25.5 C
Athens
Πέμπτη, 17 Απριλίου, 2025

Ιστορίες ενός μάγκα 2

Εκεί λοιπόν που έχω πέσει στην τούφα και βλέπω τα όνειρα μου.. τακ, ένας ήχος μου κάνει διακοπή ταινίας και με ρίχνει στην πραγματικότητα, άμα είχα αυτό τον ήχο μπροστά μου θα του έριχνα τέτοια ηχομόνωση που δεν θα ακουγόταν ούτε πέντε πόντους παραπέρα. Έπεσα στην σκέψη, άρχισα να νιώθω άσχημα με όλο αυτό που πούλησα τις ιστορίες μου για 50 ευρώ έκαστος, εδώ μιλάμε για ιστορίες αληθινές, πονεμένες, με ιδρώτα, δάκρυ αίμα και εγώ τις σκότωσα για 50 ψωρό ευρώ; Ας όψεται η ανάγκη που μαλακώνει τους ανθρώπους, τουλάχιστον 60 ευρώ έπρεπε να… αλλά αφού έδωσα τον λόγο μου πρέπει να τον τηρήσω.

Παρένθεση μετά τα χιλιάδες μηνύματα που έλαβα για το που έμαθα 54 χρονών να μιλάω τόσο αντρίκια, ήρθε η ώρα να ξεσκουφιάσω την αλήθεια 74 είμαι. Απλώς μοιάζω για 54, χρησιμοποίησα την αργκό των καλών κυριών,

-Πόσο είστε μαντάμ;

-Τι ερώτηση είναι αυτή; Είμαι όσο φαίνομαι!

Για να λέει έτσι έχει πατήσει τα εβδομήνταφεύγα.

Ας το πάρει το ποτάμι, γεννηθείς εις το Χατζηκυριάκειο σε ένα υπόγειο 12 Μάρτιου 1947, άντε για να μην λέτε ότι λέμε και μύθους, κλείνω παρένθεση.

Η ώρα ήταν ακαθόριστη και εγώ όπως πάντα βρισκόμουν σε ένα ξεχασμένο κελί, μιας παρατημένης φυλακής ενός ξεχασμένου τόπου, ποιητής; Ποιητής! Και αφού έπεσα στην ατουφιά είπα να κάνω ενδοσκόπηση μέσα μου να βγάλω στην επιφάνεια την πρώτη ιστορία από την ζωή μου. Α ρε μάνα που κατάντησε ο γιος σου, πόσο πιο χαμηλά να πέσει; Κάθομαι και κάνω τον συγγραφέα για ψωροδεκαρες. Έτσι και πέσει σήμα στο μαχαλά ότι το γύρισα σε γυαλάκιας γραμματικός θα ισιώσουν μέχρι και οι τσακίσεις από την ξεφτίλα. Για αυτό θα γράφω με ψευδώνυμο, έξυπνο; Έξυπνο! Θα είμαι ο.. καλά θα σκεφτώ.

Πάνω σε αυτές τις βαθυστόχαστες σκέψεις ήρθε η πρώτη ιστορία από την πλούσια ζωή μου σε εμπειρίες, γιατί από μπαγιόκο όχι πλούσια δεν ήταν αλλά… τι τα θέλω και τα σκέφτομαι και πέφτω στο κορόμηλο.

Ήμουν δεν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, ήταν δεν ήταν το χίλια εννιακόσια εξήντα ένα, ήταν δεν ήταν άνοιξη προς καλοκαίρι και εγώ εκείνο το απόγευμα καθόμουν στο σαλόνι διαβάζοντας Μίκυ Μάους, πάντα μου άρεσε ο Μίκυ και αυτό το λέω πρώτη φορά δημόσια καθώς στις γειτονιές που μεγάλωσα αν έλεγες κάτι τέτοιο έπεφτες στον χαβαλέ τους και δεν σε ξέπλενε ούτε ο Πηνειός, είπαμε όμως εδώ θα λέμε αλήθειες, μεγαλώνω κιόλας και ίσως θέλω να τα βγάλω όλα αυτά από μέσα μου. Να, τώρα που το είπα ξαλάφρωσα, ναι μικρός διάβαζα Μίκυ Μάους και πλέον δεν ντρέπομαι να το πω! Τελικά το γράψιμο είναι σαν εξομολόγηση σε κάνει και νιώθεις καλύτερα, θα πω και άλλες κρυφές αλήθειες σε άλλα κεφάλαια της ζωής μου.

Το λοιπόν καθώς διάβαζα τον Μίκυ που είχε τσακωθεί με τον Γκούφη επειδή η Μίνυ ήθελε να βγει με τον Μίκυ αλλά ο Γκούφη βαριόταν μόνος και του έλεγε να πάνε στο δάσος, μπήκε η μάνα μου, η γνώστη καθαρίστρια κυρά Μαρία, από την εξώπορτα χωρίς να μου δώσει σημασία με γραμμή για το δωμάτιο. Τζίνι τώρα εγώ λέω κάτι τρέχει, πάω στήνω αυτί και ακούω την κυρά Μαρία να κλαίει, πρώτη φορά έβλεπα την μαμά σε τέτοια κατάσταση. Βρέθηκα σε σταυροδρόμι, μπαίνω ή πάω να συνεχίσω να δω τι θα γίνει με τον Μίκυ τον Γκούφη και την Μίνυ αυτό το παράνομο ερωτικό τριγωνάκι. Η απόφαση βγήκε, από μικρός είχα μάθει να μην ανακατεύομαι στις δουλειές τον άλλον να μην ρωτάω, άκου βλέπε σώπα, πήγα να διαβάσω Μίκυ.

Στο δίλεπτο όμως κάτι με έτρωγε, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

-Μάνα τι έγινε;

– Τίποτα.

– Τότε γιατί τρέχουν οι βρύσες;

– Χάλασε και η βρύση; Αα (κλάμα)

– Εννοώ γιατί κλαις;

– Σταμάτα να μιλάς έτσι σα μάγκας.

– Είμαι μάγκας και όταν μεγαλώσω πολύ θα γίνω μεγάλη μαγκιά κάτω στο μαχαλά που θα κλάνουν μέντες μέχρι και οι πάπιες.

Χλατς (χαστούκι)

-Τι βαράς καλέ μαμά;

-Να μιλάς καλύτερα.

-Πες μου τι έγινε;

-Πήγαινε έξω σε παρακαλώ.

-Μάνα είμαι ή δεν είμαι ο άντρας του σπιτιού όλα αυτά τα χρόνια; Πες μου ποιος σε πείραξε να τον κάνω αλοιφή.

-Βγες είπα έξω.

Δεύτερο σταυροδρόμι ή βγαίνω και δεν μαθαίνω ποτέ την αλήθεια ή μένω και δείχνω ότι ενηλικιώθηκα και πως από εδω και πέρα εγώ κάνω κουμάντο σε αυτό το σπίτι, ήμουν δεκατέσσερα έπρεπε να πάρω την ζωή στα χέρια μου. Παύση σκέψη απόφαση, μένω!

-Μάνα δε πάω πουθενά αν δεν μου πεις εδώ και τώρα τι συμβαίνει θα γίνουμε κώλος.

-Πως μιλάς έτσι παλιόπαιδο;

-Μπαρδόν μαμά μπαρδόν ποπός εννοούσα. Λέγε, μίλα, ότι εσύ και εγώ ότι εγώ και εσύ, πρέπει να ξέρω.

Μάλλον αυτά τα λόγια την άγγιξαν, σκούπισε τα μάτια και την μύτη της.

-Με απέλυσαν δεν έχουμε καθόλου λεφτά.

-Τι; Θα τους… το κέρατο, θα πάω τώρα να τους βρω και θα τους… το κέρατο. Δε με ξέρουν καλά έμενα δώσε μου την διεύθυνση και θα τους… το κέρατο, μάνα εμάς οποίος μας πειράζει ξέρει τι του κάνω; Ξέρεις;

-Το κέρατο;

-Που το ξέρεις;

Και ξανά έπεσε στην υγρασία. Μάγκα μου ποιος με είδε και δεν με θαύμασε. Πήγα την πήρα αγκαλιά και της είπα να μην ανησυχεί και πως όλα θα πάνε ορθά, αναλαμβάνω εγώ.

Το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή, πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου και του είπα πως το βράδυ θα έπρεπε να κάνουμε την πρώτη μας ποντικιά σε κάποιο σπίτι καθότι έπρεπε να βγάλω χρήματα.

Κατά τη μία το βράδυ άκουσα την κυρά Μαρία να ροχαλίζει, περπάτησα στο βρυκολακάτο να μην με ακούσει και τσακ βγήκα έξω από το σπίτι που με περίμενε ο συνεργός μου. Είπαμε να το πάρουμε προς Πασαλιμάνι μεριά και όπου δούμε ελεύθερο πεδίο να μπουκάρουμε. Εγώ τότε έμενα χατζηκυριάκειο όπως και μετά από δέκα είκοσι τριάντα σαράντα χρόνια, προκοπή μηδέν.

Καθώς το περπατούσαμε ποδαράτο εμφανίστηκε μπροστά μας μια μονοκατοικία με ανοιχτό παράθυρο και κλειστά φώτα, ήταν δώρο θεού ήταν σα να μας έλεγε ο θεός αγόρια μου εγώ το έκανα το χρέος μου σας άνοιξα την πόρτα, σειρά σας τώρα να μεταβείτε εις τα ενδότερα.

Με το που κάνουμε ντου από το άγχος έπεσα πάνω σε μια καρέκλα η οποία χωρίς κανέναν ενδοιασμό έπεσε κάτω στο πάτωμα και το πάτωμα χωρίς κανέναν ενδοιασμό άφησε ένα δυνατό ωχ, μέχρι να προσανατολιστούμε που είναι το παράθυρο να την κάνουμε καγκουράτα, ανοίγει το φως και μαζί του δε θα το πιστέψεις, εμφανίζεται μια δίμετρη ντουλάπα φαλακρή κοντά στα δυο μέτρα. Αμάν αδελφάκι ξύλο που αρπάξαμε ακόμα το θυμάμαι, ευτυχώς μας λυπήθηκε και μας έριχνε μόνο σφαλιάρες, μας είχε βάλει προσοχή και μας τις έριχνε εναλλάξ, μάλιστα ήρθες και η γυναίκα του και τον παρακάλεσε αν μπορεί να δώσει και αυτή καμία να δεις πως είναι.

Για καλή μας τύχη μετά το ξύλο μας άφησε, από την ζαλάδα φτάσαμε σπίτια μας κατά τις τέσσερεις το πρωί, ανοίγω την πόρτα μπαίνω μέσα και πάω καρφί για το δωμάτιο, τσακ ανοίγει το φως και η κυρά Μαρία κάθεται στην πολυθρόνα.

-Που ήσουν;

-Που ήμουν;

-Εσύ θα μου πεις.

-Γιατί να σου πω;

-Λέγε.

-Έξω.

-Τέτοια ώρα; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ;

-Τι ώρα είναι;

-Τι είσαι; Αλήτης να γυρίζεις τέτοια ώρα;

-Δεν είμαι αλήτης μαμά.

-Και τι είσαι;

-Παιδί σου!

-Ειρωνεύεσαι;

-Γιατί μαμά; Δεν είμαι παιδί σου;

-Πλησίασε.

-Γιατί;

-Είπα πλησίασε.

-Τσου.

-Τσουτσούδια. Πλησίασε.

-Γιατί;

-Πλησίασε και θα δεις.

Και είδα,! Με πέρασε δεύτερο γύρο σφαλιάρες και με έστειλε στο δωμάτιο με κάτι μάγουλα σαν μπάλα του μπάσκετ.

Αυτή ήταν η ιστορία το λοιπόν, ηθικό δίδαγμα μπορεί να μην έχει αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Με 50 ευρώ τι θέλατε; Ντοστογιέφσκι; Άντε νύχτα ήρθε η ώρα της τούφας!

Ντρρρρρ

-Εγερτήριο, όλοι όρθιοι!

-Φτου την τύχη μου την άτυχη!

 

Ευάγγελος Σαμιώτης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα