Περίμενα για πολλούς λόγους να βγει το «Έτερος εγώ» στους κινηματογράφους. Πέμπτη βράδυ με το πού άρχισε να παίζεται έσπευσα να το απολαύσω. Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια (από εκείνα τα βράδια του Φιλάθλου, όταν πηγαίναμε σινεμά μετά το κλείσιμο της εφημερίδας), που πήγα σε μεταμεσονύχτια προβολή…
Συνηθίζεται αρκετές φορές το trailer μιας ταινίας να είναι παραπλανητικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδείχθηκε πως ήταν ενδεικτικό της δράσης της. Ένα δέλεαρ, λοιπόν, ήταν το γρήγορο και προσεγμένο trailer.Ένα άλλο το προβλεπόμενα καλό καστ, το οποίο επίσης αποδείχθηκε και εμπράκτως.
Αλλά και γιατί ταινίες τέτοιων προδιαγραφών αγνοούνται στο ελληνικό σινεμά. Ή μήπως όχι και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι;Γιατί διαβάζοντας τα σχόλια των περισσότερων κριτικών θαρρείς πως έχουμε “μπουχτίσει” από τέτοιες ταινίες που βγαίνουν σωρηδόν στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι εμείς είμαστε άσχετοι από σινεμά και οι κριτικοί ως “ειδικοί” γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενο για το οποίο γράφουν. Ας θεωρήσουμε ότι μπορούν να τεκμηριώσουν την άποψη τους με βάση τις γνώσεις τους, τις πολλές ταινίες που βλέπουν καθημερινά λόγω της δουλειάς τους και τις συγκρίσεις που κάνουν για τη διαφορετική ή όχι ματιά του κάθε σκηνοθέτη. Ας θεωρήσουμε επίσης ότι το “Έτερος εγώ” θα μπορούσε να είναι μια ταινία που για τους κουλτουροκολλημένους ως επί το πλείστον κριτικούς είναι παντελώς αδιάφορη.
Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί τόση χολή και εμπάθεια από ορισμένους κριτικούς. Λες και ο εκάστοτε σκηνοθέτης τους έχει κάνει κάτι προσωπικό. Λες και παίρνει τα δικά τους λεφτά και τα κάνει ταινία. Η συμπεριφορά τους θυμίζει τα παιδιά εκείνα, που για τους εκάστοτε λόγους δεν τα έκανε κανείς παρέα και τώρα βγάζουν το άχτι τους. Και παίρνουν τη ρεβάνς, αφού έχουν μαζί τους και την εξουσιαστική δύναμη του τύπου.
Το «Έτερος Εγώ» ήδη πήρε ένα βραβείο κοινού στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Και πιστεύω πως στο μέλλον θα πάρει και αρκετά ακόμα. Απ’ ότι διαβάζω, μάλιστα, αρέσει ιδιαίτερα στον κόσμο, που πάει να το δει και αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό (και απόλυτα λογικό για μένα). Δεν είμαι καθόλου οπαδός του «ότι ο κόσμος ξέρει να κρίνει, άρα ένα αποτέλεσμα είναι καλό και ποιοτικό». Μη ξεχνάμε ότι η κοινή γνώμη χειραγωγείται.
Και σαφώς υπάρχει μια μερίδα κοινού, το οποίο ούτε καλό κριτήριο επιλογής έχει, ούτε και ψάχνει ιδιαίτερα τι πρόκειται να δει. Πάει όπου τον πάνε, πάει όπου έχει ακούσει και δυστυχώς όπως διαπιστώνω καθημερινά – έστω και αν παλεύω για να πείσω ορισμένους για το αντίθετο – πολλοί θεατές ψάχνουν να δουν μια παράσταση ή μια ταινία μόνο αν έχει αναγνωρίσιμους λόγω τηλεόρασης ηθοποιούς, ακόμη και αν τους λες πως το αποτέλεσμα δεν είναι καλό. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως γνωστοί ηθοποιοί παίζουν απαραίτητα και σε κακές παραστάσεις.
Απλά αναφέρομαι σε κακές παραστάσεις στις οποίες πάει το κοινό μόνο και μόνο επειδή ξέρει έναν ηθοποιό από την τηλεόραση. Και ακόμη και αν τους αντιπροτείνεις ένα πολύ καλύτερο έργο, αλλά με ηθοποιούς που προς το παρόν είναι ακόμα άγνωστοι στο ευρύ κοινό, (είτε γιατί είναι στην αρχή της καριέρας τους και πρόκειται να γίνουν κάποια στιγμή, είτε γιατί δεν το επιδιώκουν καθόλου, απέχοντας συνειδητά από την τηλεόραση, αλλά και από παραστάσεις, που θεωρούνται πιο “εμπορικές”), εκείνοι θα διαλέξουν να δουν εκείνον που ξέρουν.
Εδώ έρχεται βέβαια και η κλασική ταμπέλα και η γενίκευση σε κατηγορίες. “Εμπορική παράσταση, εμπορικό τραγούδι, έντεχνο τραγούδι, υψηλή κουλτούρα, υποκουλτούρα κλπ.” Προσωπικά είμαι αντίθετος στις ταμπέλες, αν και εκλαμβάνω ως και δική μου αδυναμία να είμαι συνειδητά ή ασυνείδητα προκατειλημμένος με πρόσωπα ή καταστάσεις. Εμένα π.χ. ποτέ δε μου άρεσε η πιο διάσημη Ελληνίδα σταρ-ηθοποιός της ιστορίας, αλλά τόσος κόσμος τη λάτρευε. Θεωρώ ότι στην τέχνη η αντικειμενικότητα είναι εντελώς σχετική.
Ο καθένας μας, άλλωστε, έχει διαφορετική παιδεία, έχει μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον, έχει διαφορετικό κύκλο γνωριμιών, διαφορετικό δείκτη εξυπνάδας, διαφορετικές ικανότητες και κλίσεις.
Και επίσης διαφορετικά γούστα, πόσο μάλλον σε κάτι υποκειμενικό, όπως ο κινηματογράφος. Το τι αρέσει λοιπόν στο κοινό ή τι δεν αρέσει δε συνδέεται απαραίτητο με το αν είναι καλό ή κακό ένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε και πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η προβολή από τα μέσα και πόσο όλο αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά στην εκάστοτε επιτυχία ή αποτυχία…
Πώς από την υπερπροβολή στα social media για παράδειγμα μέσα σε ελάχιστες ημέρες και η “κουτσή Μαρία” έμαθε ποιος είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζει τον Έλληνα αθλητή – φαινόμενο εδώ και μια τετραετία. Και ας μην ασχολείται με το μπάσκετ και ας μην έχει δει ποτέ τον Γιάννη να βρίσκεται στο γήπεδο..
Και πόσοι θα ήξεραν τον Γιώργο Λάνθιμο – αμφιβάλλω ακόμα αν τον ξέρουν κάποιοι – αν ο «Κυνόδοντας» δεν είχε διακριθεί στο εξωτερικό και δεν έφτανε στο σημείο να σκηνοθετεί ηθοποιούς τεράστιας αξίας, όπως η Ρέιτσελ Βάις και διάσημους ανά τον κόσμο χολιγουντιανούς σταρ, όπως ο Κόλιν Φάρελ;
Συμπερασματικά το «Έτερος εγώ» είναι σίγουρα μια διαφορετική ελληνική ταινία απ’ όσες έχουμε δει μέχρι τώρα.
Έχει γρήγορους ρυθμούς (ειδικά για ελληνική ταινία), σε κρατάει σε αγωνία, η ώρα περνάει χωρίς να το καταλάβεις και οι ερμηνείες δικαιώνουν τον Σωτήρη Τσαφούλια και το επιτελείο του για το κάστινγκ.
Και επειδή ανάλογες προσπάθειες σπανίζουν το κίνητρο για να το δει κάποιος μεγαλώνει.
Εκτιμώ, μάλιστα, πως επειδή ορισμένοι κριτικοί το βάλλουν τόσο εμμονικά είναι σαν να βάζουν ένα λιθαράκι διαφήμισης (έστω και αρνητικής), σπρώχνοντας τον κόσμο (είτε πάει συχνά σινεμά, είτε όχι) να πάει να το δει.Οπως έλεγε άλλωστε και ο Πυθαγόρας, που πρωταγωνιστεί με τον δικό του τρόπο στην ταινία, το “να κρύβεις την αλήθεια είναι σαν να θάβεις χρυσάφι…”
Το trailer της ταινίας: http://www.youtube.com/watch?v=MKpEyzQXKYs
Toυ Κυριάκου Κουρουτσαβούρη, 25/1/2017