22.9 C
Athens
Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου, 2024

Ο Χάρης Μπόσινας γράφει για τη “Φανταστικότητα”

Η πόρτα στην αμυγδαλιά ή Πώς να μπείτε στη Φανταστικότητα
Αυτήν τη φορά η πόρτα εμφανίστηκε κρεμασμένη στο πιο ψηλό κλαδί μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς. Ο Βαγγέλης δεν ξαφνιάστηκε όταν την είδε, πιο πολύ προβληματίστηκε. Η πόρτα ήταν αρκετά ψηλά και οι ικανότητές του στο σκαρφάλωμα ήταν μάλλον σκουριασμένες. Τηλεφώνησε στο Γρηγόρη, που είχε εμπειρία σε παράξενες πόρτες και ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τον πιστέψει και να τον βοηθήσει. Δεν ήταν φίλοι, αλλά είχαν και οι δύο την ίδια αδυναμία στα αναπάντεχα μυστήρια. 
 
Ο Γρηγόρης έφτασε αστραπιαία στο σημείο με μια ξύλινη σκάλα στο σωστό ύψος για τη συγκεκριμένη αμυγδαλιά, σα να το ήξερε. Με αξιοθαύμαστη ισορροπία ανέβηκαν και οι δύο τα ξύλινα σκαλοπάτια για να φτάσουν το ασημένιο πόμολο της πόρτας.

Δεν είχαν ιδέα τι κρυβόταν από πίσω της, αλλά δε φοβόντουσαν καθόλου, είτε από άγνοια, είτε από καθαρή γενναιότητα. Αυτά τα πράγματα είναι σχετικά έτσι κι αλλιώς.

Η πόρτα άνοιξε χωρίς κανένα τρίξιμο, φαινόταν καλολαδωμένη. Ο Βαγγέλης μπήκε πρώτος και ο Γρηγόρης τον ακολούθησε με ελαφρά πηδηματάκια και την αίσθηση μηδενικής βαρύτητας. 

Η πόρτα οδηγούσε στο δωμάτιο 43 ενός μοτέλ. Ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και στη μέση του φύτρωνε ένα θερμοκήπιο προς ανάπτυξη της βιοποικιλότητας του χώρου και του χρόνου. 

Η Ζωή –όνομα και πράγμα- που βρισκόταν εξολοκλήρου στη δεξιά πλευρά του δωματίου τους χαμογέλασε αδιάφορα και συνέχισε την προσπάθειά της να πείσει κάτι πολυταξιδεμένες ταπετσαρίες να κολλήσουν πάνω στους διάφανους τοίχους και να μείνουν ακίνητες. Τη χαιρέτησαν ευγενικά και την άφησαν να κάνει τη δουλειά της. Η Ζωή τους χάρισε ένα ακόμα χαμόγελο και τους πέταξε μια πολυθρόνα στο κεφάλι. Τα δύο αγόρια της ανταπέδωσαν το χαμόγελο, αλλά όχι την πολυθρόνα.

Έκαναν δυο βήματα και βρέθηκαν μπροστά σε μια κοπέλα με καλοσχηματισμένο στήθος και μακριά καστανά μαλλιά που βγήκε από την τουαλέτα και τους συστήθηκε ως Ιωάννα. Αυτοί δεν την πίστεψαν και αποφάσισαν από κοινού να την αποκαλούν Λίνα. Τους ρώτησε από πού βγαίνει το «Λίνα» και ο Γρηγόρης ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Στο  μυαλό του το «Λίνα» έβγαινε από το «Καριολίνα» –ένα παιδικό αστείο που μάλλον δε θα ξεπερνούσε ποτέ.
 
Ο Βαγγέλης είχε μείνει έκθαμβος με την ομορφιά της Ιωάννας-Λίνας και δεν καταλάβαινε γιατί γελούσε ο Γρηγόρης. Έκοψε τη μαργαρίτα που φύτρωνε πίσω από το αριστερό αυτί της και την έκρυψε σε μια εσωτερική τσέπη.
Η Ιωάννα-Λίνα τους βαρέθηκε πολύ σύντομα και τους παρέπεμψε σε μια πανέμορφη ξανθιά πριγκίπισσα χωρίς θρόνο, που φορούσε ρούχα ιππασίας και έπαιζε με το μικρό της πόνι. Τα αγόρια φόρεσαν γυαλιά ηλίου για να μην τυφλωθούν από τη λάμψη της κι έκαναν μια βαθιά υπόκλιση. Η πριγκίπισσα ένιωσε ικανοποιημένη και επέμεινε με μεγαλοπρέπεια να την αποκαλούν «Άννα η αδύνατη». Έπειτα ξεδίπλωσε δυο ζευγάρια πολύχρωμα φτερά και πέταξε από ένα άνοιγμα της οροφής κατευθείαν στο μάτι ενός κυκλώνα.

Ο Γρηγόρης και ο Βαγγέλης έψαξαν για τα δικά τους φτερά προκειμένου να την ακολουθήσουν, αλλά δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν. Στην άλλη πλευρά του θερμοκηπίου, ένας παράξενος γοητευτικός άντρας με γυαλιά και ξυρισμένο κεφάλι έπνιγε κούκλες Μπάρμπι και τις πετούσε σ’ ένα καλάθι αχρήστων. Τα δύο αγόρια τον πλησίασαν διστακτικά κι αυτός τους συστήθηκε με ένα διφορούμενο χαμόγελο ως Γιάννης. Ο Βαγγέλης κι ο Γρηγόρης συμφώνησαν με τα μάτια πως φαινόταν πολύ σπουδαίος για να έχει ένα τόσο απλοϊκό όνομα και προσπάθησαν να του πιάσουν την κουβέντα.

Ο Γιάννης τους αγνόησε επιδεικτικά κι άρχισε να κοπανάει στο γουδί του ξεπερασμένες αντιλήψεις με μεταμοντέρνα αισθητική. Τα αγόρια δε θέλησαν να ενοχλήσουν περισσότερο και χώθηκαν στο θερμοκήπιο για να μαζέψουν χόρτα. Εκεί τους περίμενε μια διπλή έκπληξη. Η Βάλη με τη σιαμαία αδερφή της που απαιτούσε να την αποκαλούν LaReina στέκονταν αιώνια κολλημένες και σχεδόν γυμνές στη μέση του κλειστού κήπου και μάλωναν για τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

Η Βάλη υποστήριζε τη Vivian Westwood, ενώ η LaReina δήλωνε φανατική θαυμάστρια του Tom Ford. Τα αγόρια αδιαφορούσαν για τη μόδα και αποφάσισαν να μην εμπλακούν στον καυγά. Περπάτησαν ανάμεσα από τις άσπρες παπαρούνες και βυθίστηκαν πιο βαθιά στο θερμοκήπιο. Ο κόπος τους ανταμείφθηκε.

Ο Τζέρι εμφανίστηκε από το πουθενά μ’ ένα τεράστιο κομμάτι τυρί στα χέρια του και αφού τους φίλησε και τους δύο σταυρωτά τους μίλησε για τον Τομ το γάτο που δε σταματούσε να τον κυνηγάει. Τα δύο αγόρια φάνηκε να συμπαθούν από την αρχή το Τζέρι που δεν ήταν τόσο ποντικός όσο έδειχνε και τον κράτησαν στην παρέα τους.

Ξεδίπλωσαν ένα τεράστιο καρό τραπεζομάντηλο που φύλαγε ο Γρηγόρης στην κωλότσεπη για κάθε ενδεχόμενο και το έστρωσαν πάνω στο ριγέ γρασίδι. Η μέρα ήταν υπέροχη και ένα πικ νικ θα ήταν ιδανικό για να περάσουν την ώρα τους σ’ ένα τέτοιο μέρος.

Το τραπεζομάντηλο τράβηξε σα μαγνήτης λιχουδιές από κάθε γωνιά του κόσμου και σε λίγο κάθε τετραγωνάκι του είχε καλυφθεί από γκουρμέ διαπολιτισμικά πιάτα. Ο Τζέρι, ο Γρηγόρης και ο Βαγγέλης ξάπλωσαν γύρω από το τραπεζομάντηλο και άρχισαν να μασουλάνε με όρεξη υπό τις μελωδίες ενός Βύρωνα που θα μπορούσε να είναι λόρδος και έπαιζε διακριτικά ένα εκκλησιαστικό όργανο με βραχνές τις νότες Φα και Σολ.

Ένας άλλος παράξενος τύπος με τραγοπόδαρα και τα αρχικά Ν.Π. κρεμασμένα στο λαιμό του με χρυσή αλυσίδα προσπαθούσε να τραγουδήσει σε μια νεκρή γλώσσα ένα ερωτικό τραγούδι. Ήταν φρικτά παράφωνος, αλλά τον χειροκρότησαν όλοι με ενθουσιασμό. Σύντομα στην παρέα των τριών γύρω από το τραπεζομάντηλο προστέθηκαν και ο Γιάννης ο στραγγαλιστής, η Ιωάννα-Λίνα, η πριγκίπισσα Άννα η αδύνατη, οι σιαμαίες Βάλη και LaReina, η Ζωή ντυμένη στα χρώματα της ταπετσαρίας και όλοι μαζί τραγούδησαν το Death is not the end –την εκδοχή του Nick Cave, όμως.

Η Μάρσια και η Κατερίνα που δεν είχαν εμφανιστεί τόση ώρα, όταν άκουσαν το τραγούδι βγήκαν πίσω από ένα θάμνο και τάραξαν την παρέα στις φωτογραφίες. Ακόμα και σήμερα οι φωτογραφίες αυτές παραμένουν αναρτημένες σε όλα τα γνωστά και μη social media. Η μέρα πέρασε, αλλά με τη γνωστή σχετικότητα του χρόνου παρέμενε η ίδια για καιρό. Η παρέα συνέχιζε να τρώει ασταμάτητα χωρίς να παχαίνει κι ένας υπέρλαμπρος Λάμπρος τους έστελνε από ψηλά φως σε όλα τα χρώματα και σχήματα για τη χώνεψη.

Προτού αδειάσουν τα πιάτα άφησα κι εγώ το μπλοκάκι μου -όπου κατέγραφα τα πάντα όλη αυτή την ώρα- πάνω σε μια πανύψηλη τριανταφυλλιά από ζιργκόν κι έκατσα μαζί τους. Είχα φροντίσει πρώτα να βγάλω τη χαρακτηριστική μαύρη φορεσιά του Χάρου –στην οποία κάποιοι έχουν αλλεργία- και είχα ξαναγίνει απλώς ο Χάρης, κάτι που δε συνηθίζω.

Έτριψα το χέρι μου που είχε κουραστεί να γράφει όλες αυτές τις ασυναρτησίες και δεν έβλεπα την ώρα να φάω κάτι –το ρολόι ήταν καλά κρυμμένο. Τα κορίτσια με μπούκωσαν με νοστιμιές σε διάφορα σχήματα και χρώματα και τ’ αγόρια άρχισαν να με γαργαλάνε παντού. Περάσαμε υπέροχα, ακόμα γελάω.

Α, η πόρτα εξακολουθεί να βρίσκεται κρεμασμένη στην αμυγδαλιά και περιμένει μάταια το Γρηγόρη και το Βαγγέλη να βγουν για να εξαφανιστεί. Στο κουδούνι γράφει με καλλιγραφικά γράμματα «Φανταστικότητα». Δεν είναι δύσκολο να τη βρεις. Εμείς είμαστε εκεί και σε περιμένουμε. Μην αργήσεις.
 
Σημείωση του συγγραφέα:
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι απολύτως εσκεμμένη. Για τα παράπονά σας μπορείτε να απευθυνθείτε στο Βασίλη –όχι τον Άγιο.
 
* Πληροφορίες για τους συντελεστές και τις ώρες της παράστασης ακολουθούν στον εξής σύνδεσμο: http://www.all4fun.gr/fun/theater/14437-qq—.html
 
Του Χάρη Μπόσινα, 28/2/2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα