Όσο εύκολα σε αποθεώνουν, τόσα εύκολα σε απαξιούν, τόσο εύκολα σε ειρωνεύονται και σε λοιδωρούν, γνώριμες ανθρώπινες αδυναμίες ανά τους αιώνες. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι τα ξέρουν όλα, ακόμη και αν είναι άσχετοι ή εντελώς άσχετοι από το εκάστοτε αντικείμενο, το οποίο σχολιάζουν με άνεση και με μια βεβαιότητα ειδικού. Και μετά οι ίδιοι βέβαια θα σε αποθεώνουν σε μια επιτυχία σου, θα λένε ενδεχομένως ότι είχαν και εκείνοι μερίδιο κλπ, κλπ.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν προβάλλεται από τον παγκόσμιο τύπο τυχαία. Ακόμη και αν στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης παραδοσιακά δεσπόζει η υπερβολή είναι ο κορυφαίος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας αυτήν την στιγμή.
Οδήγησε μια ομάδα στα πλέι-οφ δίχως να έχει δίπλα του μεγάλα ονόματα, σε μια ολόκληρη ανατολική περιφέρεια ήταν ο δεύτερος καλύτερος παίκτης της σεζόν πίσω μόνο από έναν εκ των κορυφαίων στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού, τον Λεμπρόν Τζέιμς. Ηταν σίγουρα μέσα στους 10 κορυφαίους της χρονιάς στο ΝΒΑ και μακράν ο πιο βελτιωμένος παίκτης της χρονιάς. Οι μπασκετικές προδιαγραφές του, η αντίληψη του στο παιχνίδι, ο σπάνιος σωματότυπος του σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο του πού και πόσο μπορεί να προοδεύσει τον καθιστούν ουσιαστικά ένα σύγχρονο μπασκετικό θαύμα.
Πριν ακόμα κλείσει τα 23 τον ακούς να λέει ότι θα γίνει ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας στον κόσμο και το πιστεύει. Το πιστεύει γιατί ξέρει πως έχει τις προδιαγραφές – ανεξάρτητα αν θα το πετύχει – αλλά και γιατί δουλεύει πολύ και σκληρά.
Επομένως η καραμέλα του πόσο προβάλλεται από τον τύπο, πόσο καλά θα έπαιζε στην Ευρώπη (άλλο και αυτό το εντελώς άστοχο σχόλιο, λες και ένας τέτοιος παίκτης θα έμενε εδώ για να παίζει στην ευρωλίγκα) είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Οι Μπακς είναι μια ομάδα σε μια κρύα και αντιτουριστική πόλη του αμερικανού βορρά, έχουν επενδύσει πολλά πάνω του και γνωρίζουν καλά ποιον παίκτη έχουν στα χέρια τους.
Στη σύγχρονη εποχή του ΝΒΑ, όπου πανάκριβα συμβόλαια υπογράφουν ρολίστες τύπου Μοζγκόφ και με βάση την αγορά του πρωταθλήματος (καμία σχέση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στο Ιράκ, στη Ζιμπάμπουε, στην Καμπότζη κλπ., δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη) τα 100 εκατομμύρια δολλάρια για συμβόλαιο 4 χρόνων θα μπορούσε κάποιος ουδέτερος να ισχυριστεί πως δεν είναι και πάρα πολλά. Τουλάχιστον με την πρόοδο του συγκεκριμένου παίκτη και το πού μπορεί να φτάσει. Οπως φυσικά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μη φτάσει ή να ξεφουσκώσει ή να έχει έναν τραυματισμό, μια ατυχία κλπ. Αυτά έχουν να κάνουν πάντα και με τους αστάθμητους παράγοντες στην καριέρα των αθλητών.
Κάπως έτσι δικαιολογείται ο ντόρος γύρω από το όνομα του στο παγκόσμιο μπάσκετ, αλλά και του πόσο πολύ και πώς προσπαθούν να προφυλάξουν οι Μπακς το καλύτερο τους προϊόν. Γιατί οι αθλητές πλην της ανθρώπινης τους ιδιότητας φυσικά είναι και εμπορικά προϊόντα, είναι τα περιουσιακά στοιχεία των ομάδων. Ο Αντετοκούνμπο είναι ο σταρ μιας ολόκληρης πόλης. Είναι ένας παίκτης – φαινόμενο.
Είναι το πρότυπο των μικρών παιδιών στην Ελλάδα, που τον θαυμάζουν, τους αρέσει όπως διασχίζει σαν καθαρόαιμο το γήπεδο σε μικρό χρονικό διάστημα με τα μεγάλα αυτά βήματα του, όπως καρφώνει, όπως πασάρει, όπως ταπώνει με τα τεράστια χέρια του. Είναι και το πρότυπο των παιδιών εκείνων που γεννήθηκαν σε μια χώρα διαφορετική από εκείνη των γονιών τους, αλλά ενσωματώθηκαν πλήρως σ’ αυτήν και μεγάλωσαν με την παιδεία, η οποία τους προσφέρθηκε. Και αποτελεί επίσης το πρότυπο όσων ελπίζουν σ’ ένα καλύτερο μέλλον, σ’ ενα καλύτερο αύριο. Η ιστορία του άλλωστε είναι μια ιστορία, που όπως έχει γραφτεί και ειπωθεί πολλές φορές προσφέρεται για ταινία.
Αλλά συνάμα είναι και ο καθρέφτης της υποκρισίας των ανθρώπων εκείνων, που όταν βλέπουν ένα παιδ άλλου χρώματος από το δικό τους στα φανάρια δε γυρίζουν καν να το κοιτάξουν. Αν μετά από χρόνια, όμως, έχει την ανάλογη πορεία ενός Αντετοκούνμπο θα πουν ότι το ήξεραν πάντα, ότι το αγαπούσαν κλπ κλπ. Και κάπου εδώ σε σχέση με την απόφαση του ίδιου του αθλητή να μην παίξει στο Ευρωμπάσκετ μπαίνει στο θέμα μας το ωστόσο…
Οφείλει, λοιπόν, ένας αθλητής του βεληνεκούς του Αντετοκούνμπο και μάλιστα στα 23 του (δεν είναι ούτε 30, ούτε 35 για να νιώθει τόσο κουρασμένος) να κάνει ό,τι μπορεί – ακόμη και αν είναι ελαφρά τραυματίας – για να εκπροσωπεί την εθνική του ομάδα, ενώ ο σύλλογος που τον πληρώνει εκατομμύρια τον πιέζει να πράξει το αντίθετο;
Από συναισθηματικής πλευράς σαφώς και οφείλει είναι η μία απάντηση. Ειδικά αν συγκρίνουμε την περίπτωση του με εκείνες του Νοβίτσκι, του Πάρκερ, του Τζινόμπιλι, του Σκόλα, του Νοτσιόνι, του Πριτζιόνι, του Πάου Γκασόλ, του Ναβάρο, του Ρέγιες κλπ. Μία δεύτερη λιγότερο συναισθηματική λέει πως ότι θα υπάρξουν και άλλες μεγάλες διοργανώσεις για την εθνική μας και δεν πειράζει που θα λείψει σε μία γιατί θα μπορέσει να παίξει στις επόμενες.
Μια τρίτη απάντηση – εντελώς κυνική μεν, αλλά στο πρότυπο της εποχής μας – λέει πως πάνω απ’ όλα πρέπει να κοιτάξει το προσωπικό του συμφέρον και να μη ρισκάρει μια υποτροπή στο ταλαιπωρημένο από μια γεμάτη σεζόν γόνατο του ή έναν σοβαρό τραυματισμό. Ο οποίος τραυματισμός βέβαια στην καριέρα ενός αθλητή μπορεί να έρθει ακόμη και τη στιγμή που κάνει μπάνιο στο σπίτι του (έχουν υπάρξει και τέτοιοι τραυματισμοί), δεν είναι ανάγκη να γίνει σε μια προπόνηση ή σ΄ έναν επίσημο αγώνα.
Υπάρχει φυσικά και η απάντηση μιας μερίδας του κόσμου, που βρήκε την αφορμή που έψαχνε καιρό για να εξαπολύσει ανελέητα τα ρατσιστικά του σχόλια. Να αμφισβητεί την ελληνικότητα ενός παίκτη, που τιμά τη χώρα του μόνο και μόνο διαφημίζοντας τη σε κάθε αγώνα των Μπακς, σε κάθε του παρουσία στις εκδηλώσεις του ΝΒΑ. Ενός παίκτη που για χάρη του οι ελληνικές σημαίες ανεμίζουν στο Μπράντλεϊ Σέντερ και το συρτάκι χορεύεται στα διάφορα γήπεδα του ΝΒΑ.
Και αναρωτιέμαι συχνά με αφορμή τα ρατσιστικά ξεσπάσματα ορισμένων, πώς μετριέται η ελληνικότητα; Με το αν έχεις μελετήσει Αριστοτέλη και Πλάτωνα, με το πόσο καλά χειρίζεσαι την ελληνική γλώσσα, με το αν ξέρεις ότι το μήνυμα γράφεται μήνυμα και όχι μύνημα ή απλά αν βροντοφωνάζεις ότι είσαι Έλληνας τη στιγμή, που ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου σου, φτύνεις στον δρόμο και πετάς τα σκουπίδια σου όπου βρεις;
Σε κανένα σημείο δε μου αρέσει ότι θα λείψει ο Γιάννης (έτσι τον λέω κάθε εβδομάδα στα βίντεο μου, έτσι και τον γράφω συχνά, παρά το γεγονός ότι έχουμε συναντηθεί μόνο μία φορά) από το Ευρωμπάσκετ. Σε κανένα σημείο δε μου αρέσει το ότι ενημέρωσε για την απουσία του από ένα ποστ στο ίνσταγκραμ. Μου θυμίζει τις περιπτώσεις, που όταν κάποιος ακυρώνει μια συνάντηση, το κάνει συνήθως με sms.
Που δεν πήρε καν τηλέφωνο τον Κώστα Μίσσα, που δεν είπε στον ομοσπονδιακό προπονητή έστω, “ένα θα είμαι δίπλα σας στο ευρωμπάσκετ, θα έρθω στο ταξίδι μαζί σας έστω και τραυματίας, έστω και αν δεν είμαι επισήμως στην αποστολή, θα κάνω εδώ τη θεραπεία μου σε συνεννόηση με το ιατρικό τιμ της εθνικής και μ΄εκείνο των Μπακς”
Αυτό που ελπίζω είναι το 2019 στο παγκόσμιο να τον δούμε ξανά στην Εθνική, δείχνοντας εμπράκτως του πόσο αγαπάει την εθνική, όπως υποστηρίζει στις δηλώσεις του, όπως έδειξε πέρσι που ρίσκαρε το παχυλό του συμβόλαιο παίζοντας στο προολυμπιακό τουρνουά στην Ιταλία. Να μάθει από τον επικοινωνιακά λάθος χειρισμό του στο θέμα της απουσίας του από το ευρωμπάσκετ, γνωρίζοντας παράλληλα και το πόσο εύκολα μπορεί ξαφνικά κάποιος από “ήρωας” να γίνει “αποδιοπομπαίος τράγος”
Και φυσικά πάνω απ’ όλα ελπίζω η επίσημη αγαπημένη, η ομάδα στην οποία πολλοί από μας χρωστάμε τόσα πολλά εδώ και δεκαετίες ακόμη και χωρίς τον καλύτερο της παίκτη να μπορέσει να φτάσει όσο το δυνατόν ψηλότερα στο ευρωμπάσκετ…
Του Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 21/8/2017