Πόσα άρθρα αλήθεια έχουν γραφτεί με το “αν συνέβαινε αυτό” “αν ο τάδε αθλητής δεν έβαζε ή δεν έχανε αυτό το σουτ, ή αν δεν αποχωρούσε τραυματίας, αν δεν παραπατούσε, αν, αν, αν…Με τα αν βέβαια δεν γράφεται η ιστορία. Αλλά ούτε και ξεγράφεται.
Ένα αν ευτυχώς που έμεινε υπόθεση είναι το τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν έφευγε από την Ελλάδα το 2013 με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Φυσικά οι σκάουτς του ΝΒΑ τον είχαν ήδη ανακαλύψει και είχαν διαγνώσει τη δυναμική του (χωρίς φυσικά κανείς να προβλέπει την τόσο αλματώδη εξέλιξή του).Αν, όμως παρέμενε τότε στην Ελλάδα δε σημαίνει πως αυτόματα πηγαίνοντας 1 ή 2 χρόνια μετά στην Αμερική θα είχε και την ανάλογη πορεία σε σχέση με αυτή που τελικά χάραξε. Και ακόμα λιγότερα πιθανό μοιάζει το ενδεχομένο να έφτανε στο σημείο να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών.
Ούτως ή άλλως αν δεν έπαιρνε το ελληνικό διαβατήριο ουσιαστικά στο παραπέντε (Μάιος του 2013, έξι μόλις εβδομάδες πριν το ντραφτ) ο Γιάννης λόγω νομοθεσίας δε θα μπορούσε καν να ταξιδέψει στις ΗΠΑ. Έτσι ούτε υποθετικά θα μπορούσε να παίξει στη Σαραγόσα (που είχε αποκτήσει τα δικαιώματα του στην Ευρώπη από τα τέλη του 2012) αν οι Μπακς δεν τον κρατούσαν στο Μιλγουόκι από τη ρούκι του σεζόν.
Στην περίπτωση λοιπόν, που συνέβαινε κάτι τέτοιο ο Γιάννης θα ήταν ένα ακόμα θύμα της ελληνικής αναλγησίας και γραφειοκρατείας και δε θα έπαιρνε έγκαιρα το διαβατήριο. Τότε η Σαραγόσα θα αναγκαζόταν να τον “δανείσει” σε μια ελληνική ομάδα. Μη πηγαίνοντας στην Αμερική δε θα τον έβλεπαν από κοντά ούτε στο Μιλγουόκι (που είχε το νούμερο 15 στο ντραφτ), ούτε στην Ατλάντα (είχε το 17 και τον επιθυμούσε επίσης διακαώς) και έτσι η αξία του στο ντραφτ (άρα και η θέση επιλογής του) θα έπεφτε σημαντικά.
Στη χ ελληνική ομάδα που θα πήγαινε το πιο πιθανό είναι ν’ αντιμετωπιζόταν ως ο ταλαντούχος “18χρονος και κάτι” και θα έμενε στον πάγκο. Να έπαιζε κάποια πεντάλεπτα και να μην έκανε πολλά σουτ. Ή αν αστοχούσε σε κάποιο κρίσιμο, κάποιος “βετεράνος” να του φώναζε, ρίχνοντας τη ψυχολογία. Αν ο εκάστοτε 18χρονος, 19χρονος – όσο χαρισματικός και αν είναι – δε νιώσει εμπιστοσύνη στην ομάδα που βρίσκεται, τότε πώς θα μπορέσει να πιστέψει ο ίδιος στις δυνατότητες του;
Αλλά αυτό δεν είναι και το μόνο άσχημο που παρατηρείται στο ελληνικό μπάσκετ στους νεαρούς, ταλαντούχους παίκτες… “Ακόμα είναι μικρός, άσε να πάει 22-23-24 και βλέπουμε”, “μην του δίνεις πολλά σουτ και πάρουν τα μυαλά του αέρα”, “σιγά μη βάλω τον μικρό στο τέλος, χάσουμε το ματς και με απολύσουν” κλπ.
Έπειτα είναι και οι πιο μεγάλοι παίκτες, που δε θέλουν ο μικρός να τους παίρνει λάμψη, δόξα και χρόνο συμμετοχής. Αλλά και κακές παρέες που μπορεί να τύχουν σε ομάδες οι οποίες μετά την προπόνηση ή το ματς θα προτείνουν στον μικρό να τους ακολουθήσει στο κλαμπ το βράδυ του Σαββάτου, θα τον προτρέψουν να ενδώσει στην ομορφούλα απέναντι, όταν εκείνος θα κλέψει τα βλέμματα στο μπαρ…
Ενας 18χρονος-19χρονος είναι εύκολο να παρασυρθεί. Βέβαια ο Γιάννης από μικρός είχε μάθει στις δυσκολίες της ζωής. Στα 12 του 13 ήταν ήδη πολύ πιο ώριμος από άλλους της ηλικίας του. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως ένας έφηβος μπορεί να μείνει αφοσιωμένος απόλυτα στον στόχο του.
Πέρα απ’ όλα όσα ομως δεινά έχει ν’ αντιμετωπίσει εδώ ένας αθλητής – σε επίπεδο νοοτροπίας, αγωνιστικού στιλ (π.χ. αργό μπάσκετ, λίγες επιθέσεις, έμφαση κυρίως σε άμυνα και όχι στη δημιουργία στην επίθεση) είναι και θέμα δουλειάς.
Πηγαίνοντας στην Αμερική δυνάμωσε πολύ. Από 88 κιλά το 2013, ζυγίζει πλέον 110. Αλλά δεν τα πήρε φυσικά αμέσως αυτά τα κιλά. Με το κατάλληλο πρόγραμμα μέσα στα χρόνια, με μυϊκή ενδυνάμωση κατάφερε να φτιάξει το ιδανικότερο κορμί του ΝΒΑ. Παράλληλα ο Έλληνας άσος ψήλωσε και 8 πόντους (από 2.03 πήγε 2.11), κάτι που οι Αμερικανοί μπόρεσαν ν’ αξιοποιήσουν ιδανικά.
Δούλεψε πολύ σκληρά, γιατί εκεί η οργάνωση ειναι τεράστια. Το αν θα πετύχεις δεν αφήνεται στην τύχη του. Ουσιαστικά τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του. Ούτε στο περίπου, ούτε στο κάπως έτσι, κάπως αλλιώς.
Είτε πας στο κολλέγιο, είτε στο ΝΒΑ, κάθε οργανισμός έχει ανθρώπινο δυναμικό και γνώστες, που εδώ δεν υπάρχουν ούτε στις μεγαλύτερες ομάδες.
Μοιρασμένες αρμοδιότητες, πλήθος προπονητών με εξειδίκευση, ψυχολόγων, γιατρών κλπ. κλπ.
Αν θες να γίνεις σπουδαίος αθλητής και έχεις και την πρώτη ύλη, τότε η φυγή από την Ελλάδα σε μικρή ηλικία μοιάζει ουσιαστικά μονόδρομος.
Ενισχύεται άλλωστε η συγκεκριμένη άποψη και από το πώς αντιμετωπίζει η πολιτεία μας τους αθλητές πρώτης γραμμής, όπως προκύπτει και από τις διαδοχικές τους δηλώσεις αυτές τις ημέρες από το Τόκιο. Και τι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν όλο αυτό το διάστημα, όταν τα φώτα από τους προβολείς ήταν ακόμα κλειστά;
Μα τι άλλο από προκλητική αδιαφορία και εγκατάλειψη των μετέπειτα χειροκροτητών τους…
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 14/8/2021