Ένα μήνα πριν κλείσω τα τριαντατέσσερα μου χρόνια η ιδέα να κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα ταξίδι με Βαν έφερε στη κατοχή μου αυτό που χρειαζόμουν. Ένα Βαν. Μου το δάνεισε ένας φίλος. Μπορώ να τον λέω φίλο μου γιατί πλέον έχω τον αριθμό του κινητού του.
Το είχα λοιπόν παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι μου και με τη σκόνη που είχε πάνω του μπορούσες άνετα να φτιάξεις παλάτια. Θα σε συμβούλευα όμως να μην το κάνεις. Είναι κακό με σκόνη να χτίζεις παλάτια. Ο βοριάς θα στα κάνει συντρίμμια κομμάτια. Αποφάσισα λοιπόν να το πάω για πλύσιμο σε ένα βενζινάδικο σχετικά κοντά στο σπίτι μου.
Πήρα 20 ευρώ και σε μερικά δευτερόλεπτα βρισκόμουν στο κάθισμα του οδηγού. Έβαλα μπροστά τη μηχανή, μάρσαρα λίγο και ξεκίνησα. Άνοιξα το ράδιο αλλά δεν έπιανε κανέναν σταθμό. Μάλλον δεν έχει κεραία. Παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου κάποια πεταμένα σιντί στο πατάκι του συνοδηγού. Έπιασα ένα στη τύχη. «ΤUS». Το πέταξα. Έπιασα άλλο. «Μαραβέγιας λάιβ». Όχι ρε γαμώτο. Έπιασα και τρίτο. «Πυξ-Λαξ, τα τραγούδια τους». Δώρο από εφημερίδα. Τελικά βρήκα ένα που είπα «επιτέλους». «Βασίλης Καρράς, η καψούρα δε τελειώνει». Το έβαλα να παίξει αλλά δε το διάβαζε. Στεναχωρήθηκα πολύ. Έπιασα ένα άλλο στη τύχη χωρίς να δω τι είναι, γιατί μη ξεχνάμε ότι οδηγούσα παράλληλα.
Άρχισε η εισαγωγή. Τραγουδιστής του πόνου πρέπει να ναι. Ξεκίνησε το κουπλέ. Κάτι άρχισε να μου θυμίζει. Μπήκε το ρεφρέν. Κατάλαβα αμέσως. Πλούταρχος με το τραγούδι «Αχ κορίτσι μου». Δε το έβγαλα γιατί αφενός ήθελα να ακούσω τι είχε να μου πει και αφετέρου μου αρέσει αυτό το τραγούδι. «Αχ κορίτσι μου. Δικά σου της ψυχής μου τ’ αφανέρωτα». Δε γράφονται τέτοιοι στίχοι πια. Και ενώ το τραγουδούσα δυνατά άρχισα να αισθάνομαι σαν οδηγός ΚΤΕΛ. Τσιγάρο στο στόμα, χέρι έξω από το παράθυρο, μεγάλο τιμόνι, ανοιχτές στροφές, ψηλό κάθισμα, καφέ στη θήκη και Πλούταρχο στο τέρμα.
Γιατί όμως οι περισσότεροι οδηγοί ακούνε ελαφρολαϊκά; Τελειώνουν όλοι την ίδια σχολή οδηγών; Εξετάζονται γραπτά σε τεστ όπως α) συμπλήρωσε τον στίχο. Δυόμισι και γω…… β) Γιατί απορεί ο Βασίλης Καρράς; γ) Το αίμα του Πετρέλη ήταν κόκκινο, κίτρινο, ή δεν ήταν κόκκινο; δ) Ο Τερζής πανηγύριζε κάθε φορά που γύριζε ή κάθε φορά που έβαζε γκολ η ομάδα του;
Άρχισα τότε να θυμάμαι τη τελευταία φορά που ταξίδεψα με ΚΤΕΛ. Ήταν η διαδρομή Αθήνα- Πάτρα το 2010. Ο δρόμος γεμάτος έργα. Ένας δρόμος που φτιάχνεται χρόνια. Ένας δρόμος γι αυτούς που τους αρέσει να ζουν επικίνδυνα. Οδηγάς και σε πλησιάζει από πίσω σου μια τεράστια νταλίκα με φώτα. Κορνάρει παρατεταμένα. Έχει την ανάγκη να σε προσπεράσει. Ας είμαστε ρεαλιστές. Ένας δρόμος-εκπαίδευση για πραγματικούς οδηγούς. Για οδηγούς που δε φοβούνται.
Το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Πήγαινε γρήγορα. Ήταν το εξπρές. Ήμουν φαντάρος. Αυτό σήμαινε άυπνος με μεγάλη ανάγκη για ύπνο. Δίπλα μου καθόταν μια γεματούλα γιαγιά με κομοδινί μαλλί και εμπριμέ ρούχα. Μύριζε υπερβολικά λιβάνι με μια εσάνς κολώνιας «Μυρτώ». Ενημερωτικά ο συνδυασμός αυτός μπορεί να νεκρώσει την αίσθηση της όσφρησης. Άκουγε από τα ακουστικά της ψαλμούς. Αραιά και που έκανε και το σταυρό της. Για το δρόμο; Γι αυτά που άκουγε; Ποιος ξέρει;
Μπροστά μου μια κοπέλα τσακωνόταν, με το αγόρι που καθόταν δίπλα της. Ο δόλιος της έλεγε συνέχεια «μα δεν είχα κάρτα για αναπάντητη». Πίσω μου ένας κύριος γύρω στα εξήντα κοιμόταν -τυχερός- με τη φιλαρμονική ροχαλητού να ακούγεται σε όλο το πούλμαν. Αδύνατον να με έπαιρνε ο ύπνος. Νευρίασα. Λίγο πριν φτάσουμε η γιαγιά γύρισε και με ρώτησε αν είχα μαζί μου νερό. Έγνεψα θετικά. Έβγαλε από τη τσάντα της ένα ποτήρι και μου ζήτησε –σχεδόν απαιτητικά- να της το γεμίσω. Το έκανα. Μου είπε «δε θέλω να το πιω». «Έχω δικό μου μπουκαλάκι». Έπιασε τότε με τα τρεμάμενα χέρια της τα δόντια της και…πλουτς, μέσα στο ποτήρι! Βράχηκα λίγο. Ε όχι… Όχι! Ε ΟΧΙ! Δε γίνεται! Ως εδώ!
Μα γιατί ποτέ, μα ποτέ, δεν μου έχει τύχει μια όμορφη, συζητήσιμη κοπέλα, με χιούμορ και ταμπεραμέντο να κάτσει δίπλα μου; Όλο γιαγιάδες και γιαγιάδες! Τόσα ταξίδια κι ούτε μία φορά, μία κοπέλα. Τη τύχη μου μέσα. Θύμωσα. Και ενώ έφτανα στο βενζινάδικο, μου ήρθε στο μυαλό μια σκέψη που έδωσε λύση στη προηγούμενη μου απορία. Όλα είναι θέμα τύχης. Είναι θέμα τάιμινγκ. Πόσες φορές δεν ερωτεύτηκα κοπέλα που ήθελε να μείνει μόνη της; Βλέπεις μόλις είχε βγει από πολύχρονη σχέση. Ή ήταν μπερδεμένη; H πόσες φορές δεν γούσταρα τρελά μια κοπέλα που με έβλεπε σαν φίλο; Ή μίαν άλλη που ήθελε άλλον!
Για σκέψου όμως, τί θα γίνει όταν βρεθεί η εκλεκτή!; Που θα είσαι και γι αυτήν ο εκλεκτός Αγκαλιά και να φιλιέστε! Να χορεύετε. Να κάνετε βόλτες με το μηχανάκι που θα πάρεις. Να την κάνεις να γελάει και να φτιάχνει η μέρα σου. Το βράδυ σου. Τα όνειρά σου. Πόσες λύπες θα σβηστούν και πόσες πίκρες θα εξαφανιστούν.
Έτσι και στο ΚΤΕΛ. Μπορεί να σου έχουν συμβεί όλοι οι πιθανοί και απίθανοι συνδυασμοί συνεπιβατών αλλά, αν είχε κάτσει δίπλα σου μια κοπέλα όμορφη, συζητήσιμη, με χιούμορ και ταμπεραμέντο θα θυμόσουν τη μασέλα της γιαγιάς σαν τη πιο αστεία ιστορία. Σαν το καλύτερο ανέκδοτο. Με ένα χαμόγελο πια και τον Πλούταρχο να φωνάζει – βλέπεις φυσούσε πολύ από το σπασμένο του το τζαμί και έμπαινε κρύος ο βοριάς- έφτασα στο βενζινάδικο.
-Φιλαράκι πλύσιμο θέλω. Μέσα- έξω.
-Φίλε μου το πλυντήριο έχει κλείσει λόγω μεσημεριού. Κάνει φασαρία και οι γείτονες φωνάζουν την αστυνομία. Σε δυόμισι ώρες ξανανοίγει.
-Μάλιστα… Όσο και η διαδρομή Αθήνα-Πάτρα με το εξπρές. Την ατυχία μου!
Του Σωτήρη Μεντζέλου, 22/9/2016