Όλοι τους είναι μεθυσμένοι, όλοι τραγουδούν και δίπλα στο χαγιάτι της ταβέρνας είναι ένα κάρο, παράξενο κάρο όμως.

Τώρα όμως, παράξενο, σε ένα τόσο μεγάλο κάρο ήταν ζεμένο ένα μικρό, αδύνατο, ψαρί χωριάτικο αλογάκι, ένα από κείνα που – το ‘χε δει πολλές φορές αυτό – ξεθεώνονται για να σύρουν ένα φορτίο σανό η ξύλα, ιδιαίτερα μάλιστα αν το κάρο σκαλώσει στη λάσπη ή σε κανένα χαντάκι. Και τότε οι μουζίκοι με τα καμτσίκια τους τα χτυπούν τόσο δυνατά, τόσο δυνατά (τα χτυπούν και πονούν τα άλογα), καμιά φορά μάλιστα τα χτυπούν στα μούτρα και στα μάτια κι αυτός τα λυπάται τόσο πολύ, λυπάται τόσο πολύ σαν τα βλέπει να τα δέρνουν έτσι, που λίγο ακόμα και θα βάλει τα κλάματα κι η καλή του μητέρα πάντοτε, κάθε τέτοια φορά, έρχεται και τον παίρνει από το παράθυρο.
Μα να που ξαφνικά γίνεται μεγάλος θόρυβος. Βγαίνουν από την ταβέρνα με φωνές και με τραγούδια και με μπαλαλάικες κάτι μουζίκοι ως εκεί πάνω, σκνίπα στο μεθύσι, με κόκκινες και θαλασσιές πουκαμίσες, με τα χοντρά τους σουρτούκια ριγμένα στους ώμους.
– «Ανεβάτε, κόσμε, όλοι ανεβάτε!». Μα την ίδια στιγμή ακούγονται γέλια και φωνές:
– «Αυτό το σαράβαλο θα μας πάει; Είσαι στα καλά σου, ρε Μικόλκα; Τι πήγες μωρέ, και έζεψες αυτό το ψοφίμι σε ένα τόσο κοτζάμ κάρο; Κόβω το κεφάλι μου πως η φοραδίτσα του θα’ναι τουλάχιστον είκοσι χρονώ!»
– «Ανεβάτε, όλους θα σας πάω!», φωνάζει πάλι ο Μικόλκα πηδώντας πρώτος στο κάρο. Παίρνει τα χαλινάρια και στέκεται ολόρθος μπροστά μπροστά. «Τη Ψαρή την έφερε ο Ματβέι», φωνάζει από το κάρο «και αυτό το ψοφίμι, αδέρφια, μονάχα μπελάδες μου είναι. Όλο μου ‘ρχεται να την ξεκάνω, χαράμι μου τρώει το ψωμί. Ανεβάτε, είπα! Όλους σας αφήνω! Όλους θα μας πάει!» Και παίρνει στα χέρια του το καμτσίκι και ετοιμάζεται μ’ απόλαυση να χτυπήσει τη φοραδίτσα. «Μα ανεβάτε λοιπόν, τι θα χάσουμε!» γελάει το τσούρμο: «Δεν ακούς που θα μας πάει όλους!», ακούγεται μια φωνή.
– «Έχει δέκα χρόνια να πάει πηλάλα», συμπληρώνει ένας άλλος χωρικός. Μα ο Μικόλκα επιμένει.
– «Θα πηλαλήσει και θα πει κι ένα τραγούδι! Μη λυπόσαστε, αδέρφια, πάρτε ολοι σας κνούτα να ‘στε έτοιμοι!»
– «Έτσι μπράβο! Δωσ’ της!», φωνάζει το πλήθος.

– «Αφήστε με να ανέβω και εγώ αδερφάκια», φωνάζει ένα παλικάρι από τους μαζεμένους, που γλυκάθηκε.
– «Ανεβάτε! Όλοι σας ανεβάτε!». φωνάζει ο Μικόλκα. «Όλους θα μας πάει! Θα τη σπάσω στο ξύλο!». Και της δίνει και της δίνει και δεν ξέρει πια με την να την χτυπήσει, τόσο που έχει λυσσάξει.
– «Πατερούλη, πατερούλη» φωνάζει ο μικρός Ρασκόλνικοβ τον πατέρα του, «πατερούλη, τι κάνουν; Πατερούλη, το χτυπάνε το καημένο το αλογάκι.»
– «Πάμε, πάμε», λέει ο πατέρας. «Είναι μεθυσμένοι, είναι βλάκες, πάμε, μην κοιτάς!». Και θέλει να τον πάρει από κει, όμως αυτός ξεφεύγει από τα χέρια του και μην ξέροντας πια τι του γίνεται, τρέχει στο αλογάκι. Μα το φτωχό το αλογάκι υποφέρει πολύ. Κοντανασαίνει, σταματάει, κάνει πάλι να τραβήξει το κάρο, παραλίγο να πέσει.
– «Βάρα την ως που να ψοφήσει», φωνάζει ο Μικόλκα. «Ως εδώ μ’ έφερε. Θα την ξεκάνω!»
– «Βρε συ, ζουρλέ, αβάφτιστος είσαι, μωρέ, και κάνεις έτσι;», φωνάζει ένας γέρος από το τσούρμο.
– «Που ξανακούστηκε μια σταλιά άλογο να τραβήξει τόσο φόρτωμα», προσθέτει άλλος.
– «Θα τη σακατέψει!», φωνάζουν άλλοι.
– «Κάνε πέρα! Δικό μου βιος είναι! Ό,τι θέλω το κάνω. Ανεβάτε κι άλλοι! Ανεβάτε όλοι, κόσμε! Θέλω να μας πάει πηλαλώντας, το δίχως άλλο!»
Ξάφνου ξεσπούν κάτι τρανταχτά χάχανα που τα σκεπάζουν όλα. Η φοραδίτσα δε βάσταξε πια τα χτυπήματα και, μες την ανημπόρια της, άρχισε να κλωτσάει. Ακόμα και ο γέρος δεν κρατήθηκε και χασκογέλασε. Κι αλήθεια, δίκιο είχαν να γελούν. Για κοιτά εκεί, μισό μερτικό πράμα και να κλωτσάει! Δυο παλικάρια από το τσούρμο παίρνουν από ένα καμτσίκι και τρέχουν στο αλογάκι να το χτυπήσουν απ’ τα πλάγια. Ένας τρέχει στα δεξιά, άλλος στ’ αριστερά.
– «Στα μούτρα βάρα της, στα μάτια, δώστε στα μάτια», φωνάζει ο Μικόλκα.
– «Πιάστε ένα τραγούδι, αδερφάκια!», φωνάζει κάποιος μέσα από το κάρο και όλοι στο κάρο αρχίζουν. Ακούγεται ένα γλεντζέδικο τραγούδι, χτυπούν το ντέφι, στις στροφές ακούγονται και σφυρίγματα. Η χωριάτισσα σπάει φουντούκια και ψευτογελάει.
Ο Ρασκόλνικοφ τρέχει δίπλα στ’ άλογο, βγαίνει μπροστά, βλέπει να το χτυπάνε στα μάτια, ίσα στα μάτια! Κλαίει. Η καρδιά του φουσκώνει, τα δάκρυα τρέχουν. Μια καμτσικιά τον παίρνει ξυστά στο μάγουλο. Δεν την νιώθει, τρίβει τα χέρια του από την απελπισία, φωνάζει, ορμάει στον ασπρόμαλλο γέροντα με τα άσπρα γένια, που κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Μια χωριάτισσα τον παίρνει απ’ το χέρι και θέλει να τον τραβήξει από κει, όμως αυτός της ξεφεύγει και ξανατρέχει στ’ αλογάκι. Τ’ αλογάκι είναι πια στα τελευταία του, όμως άρχισε να κλωτσάει ακόμα μια φορά…
– «Βρε που να σε πάρει ο διάολος», ξεφωνίζει πεισμωμένος ο Μικόλκα. Πετάει το καμτσίκι, σκύβει και παίρνει ένα μακρύ χοντρό στυλιάρι, το πιάνει απ’την άκρη με τα δυο του χέρια και βάζοντας μια προσπάθεια, το σηκώνει πάνω απ’ το κεφάλι του.
– «Θα το τσακίσει!», φωνάζουν γύρω.
– «Θα το σκοτώσει!»
– «Βιος μου είναι», Φωνάζει ο Μικόλκα και με όλη του τη φόρα κατεβάζει το στυλιάρι. Ένα βαρύ χτύπημα ακούγεται.
– «Βαράτε, βαράτε, τι χαζεύετε;». Ακούγονται φωνές από κάτω κι ο Μικόλκα ξανασηκώνει το στυλιάρι του και ένα δεύτερο χτύπημα πέφτει μ’ όλη τη φόρα στη ράχη της δύστυχης φοραδίτσας. Αυτή χαμηλώνει όλο το πίσω μέρος του κορμιού της, μα αναπηδάει και πάλι και τραβάει, τραβάει μ’ όλες τις τελευταίες της δυνάμεις, δω κι εκεί για να τραβήξει το κάρο, μα από κάθε μεριά πέφτουν πάνω της έξι καμτσίκια και το στυλιάρι. Ξανασηκώνεται και ξαναπέφτει για τρίτη φορά, ύστερα τέταρτη, αργά, αφού ο Μικόλκα σήκωσε το στυλιάρι ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο Μικόλκα λυσσάει που δεν μπορεί να την σκοτώσει με ένα χτύπημα.
– «Εφτάψυχη είναι!», φωνάζουν γύρω.
– «Τώρα θα πέσει, το δίχως άλλο θα πέσει, θα τα κακαρώσει πια!», φωνάζει κάποιος απ’ το τσούρμο που του αρέσουν πολύ κάτι τέτοια.
– «Με το τσεκούρι! Να ξεμπερδεύεις μια και καλή», φωνάζει ένας άλλος.
– «Κάντε πέρα, φωνακλάδες! Κάντε στην μπάντα!», φωνάζει παράφορα ο Μικόλκα, πετάει το στυλιάρι του, ξανασκύβει στο κάρο και βγάζει ένα σιδερένιο λοστό. «Φυλαχτείτε!», φωνάζει και χτυπάει με όλη του την δύναμη το φτωχό του αλογάκι. Το χτύπημα αντιβούιξε, η φοραδίτσα άρχισε να παραρπατάει, χαμήλωσε, έκανε να τραβήξει, μα ο λοστός ξαναπέφτει, αυτή τη φορά στην πλάτη της και η φοραδίτσα πέφτει χάμω, σαν να της θέρισαν μονομιάς και τα τέσσερα πόδια.
– «Αποτελειώστε την!», φωνάζει ο Μικόλκα και πηδάει από το κάρο κάτω, σα να μην ξέρει πια τι του γίνεται. Μερικά παλικάρια, κατακόκκινα κι αυτά και μεθυσμένα ακόμα, αρπάζουν ό,τι τύχει, κνούτα ακόμα ξύλα, στυλιάρια και τρέχουν στην φοραδίτσα. Ο Μικόλκα στέκεται στο πλάι και την χτυπάει όπου τύχει στη ράχη, με το λοστό. Η φοραδίτσα τεντώνει μπροστά τη μούρη της, στενάζει βαριά και σωριάζεται χάμω.
– «Να μάθει να πηλαλάει άλλη φορά!. Βιος μου είναι!», φωνάζει ο Μικόλκα με το λοστό στα χέρια και τα μάτια του κόκκινα από το αίμα. Στέκεται εκεί πέρα σα να λυπάται που δεν έχει πια ποιον να χτυπήσει.
– «Ε, στ’ αλήθεια λοιπόν θα ‘ναι αβάφτιστος», φωνάζουν πολλοί απ’ το τσούρμο.
Μα το καημένο το αγόρι δεν ξέρει πια τι του γίνεται. Ανοίγει δρόμο φωνάζοντας μέσα από το μπουλούκι και φτάνει στην φοραδίτσα, αγκαλιάζει την ασάλευτη, ματωμένη της μούρη και την φιλάει, την φιλάει στα μάτια, στο στόμα. Ύστερα πετιέται ξαφνικά πάνω και ορμάει με τις μικρούτσικες γροθιές του στον Μικόλκα. Εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας του, που από ώρα τώρα τον κυνηγούσε, τον αρπάζει επιτέλους και τον παίρνει από κει.
– «Πάμε, πάμε,» του λέει, «πάμε σπίτι!»
– «Πατερούλη! Γιατί αυτοί… το καημένο τ’ αλογάκι… το σκοτώσανε!», λέει μ’ αναφιλητά ακόμα μα η ανάσα του κόβεται και τα λόγια ξεπετιούνται σαν κραυγές απ’ το πνιγμένο στήθος του.”
~ Φιόντρ Ντοστογέφσκι, “Έγκλημα και τιμωρία”
Από τότε που διάβασα το έργο αυτό, με στοίχειωσε το δισέλιδο που περιγράφει τη σκηνή με το αλογάκι. Τώρα, χρόνια μετά, απευθύνω ρητορική ερώτηση προς εμένα και προς κάθε κατεύθυνση…
Για ποιους άραγε μας μιλά ο Ντοστογιέφσκι όταν γράφει αυτή την τραγική σκηνή;
Ποιοι είναι γύρω μας (μήπως και μέσα μας) οι αιμοσταγείς μουζίκοι και ποιοι τα καταρρακωμένα αλογα που δέχονται όλο το μένος των πρώτων;
Για κάθε όνομα Αλέξανδρος, Ελένη, Παύλος, Βαγγέλης, Ζακ, George, Βασίλης, που μεγαλώνει τη λίστα της θλίψης, για κάθε αδικία που γνωρίζουμε κι αφήνουμε να θρέψει το αχόρταγο τέρας της εξουσίας μέχρι αυτό να κατασπαράξει κάθε δίκαιη και αγνή φωνή που είχε το θάρρος να ακουστεί, να “πηλαλήσει”, να παλέψει,
Ποιος από εμάς μπορεί να πει ότι δεν έχει καμιά ευθύνη;
