27.3 C
Athens
Παρασκευή, 13 Ιουνίου, 2025

Η κοτασαλάτα…

Δύο εβδομάδες πριν κλείσω τα τριαντατέσσερα μου χρόνια η ιδέα να κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα ταξίδι με Βαν έφερε στη κατοχή μου ένα εννιαθέσιο βανάκι.  Βρισκόμουν σε ένα καφέ-μπαρ που δούλευε μια φίλη, όταν αποφάσισα να φύγω και να γυρίσω σπίτι μου. Για άλλη μια φορά είχαμε περάσει ωραία. Στο δρόμο της επιστροφής όμως, το στομάχι μου, άρχισε θορυβωδώς να με ενημερώνει πως πρέπει να τσιμπήσω κάτι. Δεν ήθελα να φάω πάλι απ΄ έξω, μα έλα που το ψυγείο μου θύμιζε κεφάλι βουδιστή μοναχού. Κοίταξα την ώρα και είδα ότι προλάβαινα οριακά το σούπερ-μάρκετ. Εκεί θα έβρισκα κάτι υγιεινό και λάιτ.  Τους τελευταίους μήνες πρόσεχα περισσότερο τη διατροφή μου. Μερικά λεπτά πιο μετά διάβαινα την πόρτα του σαν αυτοκράτορας που μπαίνει στο ανάκτορο του.

Ήμουν ευτυχισμένος -μα και χαμένος  συνάμα-  τριγυρίζοντας στους διαδρόμους, όταν μου ήρθε στο μυαλό μια συνταγή που είχα διαβάσει στο ίντερνετ. «Παϊδάκια κοτόπουλο με σαλάτα της αρεσκείας σας». «Αυτό θα  μαγειρέψω» είπε ο παρορμητικός εαυτός μου. Η αλήθεια είναι ότι μαγειρεύω σπάνια, όταν όμως το κάνω μου έχουν πει ότι το κάνω καλά. Μου αρέσει να εφευρίσκω και δικά μου φαγητά. Νιώθω καλλιτέχνης. Το μόνο που χρειαζόμουν λοιπόν για να διαπρέψω στη κουζίνα ήταν τα παϊδάκια κοτόπουλο και  να σκεφτώ πώς θέλω να είναι η σαλάτα. Η απάντηση στην τελευταία μου σκέψη ήρθε τόσο γρήγορα που μέχρι και εγώ ξαφνιάστηκα. Λάχανο, καρότο, ρόδι, σέλινο. Όλα τα παραπάνω λοιπόν προστέθηκαν στο ήδη γεμάτο καλάθι μου. Τώρα το μόνο που λαχταρούσα ήταν πώς και πώς  να μπω στην κουζίνα και να κάνω πράξη αυτήν την όχι και τόσο απαιτητική συνταγή.

Πάρκαρα το βανάκι μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένω, φορτώθηκα σαν γάιδαρος  ζωσμένος και τις πέντε σακούλες, μπήκα στο σπίτι, τοποθέτησα τα πράγματα στη θέση τους και φόρεσα το μυστικό μου όπλο για καλή μαγειρική: την ποδιά. Ήταν μια ποδιά «Σταρ Γουόρς»  που μου την είχε κάνει δώρο -μαζί με μία μπαντάνα και ένα βιβλίο Τσελεμεντέ- για τα γενέθλια μου, χρόνια πριν, η κοπέλα που έβγαινα μαζί της εκείνο τον καιρό.

Άρχισα λοιπόν να τσιγαρίζω τα παϊδάκια. Μύριζαν ωραία. Έβαλα και μέλι -έτσι για τη κρούστα. Έβαλα και μπαχαρικά. Και λίγο πριν τα βγάλω από το τηγάνι μου ήρθε μια φαεινή ιδέα. Να τα σβήσω με κρασί! Κρασί όμως δεν είχα οπότε η λύση βρέθηκε στο κονιάκ. Έτοιμα μέσα σε λίγα λεπτά. Τα έβγαλα και τα ακούμπησα σε ένα πιάτο. Όπως ακριβώς έλεγε η συνταγή -τη θυμόμουν απ’ έξω. Και τώρα η σαλάτα. Έκοψα το λάχανο, έτριψα το καρότο, έσπασα το ρόδι, έριξα ελαιόλαδο, πρόσθεσα και ξύδι και τα τοποθέτησα όλα μαζί σε ένα βαθύ μπολ ιδανικό για παπάρες. Και όπως είχα μπροστά μου στο μεν πιάτο τα παϊδάκια, στο δε μπολ τη σαλάτα σκέφτηκα κάτι… που κάνει τους εξαιρετικούς μάγειρες να ξεχωρίζουν από τους καλούς. Η ικανότητα του συνδυάζειν! «Βάζω τα παϊδάκια μέσα στο μπολ με τη σαλάτα και έχω μπροστά μου μια πεντανόστιμη  κοτοσαλάτα.». Ήταν βράδυ και η ιδέα ότι θα φάω σαλάτα -άρα θα έχω προσέξει τη διατροφή μου-  μου ακούγονταν  ελκυστική.

Τότε όμως ξανασκέφτηκα κάτι… που κάνει τους Δρυίδες να ξεχωρίζουν από τους εξαιρετικούς μάγειρες. Η φαντασία. Στο πάγκο της κουζίνας είδα το μπλέντερ. «Τα κάνω μικρά κομμάτια και τα ρίχνω μέσα στη σαλάτα» σκέφτηκε ο Πανοραμίξ εαυτός μου. Πολλά μικρά κομμάτια άρα και λιγότερες θερμίδες θεώρησα! Τα έβαλα, ρίχνω ζουμί, πατάω το μπλέντερ και ακούω ένα…γκρκχκχκχκγρρρΓΚΓΚΚΧΧΧ. ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ!! Σταματάω ακαριαία και τι να δω. Θρυμματισμένα κόκαλα μαζί με κρέας σε ένα πηχτό πράγμα σα φάβα. Έμεινα αποσβολωμένος μερικά δευτερόλεπτα όταν ευτυχώς λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ικανότητα του συνδυάζειν και η φαντασία στον υπερθετικό βαθμό. «Θα ρίξεις το πολτοποιημένο κοτόπουλο με τα διαμελισμένα κόκαλα μέσα στη σαλάτα», είπε ο εφευρέτης εαυτός μου. Και το έκανα!  Το πρόβλημα τώρα ήταν ότι  δε μπορούσα να βλέπω τι τρώω. Η εξωτερική εμφάνιση βλέπεις παίζει σημαντικό ρόλο. Αποφάσισα λοιπόν πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να χρησιμοποιήσω την τεχνική των κομάντο: το καμουφλάζ. Πήρα το μείγμα το έβαλα κάτω-κάτω, καλύπτοντας το από πάνω με τα υλικά της σαλάτας. Ένιωσα βαθιά περηφάνια που κατάφερα και προσπέλασα όλους τους σκοπέλους που συνάντησα σε αυτή μου την περιπέτεια. Έβγαλα τη ποδιά, στρογγυλοκάθισα στο τραπέζι και έπιασα το πιρούνι. Πρώτη μπουκιά. Μια αηδία. Δεύτερη. Μια αηδία. Τρίτη. Μια αηδία. Συνέχισα όμως για αρκετή ώρα να τρώω αντερκάβερ-κόκαλα με σαλάτα μέχρί που δεν άντεξα άλλο.

 

Σηκώθηκα απότομα από το τραπέζι κοιτάζοντας περίλυπος το μπολ, μέχρι που πήρα την απόφαση να το πετάξω. Όμως ρε γαμώτο, το είχα μαγειρέψει τόση ώρα και το ‘χα αγαπήσει το φαγητό μου. Αρκούσε μια επιπολαιότητα να τα ισοπεδώσει όλα; Ήμουν διαλυμένος ψυχολογικά και πεινούσα. Λεπτά αργότερα βρισκόμουν στο βανάκι με κατεύθυνση προς το πατρικό μου, με την πίστη πως όλο και κάτι θα είχε μαγειρέψει η μητέρα μου.

Οδηγούσα έχοντας για συνοδηγούς τη στεναχώρια και την απογοήτευση, μέχρι που σταματημένος σε ένα φανάρι και τη θλίψη στα ύψη, συνειδητοποίησα πως πολλοί άνθρωποι, τελικά, δε βλέπουν τη πραγματικότητα γύρω τους. Προτιμούν να κρύβουν τα πράγματα κάτω από ένα «χαλάκι», όπως ακριβώς έκανα και εγώ με το μείγμα κόκαλα-κρέας. Αρνούνται  να κοιτάξουν την αλήθεια. Προτιμάνε να πάνε κάποια πράγματα μέχρι τέλους τη στιγμή που τα σημάδια υπάρχουν δίπλα τους. Γιατί όσο πολύ και αν έχουν μοχθήσει στο όνομα μια αγάπης ή ενός έρωτα δε σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή η αγάπη θα έχει και ευτυχές τέλος.

Ικανοποιημένος με αυτή μου τη διαπίστωση και όντας πια σοφότερος, έφτασα στο πατρικό μου έτοιμος να φάω κάτι μοναδικό. Οι γονείς μου όμως είχανε φύγει για το χωριό. Τότε και από το πουθενά μου ήρθε μια εξαιρετικότατη ιδέα: να παραγγείλω τέσσερα καλαμάκια κοτόπουλο και να ξαναφτιάξω τη σαλάτα που ονειρευόμουν. Γιατί ναι μεν πρέπει να μάθεις πότε να εγκαταλείπεις αλλά πρέπει και να μάθεις να μην απογοητεύεσαι. Να θυμηθώ μόνο πριν ρίξω το κοτόπουλο στο μπολ να αφαιρέσω τα ξυλάκια.

Του Σωτήρη Μεντζέλου, 13/10/2016

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα