Βλέμμα απλανές που κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο καπνού. Μακρόσυρτος λόγος που διανθίζεται συνήθως με διάσπαρτες ξενόγλωσσες φράσεις (κυρίως γαλλικής και λατινικής προελεύσεως), χωρίς να λείπει και το λαϊκό στοιχείο, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Ελαφρώς «μποέμ» στυλιστική άποψη και επιτηδευμένα ανέμελο παρουσιαστικό. Στις παραπάνω γραμμές θα συνοψίζαμε το προφίλ του σύγχρονου «κουλτουριάρη».
Πρόκειται για έναν εκσυγχρονισμένο Στεπάν Τροφίμοβιτς (την αγαπημένη πλην αξιολύπητη φιγούρα από τους «Δαιμονισμένους» του Φ. Ντοστογιέφσκι). Όταν κάποια χρόνια πριν πρωτοάκουσα το ουσιαστικό «κουλτουριάρης», προβληματίστηκα. Ενώ ετυμολογικά καταλαβαίνει κανείς, ότι αναφέρεται στον λάτρη του πολιτισμού και της τέχνης στο σύνολό της, στο βάθος ένιωθα την ειρωνία διάχυτη. Και δεν είχα άδικο…
Όπως διάβασα αργότερα, ο όρος πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 για να χαρακτηρίσει όλους εκείνους που φορώντας τον μανδύα της διανόησης προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν ένστικτα υπεροψίας και αυτοπροβολής. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο «κουλτουριάρης» δεν άλλαξε κατ’ ουσίαν απλά διαφοροποίησε το προφίλ και τους άξονες ενδιαφέροντός του.
Για παράδειγμα, ενώ τη δεκαετία του ’80 θα τον έβρισκες να περνά ώρες ατελείωτες μιλώντας για πολιτική και αναλύοντας με γλαφυρότητα τα αίτια εξάπλωσης των τότε κινημάτων, σήμερα θα τον δεις να προσανατολίζεται σε πιο καλλιτεχνικούς ορίζοντες. Άλλωστε η πολιτική στις μέρες μας είναι κάθε άλλο παρά συνυφασμένη με την «κουλτούρα».
Τον σύγχρονο «κουλτουριάρη» μπορείς να τον συναντήσεις σε διάφορα κουτούκια να πίνει το ρακόμελο του, ενήμερο πάντα για τις προσεχείς συναυλίες και παραστάσεις. Έχει άποψη για αυτές που έχει δει αλλά κυρίως για αυτές που δεν έχει δει.
Είναι αφοριστικός με οτιδήποτε δεν άπτεται τα κριτήρια που έχει το συνάφι του για την τέχνη και βλέπει σαν κόκκινο πανί οτιδήποτε χαρακτηρίζεται από το γενικό σύνολο ως εμπορικό. Το επίπεδο μόρφωσής του συνήθως φτάνει μέχρι και την εισαγωγή στην Ανώτατη εκπαίδευση.
Οι ατέλειωτες ώρες διανόησης που περνάει στα κοντινά φοιτητικά στεκιά μπορεί να μην του επιτρέψουν να εξέλθει, σύντομα τουλάχιστον, από αυτήν. Στις εφημερίδες διαβάζει πάντα τις επικεφαλίδες και την εισαγωγή των κύριων άρθρων (έχει τόσα να κάνει που δεν προλαβαίνει να εντρυφήσει), ώστε να είναι ενήμερος για τα πάντα και να γοητεύσει, αν του δοθεί η ευκαιρία, σε κάποια πιθανή συζήτηση.
Έχει δει την Μπλε, τη Λευκή και τη Κόκκινη Ταινία του Κ. Κισλόφσκι, επειδή έτσι έπρεπε και δεν παραδέχτηκε ποτέ, ότι δεν τις κατάλαβε με την πρώτη φορά. Έχει περάσει ώρες ατελείωτες να αναλύει το κοινωνικό μήνυμα του «Κυνόδοντα» αλλά και να ψάχνει στο Διαδίκτυο για γνωμικά και αποφθέγματα, ώστε να τα πετάξει δήθεν ανέμελα την κατάλληλη στιγμή.
Πρόκειται για μια δυστυχισμένη περσόνα που καταπιέζεται από το ίδιο της το πάθος για επίδειξη γνώσεων και δημόσια αναγνώριση από την προσπάθειά της να ξεχωρίσει από το γενικό σύνολο και να εξιδανικευτεί από τον περίγυρό της, χωρίς να χρειαστεί να παιδευτεί ιδιαίτερα. Το επιτυγχάνει με επιφανειακή γνώση, βαρύγδουπες κουβέντες και σαφώς με έντονη κριτική στους πάντες και τα πάντα.
Δεν θα ήθελα να υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στην καρικατούρα του σύγχρονου «κουλτουριάρη» και σε αυτή του πραγματικά διανοούμενου. Ο πρώτος προσπαθεί να προσποιηθεί τον δεύτερο με όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο.
Ο δεύτερος είναι μια ολοκληρωμένη, αυθεντική προσωπικότητα που αναδύθηκε από τα έγκατα του τρίπτυχου: «τέχνη», «γράμματα», «πολιτισμός». Και η βασική τους διαφορά; Στον διανοούμενο αρέσει να μιλάει για το έργο όσων τον ενέπνευσαν και θαυμάζει απεριόριστα και όχι για τον εαυτό του…Εις το επανιδείν…
Tης Γεωργίας Παντέλη, 07/10/2011