου και με έκανε τόπι.
Όταν επιτέλους κουράστηκε να με βαράει, του είπα να φέρει εδώ την Ελευθερία να λογαριαστούμε, να μην τα πολύ λέω την Ελευθερία την έλεγαν Μαρίνα. Τσάμπα το ξύλο που έφαγα και δε φτάνει αυτό, μου έκανε μήνυση και έφαγα άλλους μήνες τρεις κάγκελο! Ο κολλητός τελικά ήταν πολύ μάγκας, στη στενή έμαθα πως αυτός την είχε σπιτώσει και με έριξε επίτηδες στον πυγμάχο, τρία μετάλλια είχε και τα δυο μου τα έριξε στα μάτια…
Από τότε η <<ελευθερία>> και εγώ ακολουθήσαμε αντίθετες διαδρομές…
V-Sam