Δεν είχαν ιδέα τι κρυβόταν από πίσω της, αλλά δε φοβόντουσαν καθόλου, είτε από άγνοια, είτε από καθαρή γενναιότητα. Αυτά τα πράγματα είναι σχετικά έτσι κι αλλιώς.
Η πόρτα οδηγούσε στο δωμάτιο 43 ενός μοτέλ. Ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και στη μέση του φύτρωνε ένα θερμοκήπιο προς ανάπτυξη της βιοποικιλότητας του χώρου και του χρόνου.
Η Ζωή –όνομα και πράγμα- που βρισκόταν εξολοκλήρου στη δεξιά πλευρά του δωματίου τους χαμογέλασε αδιάφορα και συνέχισε την προσπάθειά της να πείσει κάτι πολυταξιδεμένες ταπετσαρίες να κολλήσουν πάνω στους διάφανους τοίχους και να μείνουν ακίνητες. Τη χαιρέτησαν ευγενικά και την άφησαν να κάνει τη δουλειά της. Η Ζωή τους χάρισε ένα ακόμα χαμόγελο και τους πέταξε μια πολυθρόνα στο κεφάλι. Τα δύο αγόρια της ανταπέδωσαν το χαμόγελο, αλλά όχι την πολυθρόνα.
Ο Γρηγόρης και ο Βαγγέλης έψαξαν για τα δικά τους φτερά προκειμένου να την ακολουθήσουν, αλλά δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν. Στην άλλη πλευρά του θερμοκηπίου, ένας παράξενος γοητευτικός άντρας με γυαλιά και ξυρισμένο κεφάλι έπνιγε κούκλες Μπάρμπι και τις πετούσε σ’ ένα καλάθι αχρήστων. Τα δύο αγόρια τον πλησίασαν διστακτικά κι αυτός τους συστήθηκε με ένα διφορούμενο χαμόγελο ως Γιάννης. Ο Βαγγέλης κι ο Γρηγόρης συμφώνησαν με τα μάτια πως φαινόταν πολύ σπουδαίος για να έχει ένα τόσο απλοϊκό όνομα και προσπάθησαν να του πιάσουν την κουβέντα.
Ο Γιάννης τους αγνόησε επιδεικτικά κι άρχισε να κοπανάει στο γουδί του ξεπερασμένες αντιλήψεις με μεταμοντέρνα αισθητική. Τα αγόρια δε θέλησαν να ενοχλήσουν περισσότερο και χώθηκαν στο θερμοκήπιο για να μαζέψουν χόρτα. Εκεί τους περίμενε μια διπλή έκπληξη. Η Βάλη με τη σιαμαία αδερφή της που απαιτούσε να την αποκαλούν LaReina στέκονταν αιώνια κολλημένες και σχεδόν γυμνές στη μέση του κλειστού κήπου και μάλωναν για τις τελευταίες τάσεις της μόδας.
Η Βάλη υποστήριζε τη Vivian Westwood, ενώ η LaReina δήλωνε φανατική θαυμάστρια του Tom Ford. Τα αγόρια αδιαφορούσαν για τη μόδα και αποφάσισαν να μην εμπλακούν στον καυγά. Περπάτησαν ανάμεσα από τις άσπρες παπαρούνες και βυθίστηκαν πιο βαθιά στο θερμοκήπιο. Ο κόπος τους ανταμείφθηκε.
Ξεδίπλωσαν ένα τεράστιο καρό τραπεζομάντηλο που φύλαγε ο Γρηγόρης στην κωλότσεπη για κάθε ενδεχόμενο και το έστρωσαν πάνω στο ριγέ γρασίδι. Η μέρα ήταν υπέροχη και ένα πικ νικ θα ήταν ιδανικό για να περάσουν την ώρα τους σ’ ένα τέτοιο μέρος.
Το τραπεζομάντηλο τράβηξε σα μαγνήτης λιχουδιές από κάθε γωνιά του κόσμου και σε λίγο κάθε τετραγωνάκι του είχε καλυφθεί από γκουρμέ διαπολιτισμικά πιάτα. Ο Τζέρι, ο Γρηγόρης και ο Βαγγέλης ξάπλωσαν γύρω από το τραπεζομάντηλο και άρχισαν να μασουλάνε με όρεξη υπό τις μελωδίες ενός Βύρωνα που θα μπορούσε να είναι λόρδος και έπαιζε διακριτικά ένα εκκλησιαστικό όργανο με βραχνές τις νότες Φα και Σολ.
Ένας άλλος παράξενος τύπος με τραγοπόδαρα και τα αρχικά Ν.Π. κρεμασμένα στο λαιμό του με χρυσή αλυσίδα προσπαθούσε να τραγουδήσει σε μια νεκρή γλώσσα ένα ερωτικό τραγούδι. Ήταν φρικτά παράφωνος, αλλά τον χειροκρότησαν όλοι με ενθουσιασμό. Σύντομα στην παρέα των τριών γύρω από το τραπεζομάντηλο προστέθηκαν και ο Γιάννης ο στραγγαλιστής, η Ιωάννα-Λίνα, η πριγκίπισσα Άννα η αδύνατη, οι σιαμαίες Βάλη και LaReina, η Ζωή ντυμένη στα χρώματα της ταπετσαρίας και όλοι μαζί τραγούδησαν το Death is not the end –την εκδοχή του Nick Cave, όμως.
Η Μάρσια και η Κατερίνα που δεν είχαν εμφανιστεί τόση ώρα, όταν άκουσαν το τραγούδι βγήκαν πίσω από ένα θάμνο και τάραξαν την παρέα στις φωτογραφίες. Ακόμα και σήμερα οι φωτογραφίες αυτές παραμένουν αναρτημένες σε όλα τα γνωστά και μη social media. Η μέρα πέρασε, αλλά με τη γνωστή σχετικότητα του χρόνου παρέμενε η ίδια για καιρό. Η παρέα συνέχιζε να τρώει ασταμάτητα χωρίς να παχαίνει κι ένας υπέρλαμπρος Λάμπρος τους έστελνε από ψηλά φως σε όλα τα χρώματα και σχήματα για τη χώνεψη.
Προτού αδειάσουν τα πιάτα άφησα κι εγώ το μπλοκάκι μου -όπου κατέγραφα τα πάντα όλη αυτή την ώρα- πάνω σε μια πανύψηλη τριανταφυλλιά από ζιργκόν κι έκατσα μαζί τους. Είχα φροντίσει πρώτα να βγάλω τη χαρακτηριστική μαύρη φορεσιά του Χάρου –στην οποία κάποιοι έχουν αλλεργία- και είχα ξαναγίνει απλώς ο Χάρης, κάτι που δε συνηθίζω.
Έτριψα το χέρι μου που είχε κουραστεί να γράφει όλες αυτές τις ασυναρτησίες και δεν έβλεπα την ώρα να φάω κάτι –το ρολόι ήταν καλά κρυμμένο. Τα κορίτσια με μπούκωσαν με νοστιμιές σε διάφορα σχήματα και χρώματα και τ’ αγόρια άρχισαν να με γαργαλάνε παντού. Περάσαμε υπέροχα, ακόμα γελάω.